Δεν αποτελεί αδίκημα η μεταφορά ανθρώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας κατά τις επιταγές του διεθνούς δικαίου
«Ρουκέτα» ικανή να τινάξει στον αέρα όλες τις δικογραφίες που αφορούν παράνομες μεταφορές Σύρων μεταναστών στην Ελλάδα, εξαιτίας «τρύπας» στο νόμο, πέταξαν χθες ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, με την υποβολή αιτήματος άρνησης κατηγορίας, δύο έγκριτοι δικηγόροι της Δωδεκανήσου.
Το θέμα κρίνεται εξαιρετικά σοβαρό από νομικούς κύκλους, που χθες σχολίαζαν ότι απαιτείται άμεση νομοθετική ρύθμιση για τη διευθέτησή του.
Ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Κω κ. Παναγιώτης Αβρίθης και ο ποινικολόγος κ. Κώστας Ασλάνης, γνωμοδότησαν συγκεκριμένα ότι δεν αποτελεί αδίκημα η μεταφορά ανθρώπων, που χρήζουν διεθνούς προστασίας, όπως εκείνων, που προέρχονται από τη Συρία, κατά τις επιταγές του διεθνούς δικαίου και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται αδίκημα για εκείνους που συλλαμβάνονται για διακίνησή τους!
Πιο συγκεκριμένα κατά τις διατάξεις του άρθρου 30 του νόμου 4251/2014 οι πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου, που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα πολίτες τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους παραλαμβάνουν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, για να τους προωθήσουν στο εσωτερικό της χώρας ή στο έδαφος κράτους – μέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται με κάθειρξη (υπάρχουν συγκεκριμένες διαβαθμίσεις).
Η παράγραφος 6 του παραπάνω άρθρου, όμως, ορίζει ότι «6. Οι ανωτέρω κυρώσεις δεν επιβάλλονται στις περιπτώσεις διάσωσης ανθρώπων στη θάλασσα, καθώς και της μεταφοράς ανθρώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας, κατά τις επιταγές του διεθνούς δικαίου.»
Κατά ρητή επιταγή του νόμου, επομένως, στην περίπτωση μεταφοράς ανθρώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας κατά τις επιταγές του διεθνούς δικαίου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου 4251/2014.
Σύμφωνα δε με τον νόμο 3907/2011 (ΦΕΚ Α’ 7/26.01.2011) το ελληνικό κράτος κατ’ επιταγή της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ “σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη – μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών” και λοιπές διατάξεις, καθόρισε το νομικό πλαίσιο σχετικά με την χορήγηση ασύλου και τις προϋποθέσεις χορήγησης αυτού.
Ετσι με το Π.Δ. 113/2013(ΦΕΚ Α 146/14.6.2013) θεσπίσθηκε η καθιέρωση ενιαίας διαδικασίας αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς του καθεστώτος του πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου «σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα» (L 326/13.12.2005) και άλλες διατάξεις.
Σκοπός του προεδρικού διατάγματος είναι η προσαρμογή της διαδικασίας αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς του καθεστώτος του πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας που εφαρμόζεται σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου «σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα» (L 326/13.12.2005) στο πλαίσιο εφαρμογής του 3907/2011.
Περαιτέρω με το Π.Δ. 141/2014 επαναπροσδιορίζεται σε συμμόρφωση με την Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των αλλοδαπών ή των ανιθαγενών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας. Με την αναδιατύπωση των όρων και πάλι διευκρινίστηκε ακόμα περισσότερο μεταξύ άλλων ότι «πρόσφυγας» είναι ο αλλοδαπός ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, βρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν μπορεί ή λόγω του φόβου αυτού δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας.
Η ερμηνεία και εφαρμογή του παρόντος διατάγματος τελεί σε συμφωνία με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 περί της Νομικής Καταστάσεως των Προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε από το συναφές Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967, καθώς και τις διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου που έχουν επικυρωθεί από την Ελλάδα.
Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένο ότι εδώ και μία τριετία τουλάχιστον σύμφωνα με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την αναγνώριση της εμπόλεμης κατάστασης στην Συρία και της αναγνώρισης της ευθείας παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και από την αυτονόητη γνώση του Δικαστηρίου για την κατάσταση στην Συρία, οι δύο δικηγόροι γνωμοδότησαν, ότι δεν μπορεί να εφαρμοσθεί κατά τα παραπάνω αναφερόμενα σε διακινητή μεταναστών ο νόμος 4251/2014 αφού κατά ρητή επιταγή του νόμου δεν αποτελεί αδίκημα η μεταφορά ανθρώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας, κατά τις επιταγές του διεθνούς δικαίου.
Η αναγνώριση εξάλλου DE FACTO της καταστάσεως αυτής ότι δηλαδή πρόκειται περί μεταφοράς όχι λαθρομεταναστών αλλά προσφύγων προκύπτει και από το γεγονός ότι η Ελληνική Πολιτεία δεν τηρεί τις προϋποθέσεις σ’ αυτούς του νόμου 4251/2014 αλλά αυτές του Π.Δ. 141/2013.