«Το χρέος θα αυξηθεί» προειδοποιεί σε δισέλιδο άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο Γιάνης Βαρουφάκης αναφερόμενος στον κύριο διαπραγματευτικό στόχο της κυβέρνησης να απαιτήσει από τους δανειστές όριο-ταβάνι στις ετήσιες αποπληρωμές του κράτους ίσο με το 15% του ΑΕΠ.
«Το όφελος από μια τέτοια συμφωνία αοφρά τα ακανθώδη έτη 2019 (όταν θα έφερνε μείωση αποπληρωμών περί τα 6 δισ.) και την περίοδο 2022-2028 (μείωση περίπου 10 δισ. για το 2022 και σταδιακά λιγότερη μετέπειτα). Το γεγονός ότι τα επόμενα τρία χρόνια το Δημόσιο δεν πρόκειται να ωφεληθεί από μια τέτοια συμφωνία είναι μεν δυσάρεστο αλλά δεν είναι το κύριο πρόβλημα», αναφέρει και εξηγεί τους τρεις λόγους που δεν ενδείκνυται μια τέτοια συμφωνία για το χρέος.
Οι τρεις λόγοι
Όπως εξηγεί ο πρώην τσάρος της ελληνικής Οικονομίας
- «Το χρέος θα αυξηθεί – Τις χρονιές που οι συμφωνημένες αποπληρωμές τόκων ξεπερνούν το όριο – ταβάνι, ένα σημαντικό ποσό τόκων απλά θα μετακυλίεται στο μέλλον και, έτσι, το χρέος θα αυξάνεται (αντί να μειώνεται). Ο μόνος τρόπος να μη συμβεί αυτό είναι αν οι δανειστές συμφωνήσουν πως όχι μόνο θα μπαίνει όριο στις αποπληρωμές, αλλά και πως η διαφορά αυτού του ορίου από τον οφειλόμενο τόκο δεν θα μετακυλίεται στο μέλλον (κάτι που ισοδυναμεί με αρνητικό επιτόκιο για εκείνες τις χρονιές)».
- «Τα νέα υφεσιακά μέτρα θα επιταχύνουν την αύξηση του χρέους – Σε υφεσιακές χρονιές, που το ονομαστικό ΑΕΠ μειώνεται, οι αποπληρωμές στους δανειστές θα μειώνονται και έτσι το χρέος θα αυξάνεται. Όσο δηλαδή επικρατεί η λιτότητα, η οποία εξασφαλίζει την ύφεση, το χρέος θα μεγαλώνει γεωμετρικά ως ποσοστό του συρρικνούμενου ΑΕΠ».
- «Καθώς το χρέος δεν πρόκειται να μειώνεται, θα είναι αδύνατον να πειστούν οι δανειστές να μειώσουν τον μεσοπρόθεσμο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος από το σημερινό (γελοίο) 3,5% στο 1% με 1,5% που είναι το μέγιστο συμβατό με τη σταθεροποίηση. Αυτό μεταφράζεται σε επιταχυνόμενη φοροεπιδρομή, στυγνή λιτότητα και αυξανόμενο χρέος στο διηνεκές», συμπληρώνει μεταξύ άλλων.
Μεταξύ άλλων, ο Γιάνης Βαρουφάκης αναφέρει πως δεν θεωρεί τυχαίο «ότι αυτή η “λύση”, που σήμερα η κυβέρνηση φέρεται να σκέφτεται να υιοθετήσει ως πρόταση της είχε αναφερθεί από τον κ. Ρέγκλινγκ πριν από έναν χρόνο». Μάλιστα διευκρινίζει πως επειδή γνώριζε τα πιο πάνω κρίσιμα μειονεκτήματά της συγκεκριμένης πρότασης, του είχε εξηγήσει πως αυτή «δεν ήταν αποδεκτή καθώς θα αύξανε το χρέος και θα ακύρωνε τα σκιρτήματα της ανάκαμψης».
Oλόκληρο το άρθρο έχει ως εξής:
Τις χρονιές που οι συμφωνημένες αποπληρωμές τόκων ξεπερνούν το όριο-ταβάνι, ένα σημαντικό ποσό τόκων απλά θα μετακυλίεται στο μέλλον και, έτσι, το χρέος θα αυξάνεται (αντί να μειώνεται). Ο μόνος τρόπος να μη συμβεί αυτό είναι αν οι δανειστές συμφωνήσουν πως όχι μόνο θα μπαίνει όριο στις αποπληρωμές, αλλά και πως η διαφορά αυτού του ορίου από τον οφειλόμενο τόκο δεν θα μετακυλίεται στο μέλλον.
Εχοντας θέσει ως κύριο διαπραγματευτικό στόχο την ελάφρυνση του χρέους, λέγεται (από το Reuters) ότι η κυβέρνηση προτίθεται να απαιτήσει από τους δανειστές όριο-ταβάνι στις ετήσιες αποπληρωμές του κράτους (προς όλους τους δανειστές του συνολικά) ίσο με το 15% του ονομαστικού εθνικού εισοδήματος (ΑΕΠ).
Θα καταστήσει το δημόσιο χρέος βιώσιμο μια τέτοια συμφωνία; Θα αποτελέσει την ένεση αισιοδοξίας που είναι απαραίτητη για την ανάκαμψη επενδύσεων και κατανάλωσης;
Η απάντηση είναι, δυστυχώς, αρνητική. Ας δούμε γιατί.
Το όφελος από μια τέτοια συμφωνία αφορά τα ακανθώδη έτη 2019 (όταν θα έφερνε μείωση αποπληρωμών περί τα 6 δισ.) και την περίοδο 2022-2028 (μείωση περίπου 10 δισ. για το 2022 και σταδιακά λιγότερη μετέπειτα).
i Το γεγονός ότι τα επόμενα τρία χρόνια το Δημόσιο δεν πρόκειται να ωφεληθεί από μια τέτοια συμφωνία είναι μεν δυσάρεστο αλλά δεν είναι το κύριο πρόβλημα.
ii Τρεις είναι οι λόγοι που δεν ενδείκνυται μια τέτοια συμφωνία για το χρέος:
- Α. Το χρέος θα αυξηθεί – Τις χρονιές που οι συμφωνημένες αποπληρωμές τόκων ξεπερνούν το όριο-ταβάνι, ένα σημαντικό ποσό τόκων απλά θα μετακυλίεται στο μέλλον και, έτσι, το χρέος θα αυξάνεται (αντί να μειώνεται). Ο μόνος τρόπος να μη συμβεί αυτό είναι αν οι δανειστές συμφωνήσουν πως όχι μόνο θα μπαίνει όριο στις αποπληρωμές, αλλά και πως η διαφορά αυτού του ορίου από τον οφειλόμενο τόκο δεν θα μετακυλίεται στο μέλλον (κάτι που ισοδυναμεί με αρνητικό επιτόκιο για εκείνες τις χρονιές).
- Β. Τα νέα υφεσιακά μέτρα θα επιταχύνουν την αύξηση του χρέους – Σε υφεσιακές χρoνιές, που το ονομαστικό ΑΕΠ μειώνεται, οι αποπληρωμές στους δανειστές θα μειώνονται και έτσι (βλ. Α) το χρέος θα αυξάνεται. Οσο δηλαδή επικρατεί η λιτότητα, η οποία εξασφαλίζει την ύφεση, το χρέος θα μεγαλώνει γεωμετρικά ως ποσοστό του συρρικνούμενου ΑΕΠ.
- Γ. Εξασφαλίζει μόνιμη λιτότητα – Καθώς το χρέος δεν πρόκειται να μειώνεται, θα είναι αδύνατον να πειστούν οι δανειστές να μειώσουν τον μεσοπρόθεσμο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος από το σημερινό (γελοίο) 3,5% στο 1% με 1,5% που είναι το μέγιστο συμβατό με τη σταθεροποίηση. Αυτό μεταφράζεται σε επιταχυνόμενη φοροεπιδρομή, στυγνή λιτότητα και αυξανόμενο χρέος στο διηνεκές.
Δεν είναι τυχαίο, κατ’ εμέ, ότι αυτή η «λύση», που σήμερα η κυβέρνηση φέρεται να σκέφτεται να υιοθετήσει ως πρότασή της, μου είχε αναφερθεί από τον κ. Ρέγκλινγκ πριν από έναν χρόνο. Ακριβώς επειδή γνώριζα τα πιο πάνω κρίσιμα μειονεκτήματά της, του εξήγησα ότι δεν ήταν αποδεκτή καθώς και θα αύξανε το χρέος και θα ακύρωνε τα σκιρτήματα της ανάκαμψης. Η αντιπρότασή μου προς τους δανειστές είχε ως κεντρική ιδέα τα εξής:
❶ Οι αποπληρωμές να συνδέονται όχι με το μέγεθος του ΑΕΠ (όπως η πρόταση Ρέγκλινγκ-κυβέρνησης) αλλά με τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ.
❷ Οι αποπληρωμές να αναστέλλονται (με εξαίρεση τη μετακύλιση των έντοκων γραμματίων) τις χρονιές που το ονομαστικό ΑΕΠ βρίσκεται κάτω από τη συμφωνημένη πρόβλεψη δανειστών-κυβέρνησης και, σε αυτές τις περιπτώσεις, η διάρκεια των δανείων να επεκτείνεται στο μέλλον ανάλογα, με μηδενικό όμως επιτόκιο.
❸ Ανώτατος στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 1,5% έως το 2030.
❹ Τα μέρη 1, 2 & 3 της συμφωνίας αυτής να έχουν διαχρονική νομική ισχύ χωρίς διασύνδεση με τις αξιολογήσεις του EuroWorkingGroup (EWG).
Μια τέτοια αναδιάρθρωση χρέους θα ήταν αμοιβαία ωφέλιμη τόσο για την Ελλάδα όσο και για τους δανειστές (οι οποίοι θα εισέπρατταν περισσότερα τοκοχρεολύσια) λόγω της ανάκαμψης που θα έφερναν επενδύσεις εκπορευόμενες από επενδυτές που, ακούγοντας αυτή τη συμφωνία, θα ένιωθαν αισιόδοξοι βλέποντας πως:
♦ Οσο συνεχίζεται η ύφεση, οι αποπληρωμές εκμηδενίζονται και το χρέος μειώνεται (καθώς επεκτείνεται η περίοδος αποπληρωμής με μηδενικό επιτόκιο) – βλ. 1 & 2.
♦ Ο χαμηλός στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος σηματοδοτεί χαμηλότερους φόρους και λιγότερη λιτότητα (άρα ανάσες για τον ιδιωτικό τομέα) – βλ. 3.
♦ Η διαχρονική νομική ισχύς της συμφωνίας –βλ. 4– αίρει την αβεβαιότητα των επενδυτών, καθώς θέτει τέλος στην εξάρτηση των χαμηλών αποπληρωμών από συνεχείς «αξιολογήσεις» στο EWG.
Ως γνωστόν, η πρότασή μου εκείνη δεν συζητήθηκε καν πέρσι. (Η ειρωνεία είναι πως έγινε πλήρως αποδεκτή -και εφαρμόστηκε- στην περίπτωση της… Ουκρανίας. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα!). Δεν γνωρίζω αν η κυβέρνηση πράγματι πηγαίνει στην Ουάσινγκτον με αίτημα διευθέτησης του χρέους έμπνευσης Ρέγκλινγκ, ο οποίος το προέκρινε ακριβώς επειδή δεν αφήνει τη χώρα να ξεφύγει από το ισχύον καθεστώς χρεοδουλοπαροικίας. Αρνούμαι να το πιστέψω!
Θα είναι πράγματι μέγιστο ατόπημα αν τελικά, όπως ακούστηκε, εγκαταλείφθηκε η πρόταση της περασμένης άνοιξης η οποία, αντίθετα με την πρόταση Ρέγκλινγκ, χαιρετίζεται από σοβαρούς αναλυτές ως αμοιβαίως επωφελής τόσο για την Ελλάδα όσο και για τους δανειστές.
- 1. Μέγιστο όριο αποπληρωμών ίσο με το 15% επί του ονομαστικού ΑΕΠ (συμπεριλαμβανομένων των κυλιόμενων έντοκων γραμματίων που κατέχουν ως επί το πλείστον οι ελληνικές τράπεζες) θα σήμαινε (με δεδομένο το σημερινό επίπεδο του ΑΕΠ) μέγιστες αποπληρωμές στους δανειστές (δηλαδή στην τρόικα) που δεν θα ξεπερνούν τα 13 με 17 δισ. (συν άλλα 10 με 14 δισ. που θα καταβάλλονται ετησίως στις ελληνικές τράπεζες για τη μετακύλιση των έντοκων γραμματίων τους – συνολικά περί τα 27 δισ. ετησίως). Το 2016 οι αποπληρωμές στους δανειστές ανέρχονται στα 13,3 δισ., ενώ το 2022 εκτοξεύονται στα 27,3 δισ. («μειούμενες» το 2023 στα 20 δισ.).
- 2. Η προοπτική ελάφρυνσης των μελλοντικών αποπληρωμών έχει αξία στον βαθμό που ακυρώνει την πεποίθηση επενδυτών και πολιτών ότι, από τη στιγμή που το 2019 και το 2022 το κράτος πάλι θα πτωχεύσει, δεν έχουν λόγο να επενδύσουν σήμερα.