Ο ένας στους δύο δεν θα πάει πουθενά το καλοκαίρι, ενώ ακόμη και εκείνοι που θα ταξιδέψουν σε κάποιον προορισμό θα αναγκαστούν να μειώσουν τα έξοδά τους και τις ημέρες παραμονής
Μπορεί η Ελλάδα να φιγουράρει στην πρώτη δεκάδα της λίστας των πιο ελκυστικών τουριστικών προορισμών και των χωρών που ανέκαμψαν γρηγορότερα από την πανδημία, όμως οι Ελληνες φαίνεται να ακολουθούν… αντίστροφη πορεία, αδυνατώντας να κάνουν διακοπές στον τόπο τους!
Κάθε φορά που ο ελληνικός τουρισμός «πηγαίνει καλά», οι ευκαιρίες των Ελλήνων για διακοπές σε κάποιο από τα δημοφιλή τουριστικά θέρετρα της χώρας, και κυρίως στα νησιά, λιγοστεύουν, λόγω της περιορισμένης αγοραστικής δύναμής τους και των «αλμυρών» υπηρεσιών που περιλαμβάνει το συνολικό πακέτο διακοπών (μετακινήσεις, διαμονή, εστίαση, ψυχαγωγία).
Η νέα θερινή περίοδος που ξεκίνησε δυναμικά από τις αρχές Μαΐου συνοδεύεται από το πιο υψηλό «εξοδολόγιο» διακοπών. Με τα διαθέσιμα στοιχεία των ξενοδοχειακών και των ακτοπλοϊκών επιχειρήσεων, εκτιμάται ότι το βασικό πακέτο διακοπών θα αυξηθεί κατά μέσο όρο τουλάχιστον κατά 15% έως 20% σε σχέση με πέρυσι.
Στο πλαίσιο αυτό και με δεδομένη τη μαζική απόβαση ξένων τουριστών στους δημοφιλείς προορισμούς, οι περισσότεροι Ελληνες είτε θα πρέπει να βάλουν «βαθιά το χέρι στην τσέπη» είτε να μείνουν για τέταρτο συνεχόμενο καλοκαίρι στο σπίτι. Υπενθυμίζεται ότι το 2020 η πανδημία ανάγκασε όλους να μείνουν στο σπίτι, το 2021 εκείνοι που πήγαν διακοπές ήταν λίγοι, ενώ πέρυσι και φέτος η ακρίβεια σε συνδυασμό με τη διαθεσιμότητα καταλυμάτων αναδεικνύονται βασικοί ρυθμιστές για τις διακοπές των Ελλήνων.
Ηδη, με βάση τα πρώτα στοιχεία των καταναλωτικών οργανώσεων, φέτος δεν θα κάνει διακοπές ένας στους δύο Ελληνες, ενώ ακόμα και κι εκείνοι που θα ταξιδέψουν σε κάποιον προορισμό θα αναγκαστούν να μειώσουν τα έξοδά τους και τις ημέρες παραμονής.
Οι κρατήσεις
Σε κάθε περίπτωση, βασική προϋπόθεση για να μη βγει κάποιος… εκτός προϋπολογισμού είναι να έχει «κλείσει» εγκαίρως κάποιο πακέτο καλοκαιρινών διακοπών, βρίσκοντας κατάλυμα στα… μέτρα του.
Οι Ελληνες, που παραδοσιακά περιμένουν την τελευταία στιγμή για να αποφασίσουν πού θα πάνε διακοπές, φέτος δυσκολεύονται περισσότερο από κάθε άλλη φορά όχι μόνο να βρουν προορισμό αλλά, κυρίως, να αντεπεξέλθουν στο κόστος των διακοπών. Τα περισσότερα δωμάτια των ξενοδοχείων (άνω του 80%) έχουν αγοραστεί νωρίς (από το φθινόπωρο) από τους tour operators, ενώ τα υπόλοιπα δωμάτια (20%) διατίθενται απευθείας από τους ξενοδόχους σε «τιμές πόρτας», που μπορεί να είναι έως και διπλάσιες σε σχέση με αυτές που έχουν πληρώσει οι tour operators!
Ηδη παράγοντες της τουριστικής αγοράς προειδοποιούν ότι το φετινό καλοκαίρι θα είναι «απαγορευτικό» για τους έλληνες ταξιδιώτες και αυτό διότι η ζήτηση από το εξωτερικό είναι εκρηκτική (προσομοιάζει με αυτήν του 2019 και σε ορισμένους νησιωτικούς προορισμούς την ξεπερνά), ενώ και η ακρίβεια… καλά κρατεί.
Τα ξενοδοχεία καταγράφουν πρωτοφανή ζήτηση, ενώ και τα λοιπά τουριστικά καταλύματα, όπως τουριστικές κατοικίες και διαμερίσματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, εμφανίζουν μεγάλες πληρότητες για το διάστημα από 15 Ιουλίου έως και 27 Αυγούστου. Με βάση τις μεγαλύτερες διεθνείς πλατφόρμες ενοικίασης τουριστικών καταλυμάτων, για το διάστημα από το δεύτερο 15νθήμερο του Ιουλίου έως και τις 13 Αυγούστου το 80% των καταλυμάτων όλων των ειδών που είναι καταχωρισμένα σε αυτές δεν έχει διαθεσιμότητα! Επίσης, για την εβδομάδα του Δεκαπενταύγουστου διαθέσιμα δωμάτια έχουν ελάχιστα καταλύματα (1 στα 10).
Οι τιμές
Σε ολόκληρη τη χώρα, οι τιμές των διαθέσιμων δωματίων για τον Ιούλιο και τον Αύγουστο τυπικά ξεκινούν από τα 70 ευρώ τη βραδιά για μια τετραμελή οικογένεια που θα πρέπει να «στριμωχτεί» σε ένα δωμάτιο. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν καταλύματα διαφόρων τύπων, που στις περισσότερες περιπτώσεις είτε «δεν γεμίζουν το μάτι» και μάλλον θα έπρεπε να κοστίζουν τουλάχιστον τα μισά είτε βρίσκονται σε μη καλοκαιρινούς τουριστικούς προορισμούς. Αυτοί οι προορισμοί, όπως είναι μικρές και μεγαλύτερες πόλεις ή χωριά σε χειμερινούς προορισμούς της Πελοποννήσου, της Κεντρικής και της Βόρειας Ελλάδας, αποτελούν μια λύση για τις διακοπές μιας οικογένειας, όμως θα πρέπει να υπολογιστούν και οι καθημερινές μετακινήσεις με αυτοκίνητο προς/από τις κοντινές παραλίες, κ.ά.
Γενικότερα όμως δύσκολα θα βρει κάποιος διαμονή σε δημοφιλή τουριστικό προορισμό που να κοστίζει κάτω από 120 ευρώ τη βραδιά. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα αναζητήσεων στις πλατφόρμες του Booking και του Airbnb, φαίνεται πως δεν υπάρχει ούτε ένα μικρό κατάλυμα με τιμή μικρότερη των 150 ευρώ τη βραδιά σε δημοφιλή νησιά, όπως η Μήλος, η Σίφνος, η Νάξος, η Φολέγανδρος, η Μύκονος ή η Σαντορίνη. Ελαφρώς καλύτερη είναι η κατάσταση στην Πάρο, την Ανδρο ή τη Σύρο, χωρίς όμως να υπάρχουν «γενναίες» διαφορές. Δηλαδή, για κάποιον που θα επιλέξει να μείνει σε δίκλινο δωμάτιο για έξι βράδια θα απαιτηθεί ένα «μπάτζετ» που θα ξεκινά στην καλύτερη των περιπτώσεων από τα 720 ευρώ και θα μπορεί εύκολα να ξεπεράσει τα 1.000 ή ακόμα και τα 2.000 ευρώ!
Σημειώνεται ότι μικρότερα και όχι τόσο δημοφιλή νησιά, αλλά και προορισμοί της ενδοχώρας που διέθεταν σε καλές τιμές τα καταλύματά τους στο παρελθόν, φέτος έχουν αυξήσει σημαντικά τους τιμοκαταλόγους τους, προκαλώντας δυσάρεστες εκπλήξεις, κυρίως στους τακτικούς τους επισκέπτες. Σε κάποιες περιπτώσεις, για απλά ενοικιαζόμενα δωμάτια οι ιδιοκτήτες ζητούν 200 ή ακόμα και 300 ευρώ τη βραδιά!
Τα εισιτήρια
Σε αυτά τα έξοδα προστίθενται και τα έξοδα των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων, τα οποία σε αρκετά νησιά του Αιγαίου ξεπερνούν πλέον και τα 100 ευρώ (πηγαινέλα) ανά άτομο. Ειδικότερα, οι τιμές των ακτοπλοϊκών και των αεροπορικών εισιτηρίων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούν ακόμα και το κόστος διαμονής.
Ακόμα και η συνήθης λύση των διακοπών με αυτοκίνητο, στην οποία καταφεύγουν όσοι δεν μπορούν να πληρώσουν ακτοπλοϊκά ή αεροπορικά εισιτήρια, φέτος εξακολουθεί να προβληματίζει αρκετούς, καθώς οι τιμές των καυσίμων παραμένουν υψηλές, ενώ στα έξοδα μετακινήσεων θα πρέπει να υπολογιστούν και τα κόστη των διοδίων.
Η εστίαση στην Ελλάδα είναι ίσως ο μόνος τομέας που ο τουρίστας έχει την επιλογή να πληρώσει λίγα ή πολλά, παρά τις αυξήσεις που έχουν γίνει σε προϊόντα και υπηρεσίες.