Για πολλούς μήνες οι πολιτικές παρεμβάσεις είχαν αποτρέψει την πτώχευση επιχειρήσεων που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους λόγω κορωνοϊού. H περίοδος χάριτος τελειώνει, εκτιμούν Γερμανοί ειδικοί.
Να βοηθήσουμε τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις ή να τις αφήσουμε να πτωχεύσουν; Αυτό ήταν το μεγάλο ερώτημα τον περασμένο Μάρτιο, όταν το πρώτο κύμα του κορωνοϊού απειλούσε όχι μόνο την υγεία μας, αλλά και την οικονομία. Η γερμανική κυβέρνηση, όπως και άλλες κυβερνήσεις της Eυρωζώνης, είχαν επιλέξει την πρώτη λύση. Με νομοθετική ρύθμιση το Βερολίνο επέτρεπε σε υπερχρεωμένες επιχειρήσεις να αποφύγουν το λουκέτο μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου. Ήταν μία “ανάσα” που τους έδινε τη δυνατότητα να αναπτύξουν νέες επιχειρηματικές ιδέες, να ζητήσουν έκτακτη οικονομική βοήθεια λόγω πανδημίας ή να επωφεληθούν από ευεργετικά μέτρα όπως η προσωρινή μείωση του ΦΠΑ, που μόνο σε βάθος χρόνου θα μπορούσαν να λειτουργήσουν.
Σύμφωνα με τη Ναυτεμπορική,βραχυπρόθεσμα η νομοθετική παρέμβαση ασφαλώς βοήθησε τις επιχειρήσεις, επισημαίνει ο Πάτρικ Λούντβιχ Χαντς, αναλυτής της εταιρίας συμβούλων Creditreform. “Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάλυσης θα λέγαμε ότι ναι, ήταν μία επιτυχία η μείωση των πτωχεύσεων, η οποία, σύμφωνα με τις δικές μας έρευνες, φτάνει το 8,9% για το πρώτο εξάμηνο του 2020”, λέει ο Γερμανός αναλυτής. Σύμφωνα μάλιστα με τα τελευταία στοιχεία της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας, τον Ιούλιο οι πτωχεύσεις μειώθηκαν κατά 30%. Μόνο που από τη νομοθετική ρύθμιση δεν έχουν επωφεληθεί μόνο όσοι άρχιζαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω πανδημίας την άνοιξη του 2020, αλλά και εκείνοι που, πιθανώς λόγω κακής διαχείρισης, είχαν φτάσει στα όρια τους πολύ νωρίτερα. Και αυτό γιατί η ευεργετική ρύθμιση περιελάμβανε όλες τις επιχειρήσεις που είχαν υπερχρεωθεί μέχρι τις 31.12.2019. Αλλά η στήριξη δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα, προειδοποιεί ο Πάτριχ Λούντβιχ Χαντς. “Και σε περιόδους κρίσης πρέπει να γνωρίζουμε ότι η σταθεροποίηση και διόρθωση της αγοράς είναι πολύ σημαντική, είναι ένα είδος στρες τεστ. Γιατί όταν δεν χρεοκοπεί ούτε μία επιχείρηση, είναι σαν να εξισώνουμε ένα καλό με ένα κακό επιχειρηματικό πλάνο”, επισημαίνει.
Η απειλή της «επιχείρισης-φάντασμα»
Δεν πρόκειται μόνο για μία θεωρητική αντίληψη περί δικαιοσύνης. Μη βιώσιμες επιχειρήσεις μπορούν να συμπαρασύρουν στην κρίση ακόμη και τις υγιείς επιχειρήσεις, για παράδειγμα όταν έχουν συναλλαγές μαζί τους ή λειτουργούν ως προμηθευτές τους, χωρίς όμως να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους. Σε πρόσφατη μελέτη η Deutsche Bank επισημαίνει έναν ακόμη κίνδυνο: μία “επιχείρηση-φάντασμα”, η οποία, παρά τα αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα δεν αποσύρεται από την αγορά, μπορεί να ακολουθήσει επιθετική πολιτική τιμών, μειώνοντας το περιθώριο κέρδους για υγιείς ανταγωνιστές και, σε τελική ανάλυση, εμποδίζοντας την αναδιάρθρωση και εξυγίανση του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιείται.
Ο Πάτριχ Λούντβιχ Χαντς “δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία ή το λιανικό εμπόριο, βρισκόμαστε ενώπιον αλλαγών, οι οποίες θα γίνονταν ακόμη και χωρίς την πανδημία. Αλλά η πανδημία λειτουργεί ως καταλύτης για την επιτάχυνσή τους”. Ακριβώς αυτός ο καταλύτης έχει τεθεί προσωρινά εκτός λειτουργίας με τη νομοθετική ρύθμιση του