Η Νίκη Λατινάκη, έχει φύγει από τη χώρα. Και αυτή όπως και χιλιάδες άλλοι συμπολίτες μας αναζήτησαν την αξιοπρέπειά τους στο εξωτερικό. Από εκεί, γράφει για τον θάνατο του Βαγγέλη Γιακουμάκη. Και τη συλλογική σιωπή που επιτρέπει στη βία να κυριαρχεί. Που οδηγεί ανθρώπους στο περιθώριο. Που μετατρέπει το έγκλημα σε κάτι κοινά αποδεκτό. Κι αναρωτιέται:
«Τι κάναμε για όλους αυτούς που ουρλιάζουν μες στην σιωπή τους ζητώντας ένα χέρι βοήθειας;
Τι κάναμε για να σταματήσουμε ένα από όλα αυτά τα κακά που μαστίζουν την κοινωνία και μας υποβιβάζουν σαν λαό και σαν χώρα;
ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΕΙΠΑΜΕ ΤΙ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ ΕΜΕΝΑ, ΜΗΝ ΑΝΑΚΑΤΕΥΕΣΑΙ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΔΟΥΛΕΙΑ;»
Για να καταλήξει:
«Δεν είναι ο Βαγγέλης και ο κάθε Βαγγέλης νεκρός. Εμείς είμαστε.»
Διαβάστε ολόκληρη την επιστολή της:
“Μα από την κόλαση μου, σου φωνάζω: Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω”.
Αυτά τα μάτια. Αυτό to βλέμμα. Πόσο πόνο έκρυβαν.
Τα είδε κάνεις μας;
Όλες αυτές τις μέρες ένας ανείπωτος θυμός κυριαρχεί μες στην ψυχή πολλών από εμάς, γιατι άλλο ένα το παιδί μας χάθηκε τόσο άδικα.
Όμως όλοι εμείς τι κάναμε πριν φτάσει ο Βαγγέλης και ο κάθε Βαγγέλης σε αυτήν την απελπιστική πράξη;
Πόσες φορές μες στις ίδιες μας τις οικογένειες, οι δικοί μας άνθρωποι κραυγάζουν για βοήθεια, για μια κουβέντα, ένα χάδι, μια λέξη αγάπης και εμείς απλά τους γυρίζουμε την πλάτη;
Τι κάναμε για τα τόσα θλιμμένα βλέμματα που ζητούν βοήθεια;
Τι κάναμε για το παιδί της διπλανής πόρτας που πεινάει;
Τι κάναμε για το παιδί που ακούμε και κλαίει;
Τι κάναμε για το παιδί που κακοποιείτε; Που εμπορεύεται; Που βιάζεται;
Τι κάναμε για την γυναίκα που διασύρεται, βιάζεται, κακοποιείτε;
Τι κάναμε πριν για τους χιλιάδες των συνανθρώπων μας που δεν άντεξαν και έδωσαν τέλος στην ζωή τους;
Τι κάναμε για τους ρακένδυτους, τους άστεγους που απλώνουν το χέρι για βοήθεια;
Τι κάναμε γι’αυτούς που έχασαν τα λογικά τους;
Τι κάναμε για όλους αυτούς που ουρλιάζουν μες στην σιωπή τους ζητώντας ένα χέρι βοήθειας;
Μια κουβέντα, ένα βλέμμα.
Τι κάναμε για αυτούς που βιάζουν, δέρνουν, περιγελούν κάθε μέρα αδύναμους και απροστάτευτους συνανθρώπους μας;
Τι κάνουμε γι’ αυτούς τους ψευτόμαγκες που τραβούν όπλα ή σε αναγκάζουν να πίνεις κούπες κρασιά, δήθεν για ν’ αναβιώσουν ήθη και έθιμα του τόπου μας;
Πολλές φορές με μοιραία αποτελέσματα;
Πόσες φορές οι σουπιές της κάθε γειτονιάς των χωριών της Κρήτης ‘σκοτώνουν’ και θάβουν τους συγχωριανούς τους.
Με τα δηλητηριώδεις πλοκάμια τους πλέκουν και ράβουν τα σάβανα των θυμάτων τους.
Μετά θα παραβρεθούν στην τελετή με ένα άσπρο μαντήλι να σκουπίζουν τα κορκοδειλίσια δάκρυα τους.
Τι κάναμε για να σταματήσουμε ένα από όλα αυτά τα κακά που μαστίζουν την κοινωνία και μας υποβιβάζουν σαν λαό και σαν χώρα;
Τι κάναμε για να κόψουμε την ρίζα του φασισμού, του ρατσισμού, της αδιαφορίας,της απανθρωπιάς;
Πότε απλώσαμε το χέρι να τραβήξουμε έναν που έχει χαθεί μέσα στην δύνη του …
ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΕΙΠΑΜΕ ΤΙ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ ΕΜΕΝΑ, ΜΗΝ ΑΝΑΚΑΤΕΥΕΣΑΙ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΔΟΥΛΕΙΑ;
Σιωπήσαμε, γίναμε συνένοχοι. Γυρίζαμε ενοχλημένοι την πλάτη. Αδιαφορήσαμε. Συνεχίσαμε αμέριμνοι την αχυρένια ζωή μας μέσα σε μια ψεύτικη ομορφιά. Σ’ενα ψεύτικο πλούτο, σε μια ψεύτικη ευημερία. Μια ζωή δήθεν, χωρίς την ομορφιά της αγάπης και των πραγματικών συναισθημάτων. Χωρίς τις πραγματικές χάρες της ζωής…
Ζούμε; Όχι δεν ζούμε. Απλά υπάρχουμε.
Αρνούμαστε πεισματικά να αναστήσουμε την πεθαμένη συνείδηση, τα πεθαμένα συναισθήματα μας.
Δεν είναι ο Βαγγέλης και ο κάθε Βαγγέλης νεκρός. Εμείς είμαστε.