Νέα διάσταση στη δίκη που βρίσκεται σε εξέλιξη για το σκάνδαλο των εξοπλιστικών, με πρωταγωνιστή τον Ακη Τσοχατζόπουλο, δίνουν δύο αμετάκλητες αποφάσεις της Ομοσπονδιακής Εισαγγελίας της Ελβετίας, οι οποίες δέχονται οριστικά ότι το ποσό των 80 εκατ. δολαρίων (66,8 εκατ. ευρώ) που διακινήθηκε σε ελβετικές τράπεζες προέρχεται από μίζες για την υπογραφή εξοπλιστικών προγραμμάτων και ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον πρώην υπουργό Αμυνας του ΠΑΣΟΚ.
Οι αποφάσεις, τις οποίες παρουσίασε το «Πρώτο Θέμα», εκδόθηκαν σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία για τον Ακη Τσοχατζόπουλο: τη στιγμή που, από τον περασμένο Μάιο, απολαμβάνει την ελευθερία του έχοντας αποφυλακιστεί με όρους μετά από πέντε χρόνια εγκλεισμού του στις Φυλακές Κορυδαλλού. Είναι νωπές ακόμη οι εικόνες που είδαν το φως της δημοσιότητας τον περασμένο Ιούλιο, με τον 78χρονο πρώην υπουργό να απολαμβάνει τις βουτιές του σε πισίνες εντός και εκτός Αττικής, αναζητώντας λίγη δροσιά μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού.
Κομβικής σημασίας είναι όμως και το γεγονός ότι οι αποφάσεις της Εισαγγελίας της Βέρνης έρχονται ενώ το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων οδεύει προς την έκδοση απόφαση, με την οποία θα κρίνει αν θα επικυρώσει ή όχι την πρωτόδικη καταδίκη του πρώην υπουργού σε 20ετή κάθειρξη. Πέρα απ’ όλα αυτά, όμως, οι δύο αποφάσεις της ελβετικής Δικαιοσύνης κλονίζουν συθέμελα τους έως τώρα υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του πρώην υπουργού, σύμφωνα με τους οποίους οι διώξεις σε βάρος του είναι πολιτικές, αποτελούν προϊόν «πονόμευσής του από τον Κώστα Σημίτη και εντάσσονται σε έναν «βρώμικο πόλεμο» που διεξάγεται εναντίον του με σκοπό την εξόντωσή του!
Δηλώνοντας σε συνέντευξή του στην εκπομπή «Αυτοψία» του ALPHA, τον περασμένο Ιούλιο, ότι σήμερα θα ψήφιζε ΣΥΡΙΖΑ «γιατί δεν υπάρχει τίποτε άλλο», ο Ακης Τσοχατζόπουλος τότε είχε αρνηθεί ότι δωροδοκήθηκε -μόνιμη υπερασπιστική του γραμμή, άλλωστε, στο δικαστήριο-, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν έβαλα ποτέ το δάχτυλό μου στο μέλι. Δεν υπήρξε δωροδοκία, δεν υπήρξε καταγγελία, δεν υπήρξε διακίνηση χρήματος, δεν βρήκαν καμία πληρωμή σε μένα, τίποτα».
Κι όμως, τα δύο δικαστικά ντοκουμέντα με τη σφραγίδα της ελβετικής Δικαιοσύνης έρχονται να αποδομήσουν τον βασικό πυλώνα της υπερασπιστικής γραμμής του πρώην υπουργού, καθώς πρόκειται για τις πρώτες δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν οριστικά ότι το ποσό των 80 εκατ. δολαρίων που βρέθηκε σε ελβετικές τράπεζες προέρχεται από μαύρες συναλλαγές του Ακη Τσοχατζόπουλου στο περιθώριο της υπογραφής δύο εξοπλιστικών προγραμμάτων και ανήκουν αποκλειστικά στον ίδιο.
Η πρώτη απόφαση της Ομοσπονδιακής Εισαγγελίας της Βέρνης εκδόθηκε στις 21 Αυγούστου του 2017 και δέχεται ότι ο Νίκος Ζήγρας διακίνησε για λογαριασμό του Ακη Τσοχατζόπουλου, μέσω δύο τραπεζικών λογαριασμών που άνοιξε στη Morgan Stanley, 39,5 εκατ. ευρώ. Για τον λόγο αυτό ο εξάδελφος του πρώην υπουργού, επίσης κατηγορούμενος στη δίκη που βρίσκεται σε εξέλιξη σε δεύτερο βαθμό, κρίθηκε από την εν λόγω Εισαγγελία ένοχος για «ψευδείς δηλώσεις». Ωστόσο, δεν του επιβλήθηκε πρόσθετη ποινή για ξέπλυμα μαύρου χρήματος «λόγω του ύψους της ποινής που του επιβλήθηκε στην Ελλάδα για το ίδιο αδίκημα». Ο Ζήγρας, το «βαθύ λαρύγγι» στο σκάνδαλο των εξοπλιστικών, έχει καταδικαστεί σε κάθειρξη έξι ετών σε πρώτο βαθμό, με το δικαστήριο να του αναγνωρίζει το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας και να του χορηγεί αναστολή στην εκτέλεση της ποινής του.
Με την απόφασή της η Ομοσπονδιακή Εισαγγελία της Βέρνης δέχθηκε ότι ο εξάδελφος του πρώην υπουργού και άλλοτε δεξί του χέρι την περίοδο της παντοδυναμίας του, άνοιξε τον Ιούνιο του 1999 λογαριασμό στην τράπεζα Morgan Stanley στη Ζυρίχη, δηλώνοντας ότι είναι ιδιοκτήτης ξυλείας στην Ελλάδα, ιδιοκτήτης εταιρείας αλουμινίου στη Γερμανία και ότι έχει στο χαρτοφυλάκιό του συνολική περιουσία 20 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ.
Σύμφωνα με την απόφαση, ο Νίκος Ζήγρας δήλωσε ότι θα κατέθετε στον νέο του λογαριασμό το ποσό των 5 εκατ. δολαρίων, στη συνέχεια όμως, «κατά το διάστημα από το 1999 έως το 2001, προέβη σε καταθέσεις μέσω πολλαπλών επιταγών, ύψους 47 εκατ. δολαρίων (39,5 εκατ. ευρώ)». Κατά τους Ελβετούς δικαστές, όμως, τα παραπάνω ποσά «δεν ανήκαν στην περιουσία του Ζήγρα, αλλά προέρχονταν αποδεδειγμένα από τη ρωσική εταιρεία Antey, η οποία τέλη της δεκαετίας του 1990 είχε λάβει από τον τότε Ελληνα υπουργό Αμυνας Αθανάσιο-Απόστολο Τσοχατζόπουλο προμήθεια για την αποστολή των οπλικών συστημάτων Tor-M1 προς τον Ελληνικό Στρατό». Ως αντάλλαγμα η Antey, σύμφωνα με την απόφαση, «κατέβαλε στον Ακη Τσοχατζόπουλο αντίστοιχες δωροδοκίες»!
Οπως σημειώνεται στην απόφαση, «οι δωροδοκίες που καταβλήθηκαν από την Antey στο πλαίσιο της προμήθειας των Tor-M1, συνολικού ύψους 80 εκατ. δολαρίων, μεταβιβάστηκαν αρχικά προς τον καταζητούμενο Φουάντ Αλ Ζαγιάντ και τον Βλάση Καμπούρογλου (σ.σ.: βρέθηκε νεκρός σε ξενοδοχείο στη Τζακάρτα τον Οκτώβριο του 2012)». Στη συνέχεια, για τη μεταφορά των δωροδοκιών χρησιμοποιήθηκαν τρεις διαφορετικοί λογαριασμοί και ένας από τους διαύλους διανομής των χρημάτων ήταν και ο λογαριασμός που είχε ανοίξει ο Ζήγρας στη Morgan Stanley.
Ο Φουάντ Αλ Ζαγιάντ, γνωρίζοντας ότι τα χρήματα ανήκαν στον Ακη Τσοχατζόπουλο, εξέδωσε επιταγές συνολικής αξίας 47.434.000 ελβετικών φράγκων, οι οποίες διαβιβάστηκαν μέσω του πρώην υπουργού Εσωτερικών της Κύπρου Ντίνου Μιχαηλίδη στον Νίκο Ζήγρα. Τα χρήματα αυτά στη συνέχεια διακινήθηκαν «με τη βοήθεια του Ζήγρα» στο εξωτερικό, εν μέρει μέσω εμβασμάτων, για να φτάσουν (και) στη γνωστή offshore Torcaso, η οποία εμπλέκεται στην απόκτηση από το ζεύγος Τσοχατζόπουλου του νεοκλασικού επί της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, όπως και σε αγοραπωλησίες ακινήτων της Μονής Βατοπεδίου!
Εξι χρόνια μετά το 1999, οπότε ο Νίκος Ζήγρας ανοίγει τον πρώτο λογαριασμό του Ακη Τσοχατζόπουλου, ακολουθεί το 2005 το άνοιγμα ενός λογαριασμού και πάλι στη Morgan Stanley, αυτή τη φορά όχι στο όνομά του, αλλά στο όνομα της υπεράκτιας εταιρείας Ultramar. Την ίδια στιγμή κλείνει τον πρώτο λογαριασμό και μεταφέρει το υπόλοιπό του στον νέο, γνωρίζοντας ότι ο πραγματικός δικαιούχος των χρημάτων ήταν ο εξάδελφός του. «Τα χρήματα ανήκαν σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο αναμφισβήτητα στον Τσοχατζόπουλο και όχι στον Ζήγρα», αναφέρει χαρακτηριστικά η απόφαση.
Ολα αυτά, βέβαια, έγιναν διότι, κατά τους Ελβετούς εισαγγελείς, «ο δημοσίως γνωστός στην Ελλάδα Τσοχατζόπουλος δεν μπορούσε να παραλάβει τις δωροδοκίες στο όνομά του στην ελβετική τράπεζα, καθώς αυτή, λόγω της πολιτικής θέσης του πελάτη της (politically exposed person) θα έπρεπε να προβεί σε ερεύνα εις βάθος ως προς την προέλευση των χρημάτων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν υπόνοιες για την προέλευσή τους». Για τον λόγο αυτό, «ο Ζήγρας, εξάδελφος του Τσοχατζόπουλου, ενήργησε ως παρένθετο πρόσωπο» και άνοιξε τον λογαριασμό στη Morgan Stanley στη Ζυρίχη «δηλώνοντας ότι είναι ο δικαιούχος των καταβληθέντων περιουσιακών στοιχείων, παρόλο που γνώριζε ότι ο πραγματικός δικαιούχος των χρημάτων ήταν ο εξάδελφός του Τσοχατζόπουλος».
Με τη δεύτερη απόφαση, η οποία εκδόθηκε στις 28 Αυγούστου, η ελβετική Δικαιοσύνη δέχεται ότι ο Ακης Τσοχατζόπουλος ελάμβανε όλες τις αποφάσεις για τη διακίνηση των χρημάτων και έδινε εντολές ή εμφανιζόταν ακόμη και ο ίδιος στις ελβετικές τράπεζες. Αλλωστε ο πρώην υπουργός, όπως προκύπτει από έγγραφα της ελληνικής Δικαιοσύνης, είχε ταξιδέψει με διαβατήριο του Νίκου Ζήγρα στην Ελβετία, το οποίο σημειωτέον είχε κλαπεί, για να πραγματοποιήσει τραπεζικές συναλλαγές στο όνομά του.
Μάλιστα, όπως αναφέρεται στην απόφαση, κατά το άνοιγμα του πρώτου λογαριασμού από τον Ζήγρα στη Morgan Stanley το 1999, ο αρμόδιος τραπεζικός σύμβουλος ήταν ενημερωμένος για το ότι πραγματικός δικαιούχος των περιουσιακών στοιχείων θα είναι ο Ακης Τσοχατζόπουλος. Για τη συμπεριφορά του αυτή μάλιστα ο εν λόγω τραπεζικός σύμβουλος έκανε έναν χρόνο φυλακή στην Ελβετία.
Στη δεύτερη απόφαση δεσπόζουσα θέση έχει λογαριασμός στην Credit Suisse της Ζυρίχης στο όνομα της Γκούντρουν Μολντενάουερ. Σε τραπεζική θυρίδα της πρώην συζύγου του Ακη Τσοχατζόπουλου βρέθηκαν δεσμίδες δολαρίων, συνολικού ύψους 580.000. Πρόκειται για τα χρήματα που ο Νίκος Ζήγρας είχε καταθέσει ότι είχε παραδώσει στην Γκούντρουν Μολντενάουερ προκειμένου εκείνη να συναινέσει και να δώσει το πολυπόθητο διαζύγιο στον Ακη Τσοχατζόπουλο. Πάντως, στις 9/12/2015 η ίδια η κυρία Μολντενάουερ επέστρεψε το σύνολο των χρημάτων αυτών στο Ελληνικό Δημόσιο.
Ωστόσο, ένας ακόμη λογαριασμός που αναφέρεται στην απόφαση φέρνει σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση τη Βίκυ Σταμάτη, δεύτερη σύζυγο του Ακη Τσοχατζόπουλου, η οποία έχει καταδικαστεί σε 12 χρόνια κάθειρξη σε πρώτο βαθμό και αποφυλακίστηκε με όρους τον Οκτώβριο του 2015.
Πρόκειται για τον περιβόητο λογαριασμό της UBS στο όνομά της, ο οποίος, σύμφωνα με την ελβετική Δικαιοσύνη, δεχόταν χρήματα που προέρχονταν από δωροδοκίες από την Antey. Τα χρήματα αυτά, συνολικού ύψους 900.000 ελβετικών φράγκων, που πλέον έχουν κατασχεθεί, κατατίθεντο στον λογαριασμό από τον ίδιο τον Ακη Τσοχατζόπουλο με την αιτιολογία ότι πρόκειται για ποσά που προέρχονται από σύνταξή του που είχε κάνει σε κάποια ασφάλεια ζωής!
«Τα έως τώρα κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία του λογαριασμού στη UBS της Βασιλικής Σταμάτη προέρχονταν αποδεδειγμένα από τις δωροδοκίες που καταβλήθηκαν από την Antey στον Τσοχατζόπουλο», αναφέρει η απόφαση της Εισαγγελίας της Βέρνης, η οποία κρίνει ότι η σύζυγος του πρώην υπουργού δεν δικαιούται προστασία τρίτων για την κατάσχεση των χρημάτων, καθώς δεν τα απέκτησε καλή τη πίστη και δεν παρείχε ισοδύναμο αντάλλαγμα για αυτά.
Μιλώντας στην εφημερίδα ο δικηγόρος του Νίκου Ζήγρα, Στέλιος Γκαρίπης, αναφέρει: «Ενα από τα χαρακτηριστικά της εγκληματικής οργάνωσης του Ακη Τσοχατζόπουλου είναι ότι ξέρει να δημιουργεί δεσμούς με συγκεκριμένους φορείς, τους οποίους και επηρεάζει. Η δήλωση μάλιστα του Ακη Τσοχατζόπουλου με το που αποφυλακίστηκε, χάρη στον νόμο Παρασκευόπουλου, ότι θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ, μόνο τυχαία δεν είναι. Η εγκληματική οργάνωση του Ακη Τσοχατζόπουλου ευημερούσε, όχι ενάντια στο κράτος, αλλά μέσα σε αυτό. Σε σφαίρες όπου τα όρια μεταξύ του νομικού κόσμου, της πολιτικής και οικονομικής ελίτ συγχέονται με τον κόσμο του εγκλήματος. Η ανεξάντλητη εγκληματική ενέργεια αυτής της οργάνωσης κατευθύνεται τελευταία στην ατιμωρησία λόγω “ανεπαρκών αποδείξεων” στο να πείσουν τους δικαστές για αποδεικτικά κενά. Η ελβετική Δικαιοσύνη ερεύνησε τις καταγγελίες του Νίκου Ζήγρα και πέτυχε να αναδείξει συντριπτικές αποδείξεις ξεπλύματος χρήματος από δωροδοκίες, καθώς και τον ακριβή σύνδεσμο μεταξύ των εμπλεκομένων. Η σημασία των δύο αυτών δικαστικών αποφάσεων είναι θεμελιώδης, δεδομένου ότι κάθε δικαστική αποτυχία ενδυναμώνει τη “νομιμότητα” της εγκληματικής οργάνωσης έναντι του λαού, αφού αυξάνει την εντύπωση της απόλυτης εξουσίας της».