13.8 C
Chania
Sunday, November 24, 2024

Αύρα ανθρώπου….

Ημερομηνία:

Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος-Συγγραφέας

…Χαμένος στο μονόδρομό του ο νεαρός διαβάτης, είχε το φλόγιστρο στην άγουρη ματιά του οδηγό και δίψα που εκίναγε απ’τα μεσόψυχα, να καταχτήσει ολάκερο τον κόσμο…

….Διάβηκε κάμπους και βουνά, κατέβηκε κοιλάδες, πέταξε πάνω από θάλασσες μα και στεριές, είδε σαν υποπόδιο την οικουμένη, δεν έμενε, παρά ν’απλώσει χέρι να την πιάσει. Του ήταν τόσο εύκολο σαν του φαινόταν το βασίλειο μικρό, σαν βρήκε όχι δύσκολα μια αρεστή δουλειά και άρχισε το χρήμα της να ρέει και να γιομίζει πλέρια πιότερο την ψυχή, παρά της καθημερινότητας τα χρειαζούμενα. Δεν δυσκολεύτηκε να βρει και ταίρι της καρδιάς (κι όχι μονάχα μια φορά σαν ήταν εύκολα τα ήθη του καιρού), βρήκε και η σπορά του γόνιμη μήτρα να καρπίσει και μιά και δυό βγήκαν οι φύτρες λεύτερες εις το κατόπι του, στο πρόσωπο της θυγατέρας και του γιου…

…Ακούραστος ο διαβατάρης εμέτραγε τις καταχτήσεις του και’νοιωθε εις τα τρίσβαθα της ανθρωπίσιας ύπαρξης μια ευχαρίστηση ατέλειωτη όσο και ανυπόμονη κι ακόρεστη…Γιατί δεν ήταν αρκετά τα όσα είχε…Ήθελε κι άλλα…κι άλλα…κι άλλα…Τα απόχτησε.. Μα ήταν τόσο λίγα, καθώς η έννοια του «λίγου» είναι σχετική, μα και καθώς παράμενε η γης ολάκερη σχεδόν σε ξένα χέρια, μα και καθώς ο οφθαλμός ο σιαμαίος με το νου παράμενε ακόρεστος στης άπατης της τσέπης τα προστάγματα και στης γαστέρας αλλά και στου υπογάστριού του τα κελεύσματα!!!   Όμως, κι αν ήταν πλήρης από του Μαμμωνά τις αρετές, ήταν φτωχός από τις άλλες ανθρωπίσιες που αριθμούν αισθήματα και συναισθήματα στο νου τον ισορροπημένο. Γυμνός ολότελα από αγάπη και συμπόνια, αλτρουισμό και καλοσύνη. Όλα ετούτα (αισθήματα και συναισθήματα), τα θεωρούσε περίσσιες έννοιες στη σκέψη τη χρυσόπλουμη που γιόμιζε τις έλικες του εγκεφάλου. Για κείνο το φτωχό τυφλό γεράκο (για παράδειγμα) εις τη γωνιά του διπλανού του δρόμου, ένοιωθε πλέρια την αποστροφή, σαν έβλεπε ν’απλώνει ικετευτικά τη ροζιασμένη απαλάμη στο έλεος της μιας δεκάρας…Ποτές δεν καταδέχτηκε να σταματήσει….Τι σχέση άραγε είχε αυτός με δαύτον;

…Σαν άκουγε τις λίγες Κυριακές που διάβηκε τη θύρα του Ναού εκείνη τη Χριστόλαλη παραβολή για κάποιον (άκουσον!) «άφρονα…πλούσιο», παράβλεπε τα θεία λόγια, καθώς…δεν είχανε γραφτεί για κείνον (εκείνος δα, δεν είχε τότες γεννηθεί) και δεν χαράμιζε (κατά που το συνήθιζε να ομολογεί) το χρόνο τον πολύτιμο σε ακροάσματα όπου δεν τα συνόδευε χρυσοκουδούνισμα, σαν του συνέβαινε εις τα Χρηματιστήρια και στα Καζίνα.

…Κι έτσι περνούσε ο καιρός…Δεν έχανε κανένα προσκλητήριο απ’τα λογής-λογής σαλόνια και πλούσιες συναναστροφές που κι εκείνος, ας το ομολογήσουμε, τα ανταπέδιδε το ίδιο πλουσιοπάροχα κι απλόχερα. Κι ως ήταν φυσικό, δεν τόλμαγε κανείς να κρούσει τ’αρχοντικού του τη χρυσόθυρα, ακάλεστος…..

…Κι όμως, να που εδιάβηκαν τη θύρα τούτη, δύο ακάλεστοι, απρόσμενοι όσο κι ανεπιθύμητοι διαβάτες:

Ο ένας ήταν μαυροφορεμένος από την κορυφή μέχρι τα νύχια, αγέλαστος, βαρύς, αγριωπός. Διάβηκε θαρρετά το μαρμαρόντυστο πλατύσκαλο κι έγνεψε πρώτα εις το γιο, κατόπιν στη μονάκριβη τη θυγατέρα τ’άρχοντα. Τα δυο παιδιά τον ακολούθησαν ευθύς, μα με τον τρόμο στα νεανικά τους μάτια και χώθηκαν σε μαύρη άμαξα που τα περίμενε εις την απλόχωρη αυλή. Κίνησε κείνη, εχάθηκε στη πρώτη τη γωνιά, και άρχισαν ένα μονόδρομο όσο κι ατέλειωτο ταξίδι στη λεωφόρο της αιωνιότητας!….`Εμεινε μόνος του ο άρχοντας, ο «εν δυνάμει» σίγουρος καταχτητής του κόσμου…. Για πρώτη του φορά και ειλικρινά, έκλαψε…Για πρώτη του φορά, ένοιωσε μόνος! Και τι παράξενο! Δεν γλύκαινε την παγωνιά της μοναξιάς, η τελευταία λέξη της τεχνολογίας που’δινε ζεστασιά απλόχερη στ’αρχοντικό του. Για πρώτη του φορά, έμεινε μόνος…ένοιωσε μόνος!…

…Ο δεύτερος κι ακάλεστος διαβάτης, ήλθε μια νύχτα στον ύπνο ή στον ξύπνιο του; Δεν ήταν σίγουρος. Το μόνο που θυμότανε με σιγουριά, ήταν πως τον περιποιότανε με ήρεμες κινήσεις σε μια φροντίδα αλλιώτικη, πρωτόγνωρη όσο κι ανεπιθύμητη, καθώς του αφαιρούσε τα μαλλιά, του έσκαβε το πρόσωπο σε αυλακιές βαθιές με τα γαμψά του δάχτυλα, του πίεζε τη μέση να κυρτώσει εκείνο το κυπαρισσόσχημό του το παράστημα. Παράξενα όλα ετούτα, τον ρώτησε, ποιος είναι, πώς είναι τ’όνομά του…

«Χρόνος!…» απάντησε κοφτά εκείνος κι έφυγε βιαστικά…

Σαν ξύπνησε εκείνο το πρωί ο άρχοντας, έτρεξε βιαστικά στον χρυσοπλούμιστο ολόσωμο καθρέφτη να δει αν όσα βίωσε ήταν αληθινά ή εφιάλτης…Τρόμαξε σαν αντίκρισε την όψη του αυλακωμένη με βαθιές ρυτίδες, σαν είδε το κορμί του κυρτωμένο, σαν είδε τα μαλλιά του (όσα του είχε αφήσει εκείνος ο παράξενος κι ακάλεστος διαβάτης) να είναι πιότερο άσπρα κι από χιόνι. Τραβήχτηκε με τρόμο τούτη η φιγούρα προς τα πίσω… Νόμισε πως αντίκρυ του στεκόταν ίδιο και απαράλλαχτο εκείνο το παράξενο το σκιάχτρο που’στηνε ο παππούς στ’ αμπέλι σ’άλλους καιρούς, για να τρομάζει τα αγριοπούλια.…

…Βγήκε απ’το αρχοντικό του…Μόνος!…Για δεύτερη φορά, ένοιωσε μόνος. Και τι παράξενο! Ο κόσμος που’θελε να καταχτήσει λες δεν τον χώραγε, λες και εστένεψε απότομα, λες κ’ήτανε μικρός για να χωρέσει την κυρτωμένη μα και χρονοφθαρμένη του θωριά!….Για πρώτη του φορά, ένοιωσε κι ένα σκίρτημα παράξενο εντός του, πρωτόγνωρο, που κι ο ίδιος το απόρησε…Του το προκάλεσε εκείνος ο τυφλός γεράκος στη γνώριμη γωνιά, με την τραγιάσκα του βαθιά στα μάτια, λες και ντρεπότανε να δουν το βλέμμα το σβησμένο οι διαβάτες καθώς τους άπλωνε τη ροζιασμένη απαλάμη και ζητιάνευε.

…..Πλησίασε ο άρχοντας. Για πρώτη του φορά, μίλησε στον τυφλό ζητιάνο. Απόρησε ο τυφλός σαν άκουσε μια άγνωστη έως τα σήμερα φωνή, να λέει:

«Τι θέλεις να σου δώσω γέρο; Ξέρεις, είμαι πολύ πλούσιος!…».

«Είσαι πλούσιος;…Δηλαδή τι έχεις;…», ερώτησε μ’ενδιαφέρον ο ζητιάνος.

– «Πολύ πλούσιος…`Εχω καράβια, ακίνητα, χρήμα που δεν μετριέται….`Εχω τα πάντα!…» απάντησε ο άρχοντας με κάποιο αδιόρατο εκνευρισμό, σαν ήταν ασυνήθιστο εις τη μεγαλοσύνη του ν’απολογιέται…

«Δεν έχεις τίποτα, σαν όλα τούτα θα τα αφήσεις πίσω σου να τα γλεντοκοπήσουν άλλοι, καθώς, τα σάβανα δεν έχουν τσέπες!…» του αντιγύρισε ο γεράκος που’ σκυψε το κεφάλι του και σιώπησε…

Ξερόβηξε ο άρχοντας, έκανε πως δεν αντιλήφτηκε το βαθύ νόημα των λεγομένων του ζητιάνου κι άρχισε να τα βάζει με τον εαυτό του που’δωσε σημασία μια φορά στον κουρελή…Ωστόσο, επέμεινε:

«Πες μου τι θα’θελες, και θα το έχεις…»…

Στο άκουσμα τούτης της φράσης ο γέροντας ξαφνιάστηκε, ετράβηξε ψηλά το γείσο της τραγιάσκας καθώς σήκωνε το κεφάλι και στύλωνε το βλέμμα το σβησμένο προς τη μεριά του συνομιλητή.

«Τι θα’θελα; Όχι πολλά από της τσέπης σου τ’απόθεμα….Δυο-τρεις δεκάρες έτσι να πορευτώ μονάχα σήμερα, γιατί για αύριο κάτι θα’χει φυλάξει ο Θεός για τον επαίτη. Μα κι όλο σου το βιος να μου χαρίσεις, νοιώθω το τέλος να’ρχεται. Τι να το κάνω; Μ’αν θέλεις πράγματι να σου την πω την πεθυμιά μου, θα σου την πω. Είναι εξάλλου η πεθυμιά η ανεκπλήρωτη ολάκερης ζωής. Γιατί να σου την κρύψω; Μα και σαν σου την πω, δεν θα μπορείς τίποτα να μου δώσεις….Δεν είσαι δα και ο Θεός!…»…έσπασε τη σιωπή του ο γεράκος, κι άρχισε να απαγγέλλει:

 «…Θα’θελα να’χα μάτια για να δω
τον κόσμο άραγες πώς είναι,
μιας κ’ήρθα απ’το σκοτάδι εις το φως
μα φως δεν είδα…

 Θα’θελα να μπορούσα να σε δω,
να ιδώ απ’των ματιών σου τη θυρίδα
τα μέσα της ψυχής
αν είναι καθαρά ή μιασμένα
αν είναι δίκαια ή δολερά.

 Θα’θελα να μπορούσα να διαβάσω
όσα είναι γραμμένα στη ματιά σου,
να δω αν είναι οίκτος ή αγάπη,
αλτρουϊσμός ή λύτρωση δική σου
σαν δίνεις μια δεκάρα στον επαίτη.

 Θα’θελα να’χα μάτια για να δω
τη δυστυχία που ακούω πως πλανάται,
κ’ ύστερα να μοιράσω τις δεκάρες
σε πιότερο δυστυχισμένους.

 Και να’χω τη σοφία να τους πείσω
πως μέτρο δυστυχίας δεν υπάρχει
σαν μπρος εις το σακάτη ζουν τυφλοί,
και μπρος εις τους τυφλούς, χολεριασμένοι.

 Θα’θελα να’χα μάτια για να δω
τα κόκαλα του πλούσιου, του επαίτη,
του παρακατιανού, του βασιλιά,
να δω τις διαφορές αναμετάξυ τους.

Θα’θελα να’χα μάτια για να δω
αν παίρνει τίποτα ο άνθρωπος στον τάφο
απ’όσα εσόδιαζε ολάκερη ζωή
δίκαια, άδικα και δεν το ψάχνω…»

Σιώπησε ο τυφλός…Σιώπησε κι ο άρχοντας…Για πρώτη του φορά, ένοιωσε ένα σκίρτημα εντός του…Αισθήματα; Πού ήταν τόσα χρόνια κουρνιασμένα; Πίσω από τις καταχτήσεις τις ανθρώπινες, τις ατελείωτες; Δεν του’χαν δώσει άλλη φορά σινιάλο ύπαρξης! Μα πιότερο τον ξάφνιασε εκείνη η ουράνια γαλήνη στην όψη του τυφλού επαίτη…

Απ’τα ερωτηματικά του τούτα, τον έκοψε ένα χλιμίντρισμα…Στράφηκε… Ήταν εκείνος ο κατάμαυρος ο καβαλάρης που είχε πάρει πριν από χρόνια τα παιδιά του. Του έγνεφε να πλησιάσει κατά’κει.

«Εσένα θέλει!…» είπε στον τυφλό ζητιάνο…

Εκείνος δεν απάντησε…Δεύτερο χλιμίντρισμα…Στράφηκε κατά’κει ξανά ο άρχοντας. Ο μαύρος καβαλάρης έγνεφε σ’εκείνον……

…`Ενας διαβάτης που παρακολουθούσε άναυδος εκείνες τις πρωτόγνωρες σκηνές, πλησίασε και κάθισε στο πλάι του γεράκου….`Εμεινε σιωπηλός καθώς τον περιεργαζόταν…`Εμεινε σκεφτικός καθώς τον κοίταζε….`Ομως τον κράτησε ώρα πολύ σιμά, κοντά του, η αύρα του ανθρώπου

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ