Γράφει ο Δρ. Αλέξανδρος Παπαχατζής, Καθηγητής “Δενδροκομίας” στη “Τεχνολόγων Γεωπόνων” του Τ.Ε.Ι Θεσσαλίας
Στη λογική της «εκμηχάνισης» της δενδροκομίας και του χαμηλού κοστολογίου, βρίσκεται πλέον και η ελαιοκαλλιέργεια. Έτσι, πριν από 25 και πλέον χρόνια (το 1988), ο Ισπανικός φυτωριακός κολοσσός Agromillora Iberia, σε συνεργασία με το ερευνητικό ίδρυμα IRTA, ξεκίνησαν την προσπάθεια για την απομόνωση κλώνων διαφόρων ποικιλιών ελιάς, που είναι σε θέση να ενταχθούν σε υπέρπυκνα συστήματα φύτευσης.
Παράλληλα δοκιμάστηκαν διάφορες πυκνότητες φύτευσης και σχήματα μόρφωσης των δέντρων, ώστε να εντοπιστούν όλες εκείνες οι παράμετροι, που προσφέρουν υψηλή ποιότητα λαδιού, χαμηλή σκίαση των δέντρων, μακροσκελή βιωσιμότητα κι επιτυχημένη μηχανοποίηση.
Σήμερα το υπέρπυκνο γραμμικό σύστημα της ελιάς, μετά από 20 χρόνια επιτυχούς δοκιμαστικής πορείας στην Ισπανία, έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις παγκοσμίως, με εγκαταστάσεις χιλιάδων στρεμμάτων σε περιοχές όπως η Καλιφόρνια των ΗΠΑ (εικόνα 1), στη Χιλή, το Μαρόκο, την Τυνησία, την Αυστραλία κά.
Εικόνα 1. Αεροφωτογραφία του California Olive Oil Ranch, εκτάσεως 8.000 στρεμμάτων.
Στη χώρα μας, οι πρώτες εγκαταστάσεις του συστήματος ξεκίνησαν πριν από 8 χρόνια, ενώ εδώ και 5 χρόνια πραγματοποιήθηκαν και οι πρώτες μηχανοποιημένες συγκομιδές.
Μάλιστα, στη συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνικών Υπέρπυκνων Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων της ελιάς, έχει εγκατασταθεί η Ελληνική ποικιλία Κορωνέικη και συγκεκριμένα ο μοναδικός κατάλληλος για Υπέρπυκνα γραμμικά συστήματα, κλώνος I-38 (εικόνα 2), παρουσιάζοντας άριστη προσαρμογή σ’ αυτά τα συστήματα, ενώ πιο κατάλληλη για τις κεντρικές και βόρειες περιοχές της χώρας μας (όπως η Θεσσαλία) θεωρείται η με την μεγαλύτερη αντοχή σε χαμηλές θερμοκρασίες, κλωνική επιλογή Arbequina i-18.
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι όλες οι παραπάνω κλωνικές επιλογές είναι πλήρως πατενταρισμένες και με δικαίωμα χρήσης μόνο από τους αποκλειστικούς συνεργάτες της Agromillora Iberia σ’ όλο τον κόσμο και είναι κατανοητό ότι δημιουργήθηκαν αποκλειστικά για χρήση και ιδανική προσαρμογή στις ιδιαιτερότητες του Υπέρπυκνου Συστήματος.
Εικόνα 2. Κορωνέικη Ι-38 στο φυτώριο της Agromillora Iberia.
Από το 2006 που ξεκίνησαν οι πρώτες εγκαταστάσεις, πολλά έχουν γραφεί για το υπέρπυκνο σύστημα ελαιοκαλλιέργειας, ορισμένα εκ των οποίων είναι ανακριβή και προκαλούν σύγχυση στο ευρύτερο κοινό αλλά και στους εμπλεκόμενους με το ελαιόλαδο.
Στην προσπάθειά μου να αποσαφηνίσω πολλά θολά σημεία του συστήματος, ταξίδεψα στην πηγή προέλευσής του, δηλαδή την Ισπανία (στην Agromillora, στο ινστιτούτο ερευνών I.R.T.A., και στο κτήμα La Boella) (εικόνα 3), καθώς και στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ (στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια και στο California Olive Oil Ranch), όπως επίσης και στην Αυστραλία (περιοχή της Victoria), καθώς και προσφάτως στη Χιλή, προκειμένου να παρατηρήσω από κοντά εκμεταλλεύσεις σε όλα τα στάδια ανάπτυξής τους, δηλαδή από 1–2 ετών έως και 18 ετών.
Εικόνα 3. Κτήμα La Boella, 17 ετών το 2009 (σήμερα 23 ετών), εκτάσεως 800 στρεμμάτων.
Εικόνα 4. Συσκευασία λαδιού Arbequina, του κτήματος La Boella.
Στα πλαίσια αυτής της αναζήτησης, έγινε καταγραφή όλων των καλλιεργητικών παραμέτρων και της υφιστάμενης κατάστασης των ελαιώνων, ενώ δείγματα ελαιόλαδων (εικόνα 4) πάρθηκαν και αναλύθηκαν σε διαπιστευμένα εργαστήρια, προκειμένου να προσδιοριστούν πλήρως τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά.
Προσπαθώντας επομένως να διαφωτίσω τα θολά σημεία των όσων έχουν γραφεί, με βάση την παραπάνω προσωπική έρευνα, παραθέτω τα στοιχεία όπως ακριβώς καταγράφηκαν.
Διεθνής Πραγματικότητα
Όπως διαπιστώθηκε τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα, η παραγωγή που μπορεί να μαζευτεί μηχανικά, ξεκινά από το τρίτο έτος και ορισμένες φορές ακόμα και από τα 2,5 έτη ενώ προσεγγίζει από το 60–100% της ετήσιας μέσης παραγωγής (εικόνα 5) που είναι για τους πλήρως ανεπτυγμένους ελαιώνες στα (180–220 λίτρα λαδιού/στρέμμα).
Στην πραγματικότητα ξεκινάμε να παίρνουμε την πρώτη μας σοδειά, που αναγκαστικά μαζεύουμε χειρονακτικά, μιας και τα δέντρα μας είναι ακόμη μικρά και υπό διαμόρφωση, στο δεύτερο μόλις έτος (εικόνα 6).
Η παραγωγή μέχρι σήμερα παραμένει σταθερή για τουλάχιστον 18 έτη και δείχνει ότι για άλλα 5 χρόνια θα συνεχίσει, ενώ με τις ανοιξιάτικες επεμβάσεις(κλαδοκαθαρίσματα, με 1 ημερομίσθιο/4 στρέμματα/έτος), δεν παρουσιάζεται διαταραχή της κόμης των δέντρων.
Από πλευράς ποιότητας, τα ελαιόλαδα που αναλύθηκαν ήταν άριστα, πολλά εκ των οποίων έχουν διεθνή βραβεία (ποικιλίας Arbequina i-18 και χαρμάνια Arbequina i-18 με Κορωνέικη i-38 του κτήματος La Boella).
Εικόνα 5. Ποικιλία Κορωνέικη i-38, ηλικίας 3 ετών με παραγωγή 1.700 κιλά καρπού/στρέμμα.
Εικόνα 6. Ανθισμένη Arbequina i-18, ηλικίας 1,5 ετών – Κρανώνας Λάρισας, Παραγωγός Αλεξούλης Ι.
Bέβαια θα πρέπει να επισημάνουμε ότι όπως υποστηρίζουν διάφοροι κατακριτές του Υπέρπυκνου Συστήματος (κυρίως έλληνες φυτωριούχοι που δεν διαθέτουν αυτούς τους πατενταρισμένους κλώνους και φυσικά την απαραίτητη τεχνογνωσία) η παραγωγική του ζωή είναι 10 χρόνια και ότι μετά το 10o έτος απαιτείται κλάδευμα ανανέωσης, με Cut Down (κλάδεμα επαναφοράς) των δέντρων εξαιτίας του υψηλού συνωστισμού τους.
Αυτό κατά κάποιο τρόπο είναι σωστό αλλά μόνο όπου δεν φυτεύτηκαν οι σωστοί κλώνοι των ποικιλιών που προσαρμόζονται για διαμόρφωση στο υπέρπυκνο σύστημα.
Επιπρόσθετα, το πρόβλημα του συνωστισμού, από την διεθνή εμπειρία μέχρι σήμερα δεν έχει παρατηρηθεί. Εξαίρεση αποτελούν ελάχιστοι ελαιώνες οι οποίοι εξ αρχής δεν ακολούθησαν την ενδεδειγμένη διαμόρφωση σε κεντρικό άξονα ή χρησιμοποίησαν ακατάλληλες ποικιλίες, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν φαινόμενα συνωστισμού.
Διάρκεια Ζωής
Υποστηρίζουν διάφοροι που όχι μόνο δεν έχουν ασχοληθεί με το Υπέρπυκνο Σύστημα, αλλά ούτε καν έχουν μπει μέσα σε Ελαιώνα φυτεμένο με αυτό το σύστημα, ότι μετά το 10ο έτος απαιτείται κλάδευμα ανανέωσης (κλάδεμα επαναφοράς) των δέντρων εξαιτίας του υψηλού συνωστισμού τους.
Εν μέρει είναι σωστό αλλά μόνο όπου δεν φυτευτήκαν οι σωστοί κλώνοι των ποικιλιών που προσαρμόζονται για διαμόρφωση στο υπέρπυκνο σύστημα.
Είναι σαν να προσπαθούμε να κάνουμε έναν «Οπωρώνα Πυκνής Φύτευσης Μηλιάς» χρησιμοποιώντας «σπορόφυτα» υποκείμενα και όχι «κλωνικά» νάνα ή μειωμένης ανάπτυξης.
Γι’ αυτό, προσοχή κατά την εγκατάσταση και επιλογή του κατάλληλου πολλαπλασιαστικού υλικού και καλούμε τους παραγωγούς να επιλέγουν το επίσημο πολλαπλασιαστικό υλικό με το μπλε καρτελάκι φυτοϋγειονομικού διαβατηρίου, πουπιστοποιεί τους κλώνους και την καθαρότητα από ασθένειες των φυτών.
Έτσι στα ορθά διαμορφωμένα κτήματα, η εμπειρία δείχνει πως μετά τα 20 έτη θα απαιτηθεί ανανέωση, με κλάδεμα επαναφοράς του ελαιώνα και όχι πριν.
Βέβαια η παραγωγική ζωή του ελαιώνα μας δεν σταματάει εδώ, αλλά μ’ αυτό το κλάδεμα επαναφοράς που γίνεται, δημιουργούμε καινούργιο κορμό αλλά με ένα ριζικό σύστημα ήδη πλήρως ανεπτυγμένο, το οποίο θα μας οδηγήσει πάλι το δένδρο μας σε καρποφορία άμεσα μέσα σε 2 με 3 χρόνια.
Άλλωστε ήδη πολλά κτήματα που επισκέφθηκα έχουν ξεπεράσει το 10ο έτος και παράγουν σταθερά χωρίς κανένα πρόβλημα.
Επομένως αυτό ισχύει μόνο για τα κτήματα που οι παραγωγοί τους διαμόρφωσαν τα δέντρα σε ελεύθερο σχήμα και χρησιμοποίησαν δέντρα που δεν ανήκουν στους κατάλληλους κλώνους.
Άλλωστε το παρακάτω παράδειγμα που συνάντησα από κοντά, με έβγαλαν από οποιαδήποτε αμφιβολία: Κτήμα La Boella, Περιοχή Ταραγόνα Ισπανίας, 400 στρέμματα, ηλικίας 16 ετών, με μέση παραγωγή 1,1 τόνους/στρέμμα Arbequina i-18 και περίπου ίδια παραγωγή Κορωνέικη i-38.
Στο ίδιο κτήμα υπάρχουν περίπου άλλα τόσα στρέμματα νεαρότερης ηλικίας.
Μία Φιλοπεριβαλλοντική Καλλιέργεια
-
Όσον αφορά το νερό:
Ενδεχομένως, σε σύγκριση με το μη αρδευόμενο – ξερικό σύστημα καλλιέργειας, μπορεί να απαιτεί υψηλότερες εισροές. Όμως το νέο σύστημα απαιτεί μόνο 132 m3 νερού/στρέμμα/έτος, δηλαδή 6-7 φορές λιγότερο από το βαμβάκι (στάγδην) και 9–11 φορές λιγότερο από το καλαμπόκι.
Επομένως η ελιά στο υπερεντατικό σύστημα δεν είναι υδροβόρα καλλιέργεια, αλλά μιας πρώτης τάξεως λύση για οικολογική, αειφόρο και πράσινη ανάπτυξη.
Επίσης, το αν είναι υδροβόρα ή όχι, είναι θέμα σχετικό κι εξαρτάται άμεσα από την περιοχή που θα εγκατασταθεί και στη θέση ποιας καλλιέργειας θα εγκατασταθεί.
Στην περίπτωση της Θεσσαλίας σίγουρα θα ωφελήσει ως και 60–70 % στην οικονομία του νερού, παρά θα επιβαρύνει.
-
Όσον αφορά τις απαιτούμενες μονάδες λίπανσης:
Το σύστημα απαιτεί:
– Άζωτο (Ν): 11,7 Kgr/στρέμμα/έτος.
– Φώσφορος (P): 2-5 Kgr/στρέμμα/έτος.
– Κάλιο (Κ): 15 Kgr/στρέμμα/2 έτη.
Επομένως οι απαιτήσεις σε άζωτο ανέρχονται στο 35% των απαιτήσεων του καλαμποκιού και περίπου στο 45% των απαιτήσεων της βαμβακοκαλλιέργειας.
Επιπρόσθετα, επειδή δεν χρησιμοποιούνται κοκκώδη λιπάσματα, η σωστή διαχείριση του θρεπτικού και υδατικού δυναμικού δεν οδηγεί σε μόλυνση των υδάτων (νιτρορύπανση).
Αντικατάσταση Εκτατικών Καλλιεργειών
Το νέο σύστημα μπορεί κάλλιστα να αντικαταστήσει «εκτατικές καλλιέργειες», σε ένα σχεδιασμό «αναδιάρθρωσης» καλλιεργειών, επειδή είναι πολύ πιο φιλικό για το περιβάλλον και ειδικά τώρα, που το μέλλον των γεωργικών επιδοτήσεων από την ΕΕ είναι αβέβαιο και χλωμό και που πλέον χρηματοδοτεί κυρίως τις δενδρώδεις καλλιέργειες.
Εφόσον πλέον μιλάμε για πλήρη και ταχύτατη μηχανοσυγκομιδή με ταχύτητα τα 5 στρέμματα ανά ώρα (ή με άλλα λόγια περί τα 1.000 ελαιόδεντρα ανά ώρα) και συγκομιζόμενη ποσότητα περί τους 6 τόνους ανά ώρα (εικόνες 7 & 8), αυτό σημαίνειπλήρως εκμηχανοποιημένη εκτατική καλλιέργεια.
Εξίσου σημαντικό είναι και το γεγονός ότι λόγω του μεγάλου όγκου της συγκομιδής, μπορούμε μέσα σε μία ώρα από τη συγκομιδή του ελαιοκάρπου να τον οδηγήσουμε άμεσα στο ελαιοτριβείο και να μετατραπεί σε ελαιόλαδο, του οποίου η οξύτητα παραμένει χαμηλότατη, κάτω ακόμη και από 0,3, πιάνοντας τις έξτρα ανώτατες τιμές στην αγορά (εικόνα 9).
Εν αντιθέσει βέβαια με τα παραδοσιακά συστήματα, όπου παραμένει ο ελαιόκαρπος μέσα σε κλούβες ή σε σακιά (για καμιά εβδομάδα), -με όλα τα προβλήματα που προκύπτουν «ανάματος» και υποβάθμισης της ποιότητας- περιμένοντας να συγκομίσουμε αρκετή ποσότητα ώστε να γεμίσουμε έστω και ένα αγροτικό αυτοκίνητο για να πάμε στο ελαιοτριβείο.
Αν υπολογίσουμε και το 1 ημερομίσθιο που απαιτεί ανά 4 στρέμματα και ανά έτος, τότε σίγουρα μπορεί να αντικαταστήσει όλες τις προβληματικές, υδροβόρες και γενικά ασύμφορες καλλιέργειες όπως του βαμβακιού, καλαμποκιού, βιομηχανικής τομάτας, κ.ά.
Και πέρα από την ευκολία στην εκμηχάνισή του, προσφέρει και συγκριτικά υψηλότερη πρόσοδο ανά στρέμμα από τις προαναφερθείσες καλλιέργειες.
Ας αναλογιστούμε άλλωστε ποιος μαζεύει σήμερα βαμβάκια ή βιομηχανική τομάτα με τα χέρια. Απολύτως κανείς. Όλοι τους χρησιμοποιούν μηχανοσυγκομιδή, οι δε νεώτερες γενιές ούτε καν έχουν δει ή μπορούν να φανταστούν πώς γινόταν η χειροσυλλογή.
Σε ειδική έρευνα (2009) του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια για την τρέχουσα κατάσταση των δεκαετών πλέον ελαιώνων πυκνής γραμμικής ελαιοκαλλιέργειας της Καλιφόρνια, μεταξύ των άλλων οι παραγωγοί που καλλιεργούν το σύστημα ιεραρχώντας τους λόγους για τους οποίους επέλεξαν την εγκατάσταση του συστήματος ανέφεραν:
(α) Το 68% επειδή προσφέρει πολύ ικανοποιητικό εισόδημα
(β) Το 14% για τα οφέλη της ενίσχυσης της βιοποικιλότητας
(γ) Το 9% για το χαμηλό κόστος παραγωγής
(δ) Το 5% για τις μειωμένες απαιτήσεις νερού
(ε) Για διάφορους λόγους το υπόλοιπο 5%
Εικόνες 7 & 8. Μηχανή Συγκομιδής Ελαιοκάρπου, δυναμικότητας 5 στρεμμάτων την ώρα (1.000 φυτά) ή 6 τόνων καρπού/ώρα.
Εικόνα 9. Άδειασμα των κάδων της μηχανής συγκομιδής σε φορτηγό για την μεταφορά στο ελαιοτριβείο.
Αρχικό Κόστος Εγκατάστασης και Συντήρησης
Ένα μειονέκτημα που μπορούμε να προσάψουμε σ’ αυτό το σύστημα, ίσως το μοναδικό, είναι το αρχικό κόστος εγκατάστασης που είναι για τα σημερινά οικονομικά δεδομένα των αγροτών και για το χρηματοδοτικό σύστημα, υψηλό.
Βέβαια οι αριθμοί είναι πάντα σχετικοί. Για έναν κοινό παραγωγό, χωρίς άμεση πρόσβαση στη λιανική αγορά του λαδιού, η απόσβεση (η επιστροφή της επένδυσης) του συστήματος πραγματοποιείται στα 5 χρόνια (με 2,5 ευρώ αξία λαδιού/κιλό).
Στις καθετοποιημένες επιχειρήσεις (πχ California Olive Oil Ranch, La Boella), η απόσβεση της επένδυσης έρχεται από το 3ο έτος, εξαιτίας της άμεσης πρόσβασης στη λιανική αγορά του λαδιού (11,5 $/λίτρο).
Επομένως το σύστημα αυτό απευθύνεται κυρίως σε εταιρείες ή συνεταιριστικές οργανώσεις που βρίσκονται στον χώρο του λαδιού ή σε παραγωγούς (με την μορφή όμως των Ομάδων Παραγωγών) που επενδύουν στο λάδι με βάση την καθετοποίηση προς την παραγωγή.
Γι’ αυτό το λόγο παρατηρούμε την ύπαρξη επενδυτικών και τραπεζικών Funds (κεφαλαίων) που έχουν ήδη διεισδύσει στον χώρο του λαδιού τόσο παγκοσμίως όσο πλέον και στην Ελλάδα και που ενδιαφέρονται για την εγκατάσταση χιλιάδων στρεμμάτων ελαιώνων με το Υπέρπυκνο Σύστημα.
Με εξαίρεση το αρχικό κόστος εγκατάστασης που μπορεί να θεωρηθεί υψηλό, το κόστος για τη διατήρηση κατ’ αρχάς της κόμης και του κατάλληλου σχήματος των δένδρων, ανέρχεται μόλις σε 1 ημερομίσθιο/4 στρέμματα/έτος.
Επίσης οι ανάγκες σε φυτοπροστασία και θρέψη, μετά το 3ο έτος ανέρχονται παγκοσμίως σε μία με τρεις εφαρμογές με χαλκούχα σκευάσματα, ενώ στην χώρα μας1–2 εφαρμογές με δηλητήριο για την μαργαρόνια και 0–1 περίπου για το δάκο.
Η ζιζανιοκτονία πραγματοποιείται με καταστροφείς, ακόμα και κοντά στις γραμμές φύτευσης.
Βέβαια αυτό το σύστημα ενδείκνυται πολύ περισσότερο απ’ ότι το παραδοσιακό σύστημα και για Βιολογική καλλιέργεια.
Ανέκαθεν η ελαιοκαλλιέργεια θεωρούνταν σαν «τεμπελοκαλλιέργεια» ακόμη και σαν δευτερογενές εισόδημα που μπορούσαν να έχουν και οι «δημόσιοι υπάλληλοι».
Πολύ περισσότερο σήμερα που είναι πλέον πλήρως εκμηχανοποιημένη και προπαντός η συγκομιδή της που ήταν το μεγάλο και ασύμφορο έξοδο. Όλα αυτά περιορίζουν το κόστος του ελαιολάδου, μετά το 3ο έτος, σε λιγότερο από 0,7 ευρώ/λίτρο. Αντίθετα, στο παραδοσιακό σύστημα, το κόστος ανέρχεται στα 1,9–2,0 ευρώ/κιλό, σε όλες τις χώρες του λαδιού και κυρίως στην Ελλάδα, όπου το ημερομίσθιο συγκομιδής έφτασε φέτος τα 40–50 ευρώ.
Συμπεράσματα
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η νέα μορφή της ελαιοκαλλιέργειας μετά από 3.500 χρόνια παραδοσιακής καλλιέργειας, ήρθε πλέον και στην Ελλάδα.
Αν θέλουμε να παραμείνουμε στην τρίτη θέση παγκοσμίως σε παραγωγή ελαιολάδου και να κρατήσουμε τις διεθνείς αγορές μας, θα πρέπει να ανταγωνιστούμε τις διεθνείς τιμές του ελαιολάδου, ρίχνοντας το κόστος ενώ παράλληλα κρατάμε την ποιότητα που παράγει η χώρα μας.
Αυτό θα γίνει μόνο με τη δραστική μείωση του κόστους της παραγωγής, που επιτυγχάνεται μόνο με το σωστά φυτεμένο, με τις κατάλληλες ποικιλίες και το σωστά διαμορφωμένο Υπέρπυκνο Σύστημα ελαιοκαλλιέργειας.
Εκ των πραγμάτων φαίνεται ότι δεν μπορεί να καλλιεργηθεί στις ορεινές και ίσως στις ημιορεινές περιοχές της χώρας μας, όπου μέχρι σήμερα είναι η παραδοσιακή ελαιοκαλλιέργεια (Πελλοπόνησος, Κρήτη, Νησιά, κλπ.), κυρίως εξαιτίας της αδυναμίας χρήσης της μηχανής για τη συγκομιδή, παρά μόνο στις πεδινές εκτάσεις και σε πλαγιές με κλίση έως και 15 με 20 μοίρες
Έτσι η ελαιοκαλλιέργεια μετατρέπεται πλέον σε «Εκτατικό» σύστημα.
Αναγνωρίζουμε βέβαια ότι θα δημιουργηθεί κοινωνικό πρόβλημα σ’ αυτές τις περιοχές, αλλά μην ξεχνάμε ότι ήδη παρουσιάστηκε αυτό το πρόβλημα με τις μειωμένες διεθνείς τιμές του ελαιολάδου τα τελευταία πέντε χρόνια, με εξαίρεση τη φετινή χρονιά 2014/15.
Βέβαια το θετικό είναι ότι μειώνεται το χάσμα της τιμής με τα σπορέλαια, ώστε να μπορέσουν όλοι να καταναλώσουν φθηνό και ποιοτικό ελαιόλαδο.
Εδώ βέβαια θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι αυτό το σύστημα δεν εφαρμόζεται για τις επιτραπέζιες ελιές, όπου παραμένουν οι παραδοσιακοί τρόποι συγκομιδής. Παράλληλα, το κοστολόγιο του λαδιού από το νέο σύστημα, αγγίζει μόλις το 0,6 με 0,7 €/λίτρο, δίνοντας έτσι περιθώρια για τιμές τυποποιημένου ελαιολάδου σε γυάλινες συσκευασίες του λίτρου στα 2,5 ή ακόμα και τα 2 €/λίτρο, «πιέζοντας» έτσι σε σημαντικό βαθμό ακόμα και τις μεγάλες εταιρείες τυποποίησης (εκτός και αν αυτές καθετοποιηθούν προς την παραγωγή).
Αρκετές δε, Διευθύνσεις Αγροτικής Ανάπτυξης και Συνεταιρισμοί, των πεδινών κυρίως νομών, σκέφτονται να το εντάξουν στα προγράμματα αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών τους.
Ανακεφαλαιώνοντας, αυτό που θα ήθελα να πω, είναι ότι όποια εγκατάσταση Υπέρπυκνου Συστήματος γίνει, θέλει μεγάλη προσοχή, ξεκινώντας από την επιλογή των καταλλήλων κλωνικών ποικιλιών και της σωστής διαμόρφωσης των δένδρων.
Μιας και το αρχικό κόστος εγκατάστασης είναι μεγάλο (βέβαια και η απόσβεση είναι γρήγορη, και γίνεται συνήθως στο 5ο-6ο έτος), δεν συγχωρεί λάθη, που ξεκινούν κυρίως από την εγκατάστασή του, ούτε υπάρχει περιθώριο για «ερασιτεχνισμούς» και «πειραματισμούς», κυρίως από τους διάφορους «αλεξιπτωτιστές» (καιροσκόπους) που εμφανίζονται σε κάθε τι καινούργιο, αποσκοπώντας μόνο στο κέρδος.
Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι αυτό το σύστημα, είναι ένα σύστημα καλλιέργειας «υψηλής τεχνολογίας» που πρέπει να γίνεται κάτω από την εποπτεία και παρακολούθηση εξειδικευμένων γεωπόνων.
Το εργαστήριο «Δενδροκομίας» του ΤΕΙ Θεσσαλίας και ο γράφων, σαν Διευθυντής του, είμαστε οι «Επιστημονικά Υπεύθυνοι» για την εγκατάσταση και ανάπτυξη αυτού του Συστήματος για την Ελλάδα.
Ήδη με τις 5–6 κατάλληλες ποικιλίες κλώνους και υβρίδια που κυκλοφορούν, έχουμε ένα ευρύ φάσμα περιοχών και κλιματικών συνθηκών σ’ όλη την ελληνική επικράτεια, όπου μπορεί να ευδοκιμήσει αυτό το σύστημα, ακόμη και σε συνθήκες με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και παγωνιές, όπως στη βόρεια Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο δε, ότι έχει ήδη εκδηλωθεί ενδιαφέρον και από την πλευρά της Αλβανίας και Κροατίας που βρέχονται από την Αδριατική.
Χωρίς να θέλω να είμαι τοπικιστής, οφείλω να ομολογήσω ότι τόσο οι Κρητικοί όσο και οι Πελλοπονήσιοι και οι νησιώτες, αυτή τη στιγμή μας κάνουν ένα πολυτιμότατο δώρο και μάλιστα χωρίς τη θέλησή τους, μας παραδίδουν αναγκαστικά τη σχεδόν αποκλειστικότητα για αιώνες της ελαιοπαραγωγής τους.
Ο λόγος βέβαια δεν είναι ότι σκέφτονται να ασχοληθούν με κάποια άλλη πιο προσοδοφόρα καλλιέργεια. Απλά με μολύβι και χαρτί το κόστος καλλιέργειας και συγκομιδής για την παραγωγή του λαδιού με τον παραδοσιακό μέχρι σήμερα τρόπο είναι ασύμφορο, ξεπερνώντας και αυτήν την τιμή πώλησής του.
Πολλοί είναι οι καλλιεργητές σ’ αυτές τις περιοχές που πλέον τους είναι ασύμφορο να μαζέψουν από τους ελαιώνες τους ακόμη και το λάδι του σπιτιού τους.
Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι μέσα στα επόμενα 10 χρόνια όλη η ελαιοπαραγωγή της Ελλάδας θα γίνεται από την Αθήνα και πάνω προς τη βόρεια Ελλάδα με επίκεντρο κυρίως τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία και την Μακεδονία και αυτό λόγω του ότι εδώ υπάρχουν οι απέραντες εκτάσεις του κάμπου που χρειάζεται για να επεκταθεί το Υπέρπυκνο Σύστημα φύτευσης των Ελαιώνων.
Τελειώνοντας θα ήθελα να πω, ας μην απεμπολήσουμε ένα ακόμη εθνικό προϊόν, όπως αυτό του λαδιού, κι ας προσαρμοστούμε άμεσα στις καινούργιες τεχνολογίες καλλιέργειάς του, ώστε να καταστεί και πάλι ανταγωνιστικό, προσοδοφόρο και πηγή εθνικού πλούτου.
Βιβλιογραφία
1. Papachatzis A., Arvanitis T., 2011. An economic assessment of super high density planting system of olive trees in Greece. 2nd Balkan Symposium on Fruit Growing. September 5-7, 2011. Acta Horticulturae
2. Papachatzis A., Kalorizou H., Arvanitis T., Gougoulias N., Vagelas I., Kakogiannos C., 2011. Super high density (SHD) olive growing system in Greece: Quantity and quality assessment. International Conference for Olive Tree and Olive Products (OLIVEBIOTEQ 2011), October 31st – November 4th, 2011, Chania, Crete, Greece.
3. Papachatzis A., 2009. “A new Horticultural Challenge, the Super Intensive Olive System”, Annals of the VI Iranian Horticultural Science Congress, Annals of the Faculty of Agricultural Science, University of Guilan, Rasht, I. R. Iran.
4. Papachatzis A., Arvanitis Th., Vagelas I., 2009. A review of the new olive tree “super- intensive plantation system”, worldwide. Symposium of “Sustainable Horticulture – Priorities and Perspectives”, University of Craiova, Faculty of Horticulture, Annals of the University of Craiova, Vol. XIV (XLX), p. 13-16.
5. Παπαχατζής Α., 2010. Υπέρπυκνο Γραμμικό Σύστημα ελαιοκαλλιέργειας: Μύθοι και πραγματικότητα. Γεωργία- Κτηνοτροφία, 4: 30-35.
6. Παπαχατζής Α., 2010. Η καλλιέργεια της ελιάς στον 21ο αιώνα. Αγρόκτημα, 72: 28-30.
7. www.olint.com, www.geolivo.gr, www.agripro.gr