Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Το ενδεχόμενο να ζήσει η Γαλλία τη δική της «στιγμή Τραμπ», με την εγκατάσταση της Μαρίν Λεπέν στο Ελιζέ- ενδεχόμενο που ίσως μεγεθύνθηκε στην τελική ευθεία της προεκλογικής περιόδου για να καλλιεργηθούν εκβιαστικά διλήμματα από τη Μακρονία- απομακρύνθηκε μετά τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών. Ο Μακρόν βγήκε πρώτος με διαφορά 4,2 μονάδων (27,60% έναντι 23,41%), αυξάνοντας το προβάδισμά του έναντι της ακροδεξιάς υποψήφιας σε σύγκριση με τον πρώτο γύρο του 2017. Οι υποψήφιοι της Αριστεράς, της Κεντροδεξιάς και των Πρασίνων απηύθυναν ισχυρές εκκλήσεις εναντίον της Λεπέν ενόψει του δεύτερου και αποφασιστικού γύρου της 24ης Απριλίου. Με αυτά τα δεδομένα, ο Μακρόν πρέπει να προσπαθήσει πάρα πολύ για να χάσει την αναμέτρηση, έστω κι αν η διαφορά του με τη Λεπέν θα είναι αυτή τη φορά πολύ μικρότερη από τις 33 μονάδες του 2017.
Παρόλα αυτά, το εκλογικό αποτέλεσμα στέλνει εκκωφαντικά σήματα κινδύνου για το μέλλον της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Ευρώπης. Για πρώτη φορά στη γαλλική Ιστορία, η Ακροδεξιά (άθροισμα των ψήφων της Μαρίν Λεπέν και του Ερίκ Ζεμούρ) αναδεικνύεται στην πρώτη πολιτική οικογένεια της χώρας, με ποσοστό πάνω από 30%. Ένας στους τρεις πολίτες στη μητέρα όλων των σύγχρονων επαναστάσεων επιλέγει τους κήρυκες του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του εθνικισμού και της πολιτικής αντίδρασης. Η Γαλλία κρατιέται στο ρόλο της φιλελεύθερης Δημοκρατίας με τα δόντια, σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο Μακρόν επιβιώνει με ματωμένη μύτη, χάρη στη λεηλασία μέχρι διάλυσης του Κέντρου που κυβερνούσε διαρκώς, στην κεντροδεξιά ή την κεντροαριστερή εκδοχή του, την Πέμπτη Δημοκρατία. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που μόλις πριν από πέντε χρόνια είχε την προεδρία, εξαερώθηκε στο 1,74%. Οι Ρεπουμπλικανοί, η Κεντροδεξιά που κάποτε εκφραζόταν από έναν Ντε Γκωλ, συρρικνώθηκε στο 4,79%. Τίτλοι τέλους για μια ολόκληρη πολιτική εποχή.
Ο κύριος υπεύθυνος για την άκρως ανησυχητική πορεία ανόδου της Ακροδεξιάς είναι η νεοφιλελεύθερη πολιτική του Ακραίου Κέντρου, είτε στη «σοσιαλιστική» είτε στη συντηρητική της εκδοχή. Η πρώτη καμπάνα ακούστηκε εκκωφαντικά το 2002, όταν ο Ζαν- Μαρί Λεπέν μπήκε στον δεύτερο γύρο αφήνοντας εκτός τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό και πρωταθλητή των ιδιωτικοποιήσεων Λιονέλ Ζοσπέν. Το επόμενο βήμα έγινε από την κόρη του Λεπέν, το 2017, που αύξησε σημαντικά τα ποσοστά του πατέρα της και στον πρώτο και στον δεύτερο γύρο, αποκαλύπτοντας ότι το «δημοκρατικό τείχος» απέναντι στην Ακροδεξιά είχε αρχίσει να βάζει νερά. Φέτος η Ακροδεξιά ήρθε ακόμη πιο κοντά στην εξουσία, κι ας ελπίσουμε ότι δεν θα καταφέρει να κάνει τη μεγάλη έκπληξη στις 24 του μηνός.
Στα πέντε χρόνια του ο Εμανουέλ Μακρόν δεν έκανε τίποτα για να αδειάσει τις κοινωνικές δεξαμενές της Ακροδεξιάς, αντίθετα κατάφερε να ανεβάσει τη στάθμη τους. Οι «μεταρρυθμίσεις» που σφράγισαν την πενταετία του ήταν το νέο εργασιακό καθεστώς που κάνει πιο εύκολες τις απολύσεις και προωθεί την επισφάλεια, η κατάργηση του φόρου επί του πλούτου (ISF), η μείωση της φορολογίας επί των επιχειρήσεων και άλλες, ανάλογης φιλοσοφίας αλλαγές. Πολιτογραφήθηκε ως ο πρόεδρος των πλουσίων και προκάλεσε έκρηξη μιας πληβειακής οργής με το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, το οποίο αντιμετώπισε με όργιο αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας. Δρομολόγησε την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης από τα 62 στα 65 χρόνια και χρεώθηκε την απότομη πτώση της αγοραστικής δύναμης των λαϊκών στρωμάτων με το ράλι των τιμών στην ενέργεια και σε βασικά αγαθά- ζήτημα που αποτέλεσε το πρωταρχικό ζήτημα για τους εκλογείς, στο φινάλε της προεκλογικής περιόδου.
Όλα αυτά προσέφεραν στην Μαρίν Λεπέν τη δυνατότητα να δημαγωγήσει, εμφανιζόμενη ως εκπρόσωπος του λαού απέναντι στις ελίτ, των μη προνομιούχων στρωμάτων απέναντι στους λίγους και τον πολιτικό τους εκπρόσωπο, τον Μακρόν. Όσο ο απερχόμενος πρόεδρος αναλωνόταν σε διεθνείς συναντήσεις για το Ουκρανικό, προσπαθώντας να στηρίξει το προφίλ ενός διεθνούς ηγέτη μεγάλου βεληνεκούς και πιστεύοντας ότι θα ευνοηθεί από τη λαϊκή αντίδραση στη ρωσική εισβολή, η Λεπέν όργωνε τα προάστια του Παρισιού και τις επαρχίες μιλώντας για την τιμή της βενζίνης, του φυσικού αερίου και της μπαγκέτας, αξιώνοντας επαναφορά του ISF, σεβασμό του 35ωρου, μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια από 20% σε 5,5% και σύνταξη στα 62.
Φυσικά πίσω από το «φιλολαϊκό» προσωπείο και το πολιτικό λίφτινγκ προς το μετριοπαθέστερο, κρύβεται η αδίστακτη ακροδεξιά πολιτικός που θέλει να απαγορεύσει με νόμο τη μαντήλα, να κόψει τα κοινωνικά επιδόματα για τους ξένους, να φορολογεί όσους εργοδότες προσλαμβάνουν μετανάστες και να διχάσει την εργαζόμενη πλειοψηφία με πολέμους πολιτισμών. Αλλά και σε αυτό το πεδίο, ο Μακρόν φέρνει τεράστιες ευθύνες. Όπως και ο δεξιός πρώην πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί, προσπάθησε να αντλήσει από την κοινωνική βάση της Ακροδεξιάς με σκληρές πολιτικές απέναντι στο μεταναστευτικό προλεταριάτο (έφτασε να μιλήσει για «αποσχιστικούς κινδύνους» από την πλευρά των μουσουλμάνων), με σκληρές πολιτικές «νόμου και τάξης», με αθρόες μεταγραφές στελεχών από την παραδοσιακή Δεξιά και πάει λέγοντας. Το αποτέλεσμα ήταν αυτό που οι Γάλλοι λένε “lepenisation des esprits”, δηλαδή λεπενοποίηση των συνειδήσεων- πλειοδοσία σε θέματα ταυτότητας και ασφάλειας, που καταλήγει να νομιμοποιεί και να διαχέει σε ευρύτερα στρώματα τον ακροδεξιό λόγο.
Ιστορικές ευθύνες έχει και η πολυδιασπασμένη γαλλική Αριστερά. Το πάλαι ποτέ κραταιό ΚΚΓ συρρικνώθηκε στο 2.31%, ύστερα από δεκαετίες πολιτικής ουράς έναντι των Σοσιαλιστών που έπεισαν πολλούς ότι οι κυβερνητικές θέσεις, η εκλογή κάποιων δημάρχων και η αναπαραγωγή της επαγγελματικής, κομματικής γραφειοκρατίας βαρύνουν περισσότερο για την ηγεσία του από τα λαϊκά συμφέροντα. Απολύτως συστημικό κόμμα, που εκφράζει μόνο καλοζωισμένα μεσοστρώματα των πόλεων, οι Πράσινοι κάηκαν ως δεκανίκι στην κυβέρνηση του Μακρόν.
Με πιο δυναμικό, ριζοσπαστικό λόγο, ο Ζαν- Λυκ Μελανσόν με την «Ανυπότακτη Γαλλία» του εδραιώθηκε ως ο βασικός αριστερός, λαϊκός πόλος στο πολιτικό σκηνικό, παίρνοντας 21,95% με σημαντική αύξηση από το 2017. Μάλιστα κατάφερε να σημειώσει αυτή την άνοδο παρότι δέχθηκε λυσσαλέα επίθεση από τη Μακρονία- σκευωρίες για ανύπαρκτα σκάνδαλα, κατηγορίες περί φιλοπουτινισμού, πόλεμος από τις εταιρείες δημοσκοπήσεων που τον εμφάνιζαν σε όλη σχεδόν την προεκλογική περίοδο στα όρια του 8-10%, για να τον ανεβάσουν το τελευταίο δεκαήμερο στο 16%, προφανώς για να μην εξευτελιστούν κι οι ίδιες. Οι θέσεις του για βασικό μισθό 1.400 ευρώ, έξι εβδομάδες άδεια με αποδοχές, σύνταξη στα 60, διατίμηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών, εθνικοποιήσεις, έξοδο από το ΝΑΤΟ, δικαίωμα εξαίρεσης από ευρωπαϊκές συνθήκες, συνταγματική μεταρρύθμιση για τη συγκρότηση της Έκτης Γαλλικής Δημοκρατίας, συγκροτούσαν μια αριστερή, προοδευτική απάντηση στα άμεσα ζητήματα της συγκυρίας.
Ωστόσο ο Μελανσόν χρεώνεται ότι δεν αξιοποίησε τα πέντε χρόνια από την προηγούμενη εκλογική του επιτυχία για να συγκροτήσει σε όλη τη Γαλλία ένα αρθρωμένο κόμμα μαζών και ένα μάχιμο, ενωτικό μέτωπο της Αριστεράς. Προσαρμόστηκε και αυτός στο κυρίαρχο, μεταμοντέρνο αφήγημα των εκλογικών μορφωμάτων μιας χρήσης που στηρίζονται στο δίπολο «χαρισματικός αρχηγός και Ίντερνετ», προσπαθώντας να συσπειρώσει όχι τόσο μαχητές, όσο ψηφοφόρους.
Σε κάθε περίπτωση, η κατάρρευση των παραδοσιακών, κεντρώων κομμάτων εξουσίας και η ισχυρή πόλωση του γαλλικού πολιτικού συστήματος, με την ταυτόχρονη ενίσχυση της Ακροδεξιάς και της ριζοσπαστικής Αριστεράς, προδιαγράφουν στην καλύτερη περίπτωση μια Πύρρεια νίκη για έναν Μακρόν με περιορισμένες πολιτικές εφεδρείες και κοινωνικές ανοχές στη δεύτερη θητεία του. Αν πάρει κανείς υπόψη και το γεγονός ότι, με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία, φαίνεται να βαδίζουμε σε μια εποχή οικονομικής ύφεσης, κοινωνικής έντασης και ακραίων γεωπολιτικών συγκρούσεων, μπορούμε να εικάσουμε ότι η Γαλλία και η Ευρώπη όλη βαδίζουν προς την τέλεια καταιγίδα.