Του Hadas Weiss
Όταν η κυβέρνηση Τζέρεμι Κόρμπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο το μακρινό πια 2019 είχε ανακοινώσει ότι θα αντικαθιστούσε την “κοινωνική κινητικότητα” με την “κοινωνική δικαιοσύνη” ως σημείο αναφοράς της πολιτικής, υπήρξαν πολλές αντιδράσεις. Βλέπετε η απόφαση ήταν αντίθετη με την κρατούσα σοφία και τη διακομματική συναίνεση σύμφωνα με την οποία η κοινωνική κινητικότητα είναι καλό πράγμα. Όμως ο Κόρμπιν είχε δίκιο να επιμένει ότι το να ξεχωρίζει κανείς τους λίγους τυχερούς αφήνει άθικτες τις δομές της ανισότητας, και είχε δίκιο να δίνει έμφαση σε κινήσεις μεγαλύτερης εμβέλειας, όπως η αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος, για την επίτευξη της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ωστόσο, το πραγματικό πρόβλημα με την κοινωνική κινητικότητα δεν είναι ότι δεν βοηθάει αρκετά στο να γίνει η κοινωνία πιο δίκαιη για όλους. Το πρόβλημα είναι ότι έχει, στην πραγματικότητα, το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα – την εμβάθυνση και τη διαιώνιση της κοινωνικής αδικίας.
Ο δημόσιος λόγος και οι αφηγήσεις των μέσων ενημέρωσης μας υπενθυμίζουν πάντα ότι η κοινωνία είναι δυναμική. Κανείς δεν μένει στάσιμος. Όλοι ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν σκάλες, πηγαίνουν από τα κουρέλια στα πλούτη και το αντίστροφο. Η κοινωνική κινητικότητα χρησιμεύει τόσο ως υπόσχεση όσο και ως απειλή: αν παίξουμε σωστά τα χαρτιά μας, θα αποκτήσουμε στάτους και πλούτο, αλλά επίσης κινδυνεύουμε να χάσουμε τα πάντα αν δεν το κάνουμε.
Το να παίξουμε σωστά τα χαρτιά μας σημαίνει να αφιερώσουμε χρόνο και χρήμα στην εκπαίδευση, την κατάρτιση και τους κοινωνικούς κύκλους με την ελπίδα ότι θα μας βοηθήσουν να εξασφαλίσουμε καλύτερες θέσεις εργασίας. Σημαίνει να επενδύουμε σε ακίνητα και χρηματοοικονομικά προϊόντα που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μελλοντικό κεφάλαιο ή να συνάπτουμε συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά συμβόλαια για τη μακροπρόθεσμη ασφάλειά μας. Η ιδέα της κοινωνικής κινητικότητας θέτει τον καθένα από εμάς ως ένα από τα πολλά άτομα που ανταγωνίζονται για θέσεις που μας δίνουν περισσότερες πιθανότητες να αρπάξουμε τους σπάνιους υλικούς πόρους πριν προλάβουν να τους πάρουν άλλοι.
Υπό αυτό το πρίσμα, η κοινωνική κινητικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια καπιταλιστική εκδοχή της πανάρχαιας στρατηγικής του «διαίρει και βασίλευε»: εδραίωση της εξουσίας και αναπαραγωγή της εκμετάλλευσης με το να βάζουν τους ανίσχυρους να κονταροκτυπιούνται μεταξύ τους, αντί να ενώνονται για να αμφισβητήσουν τους θεσμούς που κυριαρχούν πάνω τους.
Οι περισσότεροι από εμάς πρέπει να δουλεύουμε για να ζήσουμε: χρειαζόμαστε δουλειές πλήρους απασχόλησης για να τα βγάλουμε πέρα και να στηρίξουμε τις οικογένειές μας. Στη δουλειά που περνάμε τις περισσότερες από τις ώρες που είμαστε ξύπνιοι, οι άλλοι τσεπώνουν μέρος της αξίας που παράγουμε.
Υπό αυτό το πρίσμα, κυριαρχούμαστε και εκμεταλλευόμαστε ταυτόχρονα από την εργασία μας. Αυτή η δυσχερής θέση εντείνεται όσο πιο υποτιμημένη και επισφαλής είναι η εργασία μας. Όμως η ιδέα της κοινωνικής κινητικότητας μας ενθαρρύνει να ξεχάσουμε αυτή την εκμετάλλευση και να επικεντρωθούμε, αντ’ αυτού, στο τι διαθέτει ο καθένας από εμάς από άποψη περιουσίας και ανθρώπινου κεφαλαίου.
Προσέξτε τη διαφορά. Όσο διαφορετικές κι αν είναι οι δουλειές μας και οι μισθοί μας, έχουμε κοινό συμφέρον να συσπειρωθούμε αν η εκμετάλλευσή που δεχόμαστε ως εργαζόμενοι αποδειχθεί αφόρητη. Καμία τέτοια κοινή σχέση δεν υπάρχει όταν μετατρεπόμαστε σε ιδιοκτήτες αφού αυτή η ίδια η ιδιότητά μας, καθιστά τον καθένα από εμάς ανταγωνιστή με τον άλλο. αυτών που μας ενώνουν, δηλαδή
Καθώς υπάρχουν μόνο τόσες ευκαιρίες κερδοφόρας απασχόλησης, ιδιοκτησίας, δημόσιοι πόροι και τίτλοι που παράγουν έσοδα – σύμφωνα με τις δυνάμεις της αγοράς, την προσφορά και τη ζήτηση – η αξία τους είναι τόσο υψηλότερη, όσο πιο σπάνια γίνεται.
Όσοι παραπάνω άνθρωποι κατέχουν διαπιστευτήρια, τόσο μικρότερη έλξη έχουν αυτά τα διαπιστευτήρια στην αγορά εργασίας, οι γειτονιές γίνονται λιγότερο προσοδοφόρες όταν ο καθένας μπορεί να έχει την οικονομική δυνατότητα να μετακομίσει σε αυτές, τα δίκτυα ασφαλείας γίνονται φθαρμένα όταν περισσότεροι άνθρωποι καταφεύγουν σε αυτά. Και έτσι έχουμε ένα ισχυρό δομικό κίνητρο για να περιορίσουμε τη λαϊκή πρόσβαση στα πράγματα που κατέχουμε.
Τα υπάρχοντά μας είναι επίσης σκαλοπάτια για θέσεις των οποίων τα πλεονεκτήματα που παράγουν βασίζονται στο ότι άλλοι θα πρέπει να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση.
Για παράδειγμα, βοηθούν κάποιους από εμάς να χρεώνουν τα ενοίκια που άλλοι πρέπει να πληρώνουν.
Σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον όπου οι κίνδυνοι αφθονούν και οι ανταμοιβές είναι δυσεύρετες, βλέπουμε αυτά τα υπάρχοντα ως απαραίτητα (και μερικές φορές ως αναγκαία κακά) για να προχωρήσουμε στη ζωή και όχι να μείνουμε πίσω.
Η τρελή βιασύνη για να αποκτήσουμε προβάδισμα σε σχέση με άλλους μας αναγκάζει να εργαζόμαστε σκληρότερα, να επενδύουμε περισσότερο στην ανάπτυξη του εαυτού και να καταλήγουμε με περισσότερα χρέη – περισσότερα από ό,τι θα χρειαζόταν για να καλύψουμε τις σημερινές μας ανάγκες. Αυτό ισχύει ακόμη και όταν δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι για τη μελλοντική αξία των επενδύσεών μας.
Η πολύ οικεία πραγματικότητα του σκάσιμου των φούσκων και της κατάρρευσης των αξιών των ακινήτων μας προειδοποιεί για το γεγονός ότι επενδύουμε σε αβέβαιες και σποραδικές αποδόσεις.
Το κάνουμε από φόβο ότι θα είμαστε λιγότερο προστατευμένοι ή θα έχουμε λιγότερες πιθανότητες να προχωρήσουμε αν δεν το κάνουμε.Πείθουμε τους εαυτούς μας ότι αν έχουμε περισσότερα πράγματα, δεξιότητες ή διασυνδέσεις από αυτούς που βρισκόμαστε στην ίδια θέση, θα τα πάμε καλύτερα από εκείνους. Φανταζόμαστε επιπλέον ότι σε δύσκολες καταστάσεις, εκείνοι με λιγότερα υπάρχοντα θα είναι τα πρώτα θύματα.
Είμαστε τόσο καθηλωμένοι από την εικόνα του καθενός να αποκτά ή να χάνει πλούτο και κύρος, που αποτυγχάνουμε να αμφισβητήσουμε τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις που καθορίζουν εξαρχής την αξία τους. Το κόστος διαβίωσης, οι μισθολογικές και νομισματικές διακυμάνσεις που επηρεάζονται από τις αναταράξεις στην αγορά ακινήτων, τις οικονομικές κρίσεις και τους γεωπολιτικούς αγώνες εξουσίας, φτάνουν σε εμάς με σκοτεινούς και δύσκολους τρόπους.Αλλά οι ατομικές μας προσπάθειες και τα αποτελέσματά τους φαίνεται να έχουν πιο άμεσες συνέπειες.
Οι συνδέσεις που κάνουμε μεταξύ των επενδύσεών μας (ή της έλλειψής τους) και των αποτελεσμάτων τους μας πείθουν ότι αν είμαστε φτωχοί ή αντιμετωπίζουμε δυσκολίες στο να επιβιώσουμε, δεν έχουμε κανέναν άλλο να κατηγορήσουμε παρά μόνο τον εαυτό μας. Πρέπει να μην έχουμε προσπαθήσει αρκετά σκληρά ή να μην έχουμε επενδύσει με αρκετό μυαλό. Πρέπει να έχουμε κάνει λάθη. Και αντίστροφα, είμαστε υπερήφανοι για τα επιτεύγματά μας, σαν να δημιουργήθηκαν μόνο από τις προσπάθειες και τις επενδύσεις μας. Παρά την έλλειψη ελέγχου των συνθηκών της εργασίας μας και της αξίας της περιουσίας μας, η κοινωνική κινητικότητα μας ενθαρρύνει να θεωρούμε τους εαυτούς μας ως άτομα που αυτοκαθορίζονται.
Η προοπτική αυτή υπονομεύει τις δυνατότητες οργάνωσης ευρέων και διαρκών κινημάτων για κοινωνική αλλαγή.
Οι συμμαχίες που είναι πιο πιθανό να συνάψουμε είναι τυχαίες και ευκαιριακές: ενωνόμαστε με άλλους που κατέχουν τα ίδια πράγματα με εμάς, προκειμένου να περιορίσουμε την πρόσβαση σε αυτά σε άλλους.
Φοβόμαστε ότι μια τέτοια πρόσβαση θα μπορούσε να μειώσει την αξία τους και να ακυρώσει τις προσπάθειες που κάναμε για να τα αποκτήσουμε.Οι αποκλειστικοί νόμοι για την οριοθέτηση ζωνών που κρατούν τα άτομα με χαμηλότερο εισόδημα – δυσανάλογα έγχρωμους – μακριά από τις πιο εύπορες γειτονιές είναι ένα παράδειγμα.
Το ίδιο ισχύει και για τις απαιτήσεις εισόδου στην εκπαίδευση, για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας, για τα κριτήρια ασφαλιστικών συμβάσεων και για πολιτικές, όπως τα ανώτατα όρια παροχών, που παρακρατούν τους δημόσιους πόρους μας από ανθρώπους των οποίων η συνεισφορά μπορεί να υπολείπεται των όσων λαμβάνουν από αυτούς.
Η κοινωνική κινητικότητα, εν ολίγοις, χρησιμεύει ως κίνητρο για σκληρότερη εργασία και περισσότερες δαπάνες, ως αντιπερισπασμός από την κυριαρχία και την εκμετάλλευση, και ως εμπόδιο στη διαμόρφωση ανθεκτικών πολιτικών κινημάτων για κοινωνική αλλαγή.Η διατήρηση ενός ορισμένου βαθμού κοινωνικής κινητικότητας είναι επομένως ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια των φορέων της συσσώρευσης.
Ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου δημιουργείται από τις αδιάκοπες προσπάθειές μας να προοδεύσουμε κοινωνικά και να προφυλαχθούμε από την παρακμή. Αυτοί που τσεπώνουν αυτό το κεφάλαιο δεν έχουν να ανησυχούν για τίποτα, όσο εμείς ρίχνουμε ένα επιφυλακτικό μάτι μόνο στους ομότιμους και τους ανταγωνιστές μας.
Χάρη στην κοινωνική κινητικότητα, το κεφάλαιο μπορεί να συνεχίσει να συσσωρεύεται παγκοσμίως και από μακριά και εις βάρος μας, αφήνοντάς μας να ανταγωνιζόμαστε για σχετικά πλεονεκτήματα στη δίνη της κοινής μας κυριαρχίας.