H κυβέρνηση με αλαζονεία επαίρεται ότι παρά την τεράστια υποχώρηση που έχει υποστεί η δημοσκοπική επιρροή της, η οποία έχει μειωθεί στο μισό της εκλογικής δύναμης που είχε το 2023, εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη γιατί, λέει, δεν υπάρχει αντιπολίτευση.
Η δικαιολόγηση του κυβερνητικού αφηγήματος στηρίζεται στη λογική ότι ο κατακερματισμός της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης, με πέντε κόμματα να έχουν προέλθει από τον κάποτε ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ, κάνει την κυβέρνηση να φαίνεται παντοδύναμη, ακόμη και με ένα δημοσκοπικό ποσοστό της τάξης του 23% – 24%.
Η οίηση, όμως, της κυβέρνησης Μητσοτάκη, παρασύρει τις εκτιμήσεις της σε δύο θεμελιώδη λάθη.
Το πρώτο λάθος είναι ότι σύσσωμη η αντιπολίτευση, όλα δηλαδή τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα που η επιρροή τους αθροιστικά αντιστοιχεί στη συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, από το ΠΑΣΟΚ, την Ελληνική Λύση και την Πλεύση Ελευθερίας, μέχρι το ΚΚΕ, τον ΣΥΡΙΖΑ, το Κίνημα Δημοκρατίας και τη Νέα Αριστερά, συμφωνούν ότι είναι μια κυβέρνηση της διαφθοράς και της υπονόμευσης του κράτους δικαίου, καθώς όμως και της υποχώρησης των ελληνικών συμφερόντων στην εξωτερική της πολιτική.
Κι ακόμη, όλα τα πολιτικά κόμματα συμφωνούν ότι πρόκειται για μια κυβέρνηση της ακρίβειας, της φτώχειας και των αντιεργατικών ρυθμίσεων, γιατί δεν υπηρετεί το δημόσιο, αλλά μεμονωμένα οικονομικά συμφέροντα.
Δεν υπάρχει κανείς από το σύνολο των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου που να διαφωνεί με αυτές τις θλιβερές για τη χώρα και απαισιόδοξες για το κυβερνητικό μέλλον της ΝΔ διαπιστώσεις.
Οι δημοσκοπήσεις, άλλωστε, είναι εύγλωττες και βγάζουν χρήσιμα συμπεράσματα όσον αφορά στην καταδίκη της κυβερνητικής πολιτικής και από τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Ειδικά όταν αποκαλύπτουν ότι σε ποσοστά μεγαλύτερα του 75% – 80% οι Έλληνες συμφωνούν και καταδικάζουν την πολιτική της κυβέρνησης όσον αφορά στη συγκάλυψη του εγκλήματος των Τεμπών και στην κυβερνητική διαφθορά που συνεχίζει να αναδεικνύει η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Αυτό είναι το ένα πολιτικό σφάλμα στο αφήγημα της κυβέρνησης που την θέλει να ηγεμονεύει επειδή ο αντίπαλος είναι κατακερματισμένος. Γιατί ο πολιτικός χώρος μπορεί, πράγματι, να είναι κατακερματισμένος.
Τα υπόλοιπα κόμματα, όμως, καθώς και η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, συμφωνούν ως προς την απόλυτη διαφωνία τους για την κυβερνητική πολιτική.
Το δεύτερο σφάλμα στην κυβερνητική αλαζονεία, η οποία στηρίζεται στο έωλο επιχείρημα ότι η ισχύς της είναι η αδυναμία των αντιπάλων της, έχει να κάνει με όσα αποκάλυψαν οι πρόσφατες δηλώσεις τόσο του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, όσο όμως και η διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά, όπως και οι πρόσφατες δηλώσεις του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ, του Ευάγγελου Βενιζέλου.
Οι οποίοι, ούτε λίγο ούτε πολύ, προδιαγράφουν το τέλος της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Ο μεν Κώστας Καραμανλής αναφέρθηκε σε κρίση θεσμική και πολιτική η οποία, όπως η ιστορία διδάσκει, όπως είπε, μπορεί να εξελιχθεί και σε κρίση εθνική.
Ο πρώην πρωθυπουργός, ηγέτης επί χρόνια της ΝΔ και σήμερα εμβληματικό της στέλεχος, επέσεισε τον κίνδυνο μιας ευρύτερης κρίσης, αναδεικνύοντας την ανάγκη να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στην πολιτική και στους θεσμούς.
Ένα κορυφαίο στέλεχος, δηλαδή, της ΝΔ με επιρροή στο κόμμα παραδέχεται ότι η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην πολιτική και στους θεσμούς έχει σήμερα τρωθεί, εξ αιτίας της πολιτική της κυβέρνησης. Προμηνύοντας με τον τρόπο αυτόν ότι πλησιάζει το τέλος της παντοδυναμίας Μητσοτάκη.
Αν αυτή η δήλωση συνδυαστεί με προηγούμενη οξεία κριτική του άλλου πρώην πρωθυπουργού και κορυφαίου στελέχους της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά για την υποχώρηση των εθνικών κυριαρχικών συμφερόντων επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, μια κριτική που οδήγησε τον Σαμαρά εκτός ΝΔ με απόφαση του σημερινού πρωθυπουργού, γίνεται αντιληπτό ότι ένα ευρύ τμήμα της ΝΔ συμφωνεί με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και με τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία στην αντίθεση και τη δυσαρέσκεια που εκφράζει απέναντι στις κυβερνητικές επιλογές σε μια σειρά από κορυφαία πολιτικά ζητήματα.
Ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του, που κατά την πάγια τακτική τους προσπάθησαν να διαστρεβλώσουν τα όσα δήλωσε ο Κώστας Καραμανλής, ισχυριζόμενοι ότι εννοούσε, λέει, τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι την κυβέρνηση της ΝΔ, μόνο με συγκατάβαση και κατανόηση της δυσχερούς θέσης στην οποία βρίσκονται μπορούν να αντιμετωπιστούν.
Γιατί ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του γνωρίζουν πολύ καλά ότι όταν τα βέλη έρχονται «εξ οικείων», γεγονός που σημαίνει ότι έσπασε το εσωτερικό τους μέτωπο και ξεκίνησε η εσωτερική αμφισβήτηση, τότε είναι πολύ πιο φαρμακερά από τα βέλη της αντιπολίτευσης.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι δυο πρώην πρωθυπουργοί που συμφώνησαν με την πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου και του εκλογικού σώματος ότι αυτή η κυβέρνηση κάνει πλέον μεγάλο κακό.
Είναι και ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Σαμαρά, ο Ευάγγελος Βενιζέλος που συμφώνησε με τη διαπίστωση του τέλους της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Ο κ. Βενιζέλος μίλησε για θεσμικό και αξιακό αδιέξοδο. «Η κοινωνία δεν πιστεύει ότι λειτουργούν οι θεσμοί και η χώρα έχει καταστεί μη διακυβερνήσιμη», είπε.
Όταν μια κυβέρνηση πλήττεται από την αντιπολίτευση, το αφήγημα που την κρατά στην εξουσία είναι ότι εκλέχθηκε από την πλειοψηφία του λαού για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της και όχι για να εφαρμόσει το πρόγραμμα της αντιπολίτευσης.
Όταν, όμως, μια κυβέρνηση που έχει δυσαρεστήσει τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού πλήττεται, εκτός από την αντιπολίτευση και από φίλια πυρά που προέρχονται από ισχυρούς εσωκομματικούς παράγοντες και από υψηλόβαθμα στελέχη της δικής της παράταξης, τότε αυτός είναι ένας ασφαλής δείκτης ότι τα ψωμιά της είναι μετρημένα.
Κι αυτό, πλέον, δεν το ξέρουν μόνο οι εσωκομματικοί αντίπαλοι του κ. Μητσοτάκη. Το έχει μάθει και το πανελλήνιο…



