Του Παύλου Νεραντζή
Ο Πλάτωνας, στην Πολιτεία, παρουσιάζει την παιδεία ως μια διαδικασία μεταστροφής της ψυχής από το σκοτάδι (την άγνοια) στο φως (τη γνώση, την αλήθεια).
Ο Νέλσον Μαντέλα, σε μια ομιλία του στη Νότια Αφρική, είχε υπογραμμίσει ότι «η εκπαίδευση είναι το πιο ισχυρό όπλο που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να αλλάξουμε τον κόσμο».
Και ο Καντ υποστήριζε ότι «ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα που πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί».
Κοντολογίς, η «επένδυση» στην παιδεία δεν είναι μόνο θέμα προόδου, αλλά και επιβίωσης της ανθρωπότητας μέσα σε έναν κόσμο που απειλείται από την παραπληροφόρηση, την υποταγή, την αποξένωση και κυρίως τη βία.
Τη βία της εξουσίας, αυτήν που παράγει κοινωνικές ανισότητες και πολέμους, αλλά και τη βία στους δρόμους, που βλέπουμε με τον μεγεθυντικό φακό των δελτίων ειδήσεων.
Χρειάζεται παιδεία, λοιπόν.
Διότι αποτελεί τη θεμέλια λίθο κάθε κοινωνίας που επιδιώκει τη δικαιοσύνη, την ειρήνη και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Χρειάζεται διαπαιδαγώγηση.
Διότι η καλλιέργεια του ανθρώπου μέσω της γνώσης, της μόρφωσης και της πνευματικής αναζήτησης, συντελεί καθοριστικά στον περιορισμό της βίας, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Ένα άτομο που έχει φοιτήσει σε ένα σύστημα παιδείας που καλλιεργεί την κριτική σκέψη, την ενσυναίσθηση και την ιστορική συνείδηση, τείνει να απορρίπτει τη βία ως μέσο επίλυσης διαφορών.
Αντί για επιθετικότητα, επιλέγει τον διάλογο.
Αντί για μίσος, επιδιώκει την κατανόηση του άλλου.
Η παιδεία διαμορφώνει χαρακτήρες με αξίες, ανθρώπους που σέβονται τη διαφορετικότητα και κατανοούν τα κοινωνικά αίτια της αδικίας, άρα και της βίας.
Η μόρφωση, πέρα από την παροχή γνώσεων, προσφέρει εσωτερική πληρότητα και αυτογνωσία.
Όταν ο άνθρωπος είναι εφοδιασμένος με κριτήρια και αξίες, έχει λιγότερες πιθανότητες να παρασυρθεί από φανατισμούς, στερεότυπα, ή επιθετικά πρότυπα συμπεριφοράς. Έτσι, η καλλιέργεια λειτουργεί ως αντίδοτο στην ωμή και τυφλή βία.
Αυτά δεν είναι «λόγια παχιά και μεγάλα», ούτε θεωρίες, αλλά αυτονόητα πράγματα που όφειλαν να τα γνωρίζουν ο πρωθυπουργός, οι αρμόδιοι υπουργοί Παιδείας και Προστασίας του Πολίτη και όσοι υποστηρίζουν ότι (δήθεν) τα πανεπιστήμια είναι χώροι όπου δεσπόζει η βία, η ανομία, η ακολασία και όλα τα κακά του κόσμου μαζί.
Περιστατικά βίας στα ελληνικά πανεπιστήμια υπάρχουν, αλλά αυτά είναι μεμονωμένα.
Ή τουλάχιστον συμβαίνουν όπως σε κάθε άλλο δημόσιο χώρο, αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο.
Περιστατικά βίας και μάλιστα πολιτικής και σε πολύ μεγαλύτερη ένταση υπήρχαν και στο παρελθόν, στις δεκαετίες του ΄60, του ΄70 και του ΄80, όταν κυβερνήσεις στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, προσπαθούσαν να περάσουν αντιλαϊκά νομοσχέδια.
Υπήρχαν και εξακολουθούν να καταγράφονται ακόμη και σήμερα σε αμερικανικά πανεπιστήμια που θεωρούνται κορυφαία, καθώς νέοι και νέες αντιδρούν λ.χ. στη γενοκτονική πολιτική του Ισραήλ εναντίον των Παλαιστινίων.
Οι εξαγγελίες συνεπώς της κυβέρνησης Μητσοτάκη για αναστολή της φοιτητικής ιδιότητας για 24 μήνες σε όσους συλλαμβάνονται για επεισόδια μέσα σε πανεπιστημιακούς χώρους όχι μόνον υποδηλώνει άγνοια για το πώς ουσιαστικά, δηλαδή χάρη στην παιδεία, μπορεί να αντιμετωπιστεί η βία, αλλά και δείχνει ποιες είναι οι πραγματικές προθέσεις της.
Να επιβάλει ένα αυταρχικό πλαίσιο λειτουργίας στους ακαδημαϊκούς χώρους, να τους δυσφημήσει προκειμένου να τους ελέγξει ιδεολογικά, παρότι επτά ελληνικά πανεπιστήμια βρίσκονται μεταξύ των καλύτερων του κόσμου, και να εξουδετερώσει τις όποιες διεκδικήσεις του προοδευτικού φοιτητικού κινήματος.
Ενός φοιτητικού κινήματος με χίλια μύρια προβλήματα, το οποίο, ωστόσο, εξακολουθεί να αμφισβητεί τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, αυτές που παράγουν άνεργους τεχνοκράτες, και δίνει ένα ηχηρό «παρόν», όταν διακυβεύονται κορυφαία ζητήματα της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου, όπως συνέβη με τις κινητοποιήσεις για την τραγωδία των Τεμπών.
Άλλωστε, αυτό δείχνει ο επικοινωνιακός θόρυβος που δημιούργησε η κυβέρνηση.
Ενώ θα μπορούσε να ενισχύσει τον διάλογο, την κριτική σκέψη και να λάβει μέτρα ώστε και μέσα στα πανεπιστήμια να εφαρμόζεται ο νόμος, όπως οπουδήποτε αλλού (όχι βέβαια με την πανεπιστημιακή αστυνομία ή την παρουσία ΜΑΤ) για να περιοριστούν τα λίγα περιστατικά βίας, που προκαλούν συγκεκριμένες ομάδες και καταδικάζονται από όλους, με την αρωγή των
Μέσων, μεγεθύνει τεχνηέντως το πρόβλημα.
Ακόμη και ένας απλός διαπληκτισμός για το αν και πού θα κολληθεί μια αφίσα, στο κυλικείο, ή σε άλλο χώρο της Πολυτεχνειούπολης, γίνεται πρώτο θέμα στα δελτία ειδήσεων και απασχολεί για μέρες την ειδησεογραφία.
Προφανώς οι περισσότεροι από εμάς θέλουμε καθαρά πανεπιστήμια.
Όχι, όμως, αποστειρωμένα, χωρίς να διακινούνται ιδέες, δίχως εκδηλώσεις.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που, παρά τις εξαγγελίες περί «μηδενικής ανοχής» στο οργανωμένο έγκλημα, η ελληνική κυβέρνηση αποδεικνύεται θεατής απέναντι στην ασύδοτη βία της greek mafia, μιας πολυπλόκαμης εγκληματικής δομής που απλώνεται σε ποικίλα πεδία: από τα συμβόλαια θανάτου και την προστασία νυχτερινών κέντρων έως τη νομιμοφανή διείσδυση σε επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Ακόμα και όταν προκύπτουν στοιχεία για διασυνδέσεις μεταξύ κυκλωμάτων και κρατικών λειτουργών, η θεσμική αντίδραση παραμένει υποτονική, ή απολύτως προσχηματική.
Πιο ανησυχητική, όμως, είναι η πληθώρα δημοσιογραφικών και δικαστικών αποκαλύψεων που εμπλέκουν εν ενεργεία ή απόστρατους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ. με πρόσωπα και ομάδες του υποκόσμου.
Όταν η σκιά της greek mafia και η βία που παράγει, φαίνεται να αγγίζει την καρδιά του κρατικού μηχανισμού, τότε δεν πρόκειται απλώς για αδυναμία.
Πρόκειται για μια κρίση θεσμικής νομιμοποίησης, με επιπτώσεις στην ίδια τη δημοκρατία.
Για αυτό, όμως, το θέμα, αυτά τα περιστατικά βίας και ανομίας δεν εξαγγέλλουν μέτρα ο πρωθυπουργός και οι αρμόδιοι υπουργοί.
Ούτε και γίνεται πρώτο θέμα στα δελτία ειδήσεων.
Απλώς το αποσιωπούν.