Του Δημήτρη Μηλάκα
Η κυβέρνηση λέει ότι έλυσε υπέρ των ελληνικών συμφερόντων ένα θέμα (το σκοπιανό) που απασχολούσε και κατανάλωνε δυνάμεις της χώρας επί 25 χρόνια. Χωρίς καν να μπαίνουμε στην ουσία των συμφωνηθέντων (αν η συμφωνία είναι «καλή» ή «κακή») βρισκόμαστε μπροστά σε κάποια ερωτήματα που δημιουργούν αμφιβολίες, τουλάχιστον, για αυτόν τον ισχυρισμό:
1. Η Συμφωνία με την υπογραφή της, την ερχόμενη Κυριακή (και πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας κυρώσεων η οποία προβλέπεται πολύμηνη) παράγει έννομα διεθνή αποτελέσματα.Μάλιστα αυτά τα αποτελέσματα (όπως λένε τουλάχιστον οι ειδικοί περί των Διεθνών Σχέσεων) ισχύουν ακόμη και αν η διαδικασία μέχρι την τελική κύρωση δεν ολοκληρωθεί. Ποιααποτελέσματα μπορεί να δημιουργήσει η υπογραφή της συμφωνίας; Και μπορούν αυτά τα αποτελέσματα να αναστραφούν σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της συμφωνίας;
2. Δεδομένης της αρνητικής τοποθέτησης του κυβερνητικού εταίρου (ΑΝΕΛ) η κυβέρνηση υπογράφει την ερχόμενη Κυριακή μια Συμφωνία η οποία δεσμεύει τη χώρα χωρίς να έχει την απαραίτητη πλειοψηφία. Τί είδους προβλήματα εσωτερικής πολιτικής τάξης μπορεί να προκύψουν από την εν λόγω προφανή συνταγματική ασυνέπεια;
3. Δεδομένης, επίσης, της αρνητικής τοποθέτησης επί της συμφωνίας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης η υπόθεση των Σκοπίων (ένα θέμα εξωτερικής πολιτικής) θα εξακολουθήσει να αποτελεί ζήτημα έντονης εσωτερικής αντιπαράθεσης. Μπορεί ένα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής να επιλυθεί χωρίς την ελάχιστη πολιτική συναίνεση και στη βάση στιγμιαίων συσχετισμών και κοινοβουλευτικών τρικ;
Επιχειρώντας μια σύντομη απάντηση στα πιο πάνω ερωτήματα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η εν λόγω Συμφωνία όχι μόνο δεν είναι η λύση που ισχυρίζεται ότι εξασφάλισε η κυβέρνηση, αλλά αντίθετα υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργήσει μεγαλύτερο μπλέξιμο από αυτό πού ήδη υπήρχε:
- Το πρώτο και προφανές έννομο αποτέλεσμα της υπογραφής της Συμφωνίας την ερχόμενη Κυριακή είναι η σύνδεση και τελικά η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Αν είτε η πλευρά των Σκοπίων είτε η πλευρά των Αθηνών δεν κυρώσουν τη Συμφωνία αυτό το γεγονός είναι αδύνατο να αναστραφεί. Το γεγονός αυτό (πέρα από την τοποθέτηση που έχει κάποιος για τα ευεργετήματα ή τις καταστροφικές συνέπειες που συνεπάγεται η επέκταση του ΝΑΤΟ) ουσιαστικά απογυμνώνει την Ελλάδα από ένα διαπραγματευτικό μέσο καθώς παραχώρησε στην ΠΓΔΜ αυτό που επεδίωκε λαμβάνοντας μια συμφωνία η οποία δεν θεωρείται ικανοποιητική ούτε κάν από την ελληνική κυβερνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
- Η υποτίμηση των κοινοβουλευτικών πρακτικών (υπογραφή μιας διεθνούς συμφωνίας η οποία έχει με την υπογραφή έννομα αποτελέσματα χωρίς τη δεδηλωμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία) δημιουργεί εκ των πραγμάτων εσωτερικό πολιτικό πρόβλημα. Με άλλα λόγια, η λύση που ισχυρίζεται ότι πέτυχε η κυβέρνηση μετατρέπεται σε μείζον εσωτερικό πολιτικό πρόβλημα
- Η αδυναμία των κομμάτων εξουσίας να συμφωνήσουν στα ελάχιστα για ένα ζήτημα μείζονος όπως έχει εξελιχθεί σημασίας ζήτημα εξωτερικής πολιτικής προδικάζει την διαιώνιση του προβλήματος και την εξάντληση του ισχνού έτσι κι αλλιώς διπλωματικού και πολιτικού κεφαλαίου της χώρας.
Συμπέρασμα: η διευθέτηση του προβλήματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ προέκυψε ως ανάγκη της αμερικανικής διπλωματίας να εξασφαλίσει την ένταξη των δυτικών Βαλκανίων (και της ΠΓΔΜ) στο ΝΑΤΟ. Οι Αμερικάνοι πυροδότησαν την διαπραγματευτική διαδικασία εκμεταλλευόμενοι το προφανές: την απόλυτη αδυναμία της χρεοκοπημένης (οικονομικά, πολιτικά) και εξουθενωμένη κοινωνικά Ελλάδα. Και πέτυχαν (ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ) αυτό που ήθελαν.