Της Κατερίνας Μυλωνά
Η σχέση της COVID και της Ψυχικής Υγείας αποτέλεσε αντικείμενο της μελέτης που παρουσιάζει η κ. Μαρία Μπάστα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Όπως τονίζει, «η πανδημία Covid-19 και οι συνέπειες της φαίνεται να έχουν προκαλέσει αύξηση της καταθλιπτικής και αγχώδους συμπτωματολογίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Κρήτη, όπως έχουμε δείξει και παλιότερα, κατέχει τον υψηλότερο δείκτη αυτοκτονιών στην Ελλάδα».
Σε μια μελέτη που έγινε από την Ψυχιατρική Κλινική ΠΑΓΝΗ, οι επιστήμονες διερεύνησαν τα επίπεδα αυτοκτονικότητας του 2020 σε σχέση με τα έτη 1999-2019 και τη βραχυπρόθεμη και μακροπρόσθεμη επίδραση του lockdown λόγω της πανδημίας Covid-19 σε σχέση με την τελευταία 5ετία (2015-2019). Δεδομένα για τη συχνότητα και την κατανομή των αυτοκτονιών ανά τρίμηνο στους νομούς Ηρακλείου – Λασιθίου για τα έτη 1999-2019 και 2020 συλλέχθηκαν από τα αρχεία του τμήματος Ιατροδικαστικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου Κρήτης καθώς και από τα αρχεία της Ιατροδικαστικής υπηρεσίας Κρήτης.
Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι, το 2020 στην ανατολική Κρήτη τα επίπεδα αυτοκτονικότητας δε διεφέραν σε σχέση με αυτά του 1999-2019. Η ανάλυση της εποχιακής κατανομής των αυτοκτονιών έδειξε πτώση των αυτοκτονιών κατά το πρώτο lockdown σε αντίθεση με την κορύφωση που παρουσιάζεται τα προηγούμενα χρόνια την αντίστοιχη περίοδο 2015-2019. Αντίθετα, διαπιστώθηκε σημαντική αύξηση των αυτοκτονιών το τελευταίο τρίμηνο του 2020, που συμπίπτει με το δεύτερο lockdown, σε σχέση με τη αντίστοιχη περίοδο 2015-2019.
Συμπερασματικά, ο συνολικός δείκτης αυτοκτονικότητας στους νομούς Ηρακλείου-Λασιθίου το 2020, έτος που σημαδεύτηκε από την πανδημία Covid-19, παρέμεινε σταθερός σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Όμως παρατηρήθηκε μια αντιστροφή της εποχιακής κατανομής σε σχέση με τα προηγούμενα έτη με πτώση την Άνοιξη –Καλοκαίρι (1o lockdown) και σημαντική άνοδο το τελευταίο τρίμηνο του έτους( 2o lockdown). Πιθανά, η αλλαγή αυτή σημαίνει, ότι οι πολίτες είναι ανθεκτικοί στο βραχυπρόθεσμο στρες, ενώ είναι πιο ευάλωτοι στο χρόνιο στρες και τις επιπτώσεις του π.χ. οικονομικές συνέπειες.
Πανδημία και συναισθήματα
Η καθηγήτρια εξηγεί πως η πανδημία Covid-19 συνδέθηκε με διάφορες ψυχολογικές αντιδράσεις και συναισθήματα. Φόβος, ανησυχία και στρες είναι οι φυσιολογικές αντιδράσεις σε πραγματικές ή φαντασιωτικές απειλές, καθώς και σε περιπτώσεις που ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αβεβαιότητα και το άγνωστο. Επομένως, είναι αναμενόμενο και κατανοητό οι άνθρωποι να αντιμετωπίζουν φόβο για την Covid-19 πανδημία. Εκτός από τον φόβο μόλυνσης από τον ιό και τις επακόλουθες συνέπειες, έχουν επέλθει σημαντικές αλλαγές στη ζωή των περισσότερων, λόγω του περιορισμού των μετακινήσεων, και των κοινωνικών επαφών προκειμένου να περιοριστεί η μετάδοση του ιού.
Οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με τη νέα πραγματικότητα της εργασίας από το σπίτι, της προσωρινής ανεργίας, της τηλε-εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδά της, και της απώλειας της φυσικής επαφής με άλλα μέλη της οικογένειας ή του φιλικού και εργασιακού περιβάλλοντος. Για αυτούς τους λόγους είναι σημαντικό να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε θέματα που αφορούν τόσο τη φυσική όσο και την ψυχική υγεία. Από τα πρώιμα στάδια της πανδημίας της Covid-19, υπήρξε ανησυχία σχετικά με την επίδρασή της στην ψυχική υγεία των ανθρώπων γενικότερα, καθώς και σε άτομα με προϋπάρχοντα προβλήματα ψυχικής υγείας. Παρόλα αυτά, ακόμη και τώρα οι γνώσεις σχετικά με τις συνέπειες της Covid-19 λοίμωξης στην ψυχική υγεία, καθώς και για την ευαλωτότητα των ασθενών με ψυχικές νόσους στην Covid-19 είναι περιορισμένες
Δεδομένα από τον κόσμο: Ασθενείς με νόσο από Covid-19 και εμφάνιση ψυχοπαθολογίας
Κάποιες πρόσφατες μελέτες αναφέρουν ότι οι ασθενείς που έχουν προσβληθεί και νοσούν από Covid-19 εμφανίζουν συμπτώματα άγχους (συμπεριλαμβανομένου και της Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες) κατάθλιψη και αϋπνία . Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε αναφέρθηκε ότι η συνοσηρότητα Covid-19 και νευροψυχιατρικής διάγνωσης ήταν 22.5% . Πρόσφατα δημοσιεύθηκε μια μεγάλη μελέτη από τις Η.Π.Α., η οποία βασίστηκε σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων από 69.000.000 άτομα, όπου συμπεριέλαβε τελικά 62.354 άτομα με διάγνωση Covid-19.
Στόχος της μελέτης ήταν να διερευνηθεί κατά πόσο η συγκεκριμένη διάγνωση συσχετίστηκε με αυξημένη πιθανότητα ψυχιατρικής συνοσηρότητας σε σχέση με άλλες διαγνώσεις, όπως κοινή γρίπη, άλλες λοιμώξεις αναπνευστικού, λοιμώξεις δέρματος, χολολιθίαση, νεφρολιθίαση ή κάταγμα μεγάλου οστού. Η μελέτη αυτή κατέδειξε, ότι τα άτομα με λοίμωξη Covid-19 και ελεύθερο προηγούμενο ψυχιατρικό ιστορικό, είχαν το διάστημα 14-90 ημερών μετά τη διάγνωση, σχεδόν διπλάσια πιθανότητα για εμφάνιση ψυχικής πάθησης (5.8%) σε σχέση με τις υπόλοιπες διαγνώσεις που ελέγχθηκαν (2.5-3.4%).
Οι επιδράσεις της λοίμωξης Covid-19 είναι ευρείες αλλά όχι ομοιόμορφες σε όλους. Η πιθανότητα να εμφανίσει κανείς αγχώδεις διαταραχές είναι μεγάλη (1.6 με 4.7 φορές μεγαλύτερη από άλλα θέματα υγείας) και σαφώς μεγαλύτερη από ότι η κατάθλιψη. Επίσης, στην ίδια μελέτη βρέθηκε σημαντικά αυξημένος κίνδυνος για εμφάνιση αϋπνίας, που συμφωνεί και με προηγούμενες μελέτες. Τέλος, ένα ενδιαφέρον και ανησυχητικό εύρημα της συγκεκριμένης μελέτης είναι η αύξηση του κινδύνου για εμφάνιση άνοιας 2 με 3 φορές παραπάνω.
Το εύρημα αυτό μπορεί σε ένα βαθμό να είναι ψευδές λόγω της λανθασμένης διάγνωσης της άνοιας με ντελίριο ή με παροδικές και αναστρέψιμες γνωσιακές διαταραχές λόγω παροδικών αγγειακών συμβάντων. Μελλοντικές προοπτικές μελέτες που θα επανεκτιμήσουν άτομα με λοίμωξη Covid-19 πιο μακροχρόνια, θα μπορέσουν να απαντήσουν σε τέτοια ερωτήματα.
Το συμπέρασμα πάντως ότι η λοίμωξη από Covid-19 αποτελεί παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση ψυχιατρικής συνοσηρότητας κατά 1.65 φορές σε σχέση με άλλα προβλήματα υγείας, δείχνει τη σοβαρή επίδρασή της στην ψυχική υγεία. Η συσχέτιση μεταξύ βαρύτητας κλινικής εικόνας λοίμωξης κατά την εισαγωγή με βαρύτητα ψυχικών διαταραχών είναι σχετικά μικρή, δείχνει όμως μια τάση “dose-response”, που μπορεί εν μέρει να οφείλεται και σε βιολογικούς παράγοντες που σχετίζονται με τη λοίμωξη, όπως το ιϊκό φορτίο, η δύσπνοια, η αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος κ.λ.π.
Ασθενείς με προϋπάρχουσα ψυχική νόσο και πιθανότητα νόσησης από Covid-19
Ένα ξεχωριστό ερώτημα που έχει τεθεί μετά το ξέσπασμα της πανδημίας Covid-19, είναι κατά πόσο οι ψυχικά πάσχοντες είναι περισσότερο ευάλωτοι να νοσήσουν από τη λοίμωξη σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, δεδομένου ότι παλιότερες μελέτες είχαν βρει παρόμοιες συσχετίσεις σε διάφορες άλλες λοιμώξεις συμπεριλαμβανομένου της πνευμονίας. Τα ευρήματα της βιβλιογραφίας πάνω στο ερώτημα αυτό φαίνεται να είναι αντικρουόμενα. Μια μεγάλη μελέτη στις Η.Π.Α. έδειξε ότι η πιθανότητα να τεθεί διάγνωση λοίμωξης Covid-19 είναι μεγαλύτερη σε άτομα με ψυχικές διαταραχές, όπως διαταραχή ελλειμματικής προσοχής υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), διπολική διαταραχή, κατάθλιψη και σχιζοφρένεια , ενώ αντίθετα το εύρημα αυτό επιβεβαιώθηκε μόνο για τη σχιζοφρένεια σε μια άλλη μελέτη από την Κορέα.
Τέλος, στην πιο πρόσφατη μεγάλη μελέτη από τις ΗΠΑ που περιγράφηκε παραπάνω, βρέθηκε ότι τα άτομα με ψυχικές νόσους έχουν 1.65 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να νοσήσουν από Covid-19 σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Το εύρημα αυτό είναι σταθερό και ανεξάρτητο ηλικίας και φύλου. Επίσης, δε βρέθηκε να σχετίζεται με κάποια συγκεκριμένη ψυχιατρική διάγνωση. Πιθανές εξηγήσεις για τη συσχέτιση αυτή να αποτελούν συμπεριφορικά αίτια (μικρότερη συμμόρφωση με τις οδηγίες για την κοινωνική απομόνωση), συνήθειες ζωής (κάπνισμα, παχυσαρκία), αυξημένη υποκείμενη προφλεγμονώδη κατάσταση που έχει βρεθεί ότι υπάρχει σε κάποιες ψυχικές νόσους, καθώς και τα ψυχοτρόπα φάρμακα.
Συμπερασματικά, φαίνεται να υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ ψυχικής υγείας και νόσησης από Covid-19: τα άτομα που νοσούν από Covid-19 κινδυνεύουν να εμφανίσουν εκδηλώσεις από την ψυχική σφαίρα, και τα άτομα με προϋπάρχοντα ψυχικά νοσήματα είναι πιο ευάλωτα να νοσήσουν από Covid-19. Αν και οι μελέτες ως τώρα είναι προκαταρκτικές, τα ευρήματά τους φαίνεται να είναι σημαντικά για το σχεδιασμό των κλινικών υπηρεσιών στο μέλλον. Περισσότερες και προοπτικές μελέτες είναι όμως απαραίτητες για την πληρέστερη και πιο μακροχρόνια μελέτη της σχέσης αυτής.
*Η μελέτη παρουσιάζεται στο Newsletter της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης
Φωτογραφία: engin akyurt