Η επικείμενη ομιλία του Καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας Νίκου Θεοχαράκη στα Χανιά, στο πλαίσιο εκδήλωσης της Ενωτικής Πρωτοβουλίας ΜέΡΑ25 με θέμα τις γενεσιουργές αιτίες της ακρίβειας, αποτέλεσε αφορμή για μια εκτενή συζήτηση με τον «Αγώνα της Κρήτης».
Ο κ. Θεοχαράκης τοποθετήθηκε για το πώς η ακρίβεια, ο τουρισμός, η στεγαστική κρίση, τα funds, οι μισθοί και η φορολογία συνθέτουν ένα τοπίο που πιέζει ολοένα και περισσότερο την κοινωνική πλειοψηφία.
Σε σχέση με το αν η κατάσταση στα Χανιά και την Κρήτη είναι χειρότερη από την υπόλοιπη χώρα, ο ίδιος σημείωσε:
«Δεν είμαι βέβαιος ότι είναι οξυμένο σε σχέση με άλλες περιοχές της Ελλάδος. Δηλαδή σε σχέση με την Αθήνα ή την Θεσσαλονίκη είναι και εκεί οξυμένο, αλλά όχι υπέρμετρα σε σχέση με άλλες περιπτώσεις», εξήγησε, για να προσθέσει ότι «μόνο ο τουρισμός είναι που το αλλάζει».
Όπως υπογράμμισε, η Κρήτη βιώνει τις συνέπειες ενός «υπερβάλλοντος τουρισμού», ο οποίος δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες στέγασης για τον ντόπιο πληθυσμό, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες.
Γιατί δεν πρέπει να γίνουμε… Χαβάη
Για να περιγράψει την κοινωνική ανισότητα που μπορεί να γεννήσει ένα στρεβλό τουριστικό μοντέλο, ο Νίκος Θεοχαράκης χρησιμοποίησε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από την άλλη άκρη του κόσμου – τη Χαβάη.
«Η Χαβάη είναι μια ονειρεμένη χώρα, παράδεισος που έχει ωραία εστιατόρια, καταπληκτικά ξενοδοχεία πάνω στη θάλασσα… Και στη συνέχεια ανακαλύπτεις ότι ο ίδιος ο πληθυσμός της Χαβάης μένει μέσα σε παράγκες ή σε τρώγλες μέσα στο κέντρο του νησιού που δεν έχει τίποτα».
Το μοντέλο αυτό, όπου η βιτρίνα λάμπει ενώ ο τοπικός πληθυσμός ζει στην αφάνεια, συγκοινωνεί – κατά τον ίδιο – με όσα βλέπουμε σε πολλές ελληνικές τουριστικές περιοχές.
Η ανισότητα, όμως, δεν εκφράζεται μόνο στο εσωτερικό των τόπων υποδοχής τουριστών. Ακουμπά και την πρόσβαση των ίδιων των Ελλήνων στις διακοπές:
«Αυτή τη στιγμή βλέπουμε λοιπόν ότι ο ελληνικός πληθυσμός δεν έχει και τη δυνατότητα να κάνει αξιοπρεπείς διακοπές», τόνισε, αναδεικνύοντας το απαγορευτικό κόστος μετακίνησης. «Μόνο ένα αεροπορικό εισιτήριο έχεις κόστις 150. Αν πάρεις το πλοίο από τον Πειραιά με ένα αυτοκίνητο και δυο παιδιά το κόστος είναι πολλαπλάσιο».
Η εικόνα που περιγράφει είναι εκείνη μιας χώρας στην οποία ο τουρισμός αναπτύσσεται, αλλά ολοένα και λιγότεροι κάτοικοί της μπορούν να τον απολαύσουν.
Πλειστηριασμοί και funds: όταν η κατοικία γίνεται «προϊόν»
Το ζήτημα της στέγης, ειδικά για νέες οικογένειες, συνδέεται άμεσα – σύμφωνα με τον κ. Θεοχαράκη – με τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και την πολιτική των funds.
Ως συντονιστής της Κεντρικής Επιτροπής του ΜέΡΑ25, στέκεται ιδιαίτερα κριτικά στις πιέσεις που ασκούνται για επιτάχυνση των πλειστηριασμών:
«Άκουγα τις προάλλες τον διευθύνοντα σύμβουλο της DoValue να παραπονιέται κιόλας ότι όταν παίρνουν τα σπίτια του κόσμου, οι διαδικασίες για να τελεσιδικήσουν αυτά κρατάνε αρκετό χρόνο», σχολίασε, χαρακτηρίζοντας τη λογική αυτή ως «προκλητική και απαράδεκτη».
Ταυτόχρονα εξέφρασε τον προβληματισμό του για μελέτες που επιχειρούν να «αθωώσουν» τον ρόλο της βραχυχρόνιας μίσθωσης τύπου Airbnb. Επισημαίνει ότι συχνά τέτοιες μελέτες χρηματοδοτούνται από ενδιαφερόμενους φορείς ή πραγματοποιούνται από συλλόγους που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη αγορά, ενώ – όπως υποστηρίζει – η πραγματικότητα δείχνει σαφή επίπτωση στη διαθεσιμότητα κατοικιών.
Το τρίπτυχο της ακρίβειας: εισοδήματα, κοινωνικά αγαθά, ολιγοπώλια
Για τον Νίκο Θεοχαράκη, η ακρίβεια δεν είναι ένα «φυσικό φαινόμενο», αλλά αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών. Προτείνει να τη διαβάζουμε ως προϊόν ενός τριγώνου:
Πρώτον, των συρρικνωμένων εισοδημάτων. Δεύτερον, του γεγονότος ότι οι πολίτες υποχρεώνονται να πληρώνουν ακριβά υπηρεσίες που «θα ’πρεπε να είναι κοινωνικά αγαθά». Και τρίτον, της «ολιγοπωλιακής δομής όλων των αγορών», με τον ίδιο να κάνει λόγο για «διάφορα κόλπα που γίνονται με το ρεύμα, με τα σπίτια».
Το συμπέρασμά του για την καθημερινότητα του μέσου πολίτη είναι σαφές:
«Όλα αυτά είναι εκφάνσεις μιας συγκεκριμένης λογικής η οποία εκκολάπτει φαινόμενα τα οποία οδηγούν τον κόσμο να μην μπορεί να βγάλει το μήνα».
Η «οικονομία της καφετέριας» και η Ελλάδα των χαμηλών μισθών
Στη συνέχεια, η συζήτηση πέρασε στο «παράδοξο» της μείωσης των πραγματικών μισθών στην Ελλάδα, την ώρα που σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες καταγράφονται αυξήσεις. Ο κ. Θεοχαράκης εστίασε όχι σε συγκυριακούς παράγοντες, αλλά σε δομικά χαρακτηριστικά του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου.
Αναφέρθηκε ειδικά σε μελέτη του Παρατηρητηρίου του London School of Economics (LSE), την οποία υπογράφουν οι ερευνητές Μιχάλης Νικηφόρος, Νίκος Ροδουσάκης, Βλάσης Μισσός και Χρήστος Πιέρος. Οι επιστήμονες εισάγουν τον όρο «οικονομία της καφετέριας» (cafe economics) για να περιγράψουν την ελληνική ιδιαιτερότητα.
«Η οικονομία της καφετέρειας σημαίνει ότι οι επενδύσεις που γίνονται, γίνονται όλες σε καφετέρειες γιατί είναι χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλών μισθών και χαμηλής προστιθέμενης αξίας», εξήγησε ο κ. Θεοχαράκης.
Αιτία αυτής της στροφής θεωρεί την έλλειψη ενεργούς εσωτερικής ζήτησης μετά την οικονομική κρίση, η οποία αποθαρρύνει τις σοβαρές παραγωγικές επενδύσεις. Όπως σχολίασε χαρακτηριστικά, η αγορά ακινήτων «δεν είναι επενδύσεις αυτές».
Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με την ανάλυσή του, είναι ότι η Ελλάδα παράγει δομικά οικονομίες χαμηλών μισθών, συμπεριλαμβανομένου του τουριστικού τομέα. Υπενθύμισε τις πιέσεις της Τρόικας το 2012 για οριζόντια μείωση μισθών και κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων – μια κατεύθυνση που, όπως υπογραμμίζει, εξακολουθεί να ισχύει με τον κατώτατο μισθό να καθορίζεται μονομερώς από την εκάστοτε κυβέρνηση.
«Ο νόμος γενικά των εργασιακών σχέσεων είναι ένας νόμος ο οποίος δεν είναι τίποτα άλλο παρά το διευθυντικό δικαίωμα, το απόλυτο διευθυντικό δικαίωμα νομοθετημένο», σημείωσε με έμφαση, προσθέτοντας πως το θεσμικό πλαίσιο προστασίας της εργασίας έχει πλέον «ξηλωθεί».
ΦΠΑ 24% και έμμεσοι φόροι: όταν οι φτωχοί πληρώνουν περισσότερο
Στο πεδίο της φορολογίας, ο Νίκος Θεοχαράκης εστιάζει στον τρόπο που κατανέμονται τα βάρη. Ιδίως ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) 24% χαρακτηρίζεται από τον ίδιο ως «αντίστροφα προοδευτικός» (regressive).
«Οι φτωχοί πληρώνουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους σε φόρους από ό,τι οι πλούσιοι», ανέφερε, φέρνοντας στη συζήτηση την ιστορική μελέτη του 1973 από τον Σάκη Καράγιωργα, γραμμένη μέσα από τις φυλακές Κορυδαλλού, η οποία ανέλυε πώς οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα επιβαρύνουν δυσανάλογα τους οικονομικά ασθενέστερους. «Τώρα αυτή τη στιγμή είναι ακόμα μεγαλύτερο το κομμάτι», συμπλήρωσε.
Ιδιαίτερη κριτική άσκησε και στην άρνηση διαδοχικών κυβερνήσεων να προχωρήσουν σε τιμαριθμική αναπροσαρμογή των φορολογικών κλιμακίων, παρότι ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός:
«Αν υπάρχει πληθωρισμός και έχεις αφήσει τα κλιμάκια στο παλιό επίπεδο, τότε μπαίνεις σε ανώτερο φορολογικό συντελεστή χωρίς όμως να έχεις γίνει πιο πλούσιος. Απλά σε πραγματικούς όρους ο φορολογικός συντελεστής τώρα είναι διαφορετικός».
Έτσι, όπως υπογράμμισε, το φορολογικό σύστημα λειτουργεί ως μια «μυλόπετρα στο λαιμό της ελληνικής οικονομίας» που τσακίζει τον κόσμο και τροφοδοτεί την ακρίβεια:
«Με 24% άμα κάνεις ένα πράγμα που κάνει 100, πρέπει να πληρώσεις άλλα 24 για να μπορέσεις να το αποκτήσεις… Όλα αυτά τα πράγματα μαζί δημιουργούν μια γενική δυσφορία», είπε.
Από τη διάγνωση στη διεκδίκηση: Το ερώτημα που μένει ανοιχτό
Οι παρεμβάσεις του Νίκου Θεοχαράκη δεν περιορίζονται σε τεχνικές αναλύσεις· συνθέτουν ένα συνολικό σχήμα για το πώς τουρισμός, ακρίβεια, μισθοί, στέγη, funds και φορολογία αρθρώνονται σε ένα πλέγμα που πιέζει ολοένα και πιο έντονα τα χαμηλά και μεσαία στρώματα.
Στο επίκεντρο βρίσκεται η διαπίστωση ότι η ακρίβεια δεν είναι ουδέτερη: συνδέεται με ένα μοντέλο ανάπτυξης που ευνοεί τα ολιγοπώλια, υπονομεύει την εργασία, εμπορευματοποιεί την κατοικία και αξιοποιεί το φορολογικό σύστημα ως εργαλείο άντλησης πόρων από τους πιο αδύναμους.
Το ερώτημα που αφήνει ανοιχτό η ανάλυση του καθηγητή είναι αν η ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα είναι διατεθειμένα να αμφισβητήσουν αυτό το μοντέλο. Γιατί, όπως προκύπτει από τα ίδια του τα λόγια, όσο η «οικονομία της καφετέριας» και η «μυλόπετρα» της φορολογίας παραμένουν στη θέση τους, τόσο περισσότεροι πολίτες θα συνεχίσουν να βιώνουν την ακρίβεια όχι ως αφηρημένο δείκτη, αλλά ως καθημερινό αγώνα «να βγάλουν το μήνα».
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη ΕΔΩ.
Το ξέρουμε…
Το να βλέπετε αυτά τα μηνύματα μπορεί να είναι κουραστικό. Και να είστε σίγουροί ότι ούτε κι εμείς βρίσκουμε κάποια ευχαρίστηση από το να τα γράφουμε... Όμως αυτό το μήνυμα δεν αφορά εμάς. Αφορά κάτι πολύ πιο σημαντικό: την επιβίωση της ανεξάρτητης, μαχητικής δημοσιογραφίας στην Kρήτη.
Η στήριξη σας είναι σημαντική γιατί μας επιτρέπει να:
- - Κάνουμε ρεπορτάζ χωρίς φόβο και εξαρτήσεις. Κανείς δεν μας υπαγορεύει τι να πούμε ή τι να αποσιωπήσουμε.
- - Κρατάμε τη δημοσιογραφία μας προσβάσιμη σε όλους, ακόμη και σε αυτούς που δεν έχουν την ικανότητα να πληρώσουν. Χωρίς paywall, χωρίς προνόμια μόνο για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα.
Η απλή αλήθεια είναι ότι τα έσοδα διαρκώς συρρικνώνονται. Αν πιστεύετε ότι μια πραγματικά ελεύθερη ενημέρωση είναι ζωτικής σημασίας για τη δημοκρατία και τον έλεγχο της εξουσίας, τότε δώστε μας τη δύναμη να συνεχίσουμε.
Σας ευχαριστούμε θερμά.



