Η ελληνική κυβέρνηση τις προηγούμενες μέρες αναζήτησε μία «συνολική πολιτική συμφωνία». Δεν το κατάφερε. Σε όλες τις τοποθετήσεις των εκπροσώπων των δανειστών δεν υπήρξε καμία αναφορά στα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, η συζήτηση για τα οποία παραμένει (όπως προβλέπεται από τον Δεκέμβριο) μετά το 2018 και «αν χρειαστεί». Παράλληλα δεν υπήρξε καμία αναφορά στην ένταξη των ελληνικών τραπεζών στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που ήταν επίσης μεγάλος στόχος στη διαπραγμάτευση, ενώ φαίνεται ότι εδώ και καιρό έχει εγκαταλειφθεί η προσπάθεια για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος από το 3,5% σε πιο λογικά επίπεδα
Το βασικότερο σημείο είναι ότι η Ελλάδα αποδέχεται πλέον τη νομοθέτηση προληπτικών μέτρων για μετά το 2018, κάτι που μέχρι και πριν λίγες μέρες ήταν «κόκκινη γραμμή». Τι κέρδισε από αυτές τις διαδοχικές υποχωρήσεις η κυβέρνηση; Την επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα, δηλαδή την έναρξη ξανά των διαπραγματεύσεων και δύο υποσχέσεις: Την πιθανότητα να μπορεί να νομοθετήσει και θετικά προληπτικά μέτρα, αλλά και τη «δέσμευση» της Κομισιόν για ένα πρόγραμμα 100.000 θέσεων εργασίας, συνολικού ύψους 3δις. Οι υποσχέσεις αυτές, αν και αναφέρθηκαν στη συνέντευξη Τύπου, δεν καταγράφονται σε καμία από τις επίσημες δηλώσεις που εξέδωσαν Κομισιόν και ΔΝΤ μετά το τέλος του Eurogroup, αλλά ούτε και στο κοινό ανακοινωθέν του Eurogroup.
«Ούτε ένα ευρώ νέα μέτρα»;
Η κυβέρνηση πανηγυρίζει (ως είθισται, αλλά σήμερα ακόμα περισσότερο) με βασικό επιχείρημα ότι το Eurogroup δεσμεύτηκε σε «ούτε ένα ευρώ νέα μέτρα λιτότητας». Αυτό μοιάζει εντελώς ανακριβές και όπως τόνισε και ο Ντάισελμπλουμ, το «ούτε ένα ευρώ νέα μέτρα δεν είναι δική μου διατύπωση».
Η βασική διαφορά βρίσκεται στις εξής λεπτομέρειες. Η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε ξεκάθαρα τη νομοθέτηση προληπτικών μέτρων από τώρα για το 2019. Πρόκειται για την ίδια διαδικασία που το Μαξίμου αλλά και πολλά στελέχη της έχουν χαρακτηρίσει ως «παράνομη», ενώ ο Γιούνκερ έλεγε τον περασμένο Απρίλιο ότι δεν μπορεί να ζητηθεί από καμία δημοκρατία του κόσμου.
Ακόμα όμως κι αν δεχτεί κανείς ότι με την προληπτική νομοθέτηση θετικών μέτρων η διαδικασία γίνεται… λιγότερο παράνομη, η δεύτερη λεπτομέρεια βρίσκεται στο χρονοδιάγραμμα. Σύμφωνα με τον Ντάισελμπλουμ, αν το πακέτο των «μεταρρυθμίσεων» κριθεί ουσιαστικό από τους θεσμούς, τότε θα ανοίξει ο δρόμος για να φέρει η ελληνική κυβέρνηση της προτάσεις της για αντισταθμιστικά μέτρα.
Δηλαδή πρώτα κυβέρνηση και θεσμοί θα πρέπει να καταλήξουν σε συμφωνία για το πακέτο των προληπτικών νέων μέτρων και κατά πάσα πιθανότητα (όπως συμβαίνει συνήθως) τα μέτρα αυτά θα πρέπει να περάσουν από την ελληνική Βουλή, ολοκληρώνοντας τη δεύτερη αξιολόγηση. Μετά, οι θεσμοί αφήνουν ένα «παράθυρο» ανοικτό να συμφωνήσουν με την Ελλάδα στα θετικά προληπτικά μέτρα. Κι όλα αυτά πάντα με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα φτάσει, στο τέλος του 2018, τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, όπως προβλέπεται στο τρίτο μνημόνιο. Συν τοις άλλοις δεν έγινε ξεκάθαρο ούτε κατά τη συνέντευξη Τύπου ούτε στο κοινό ανακοινωθέν το εάν κάποια από τα νέα μέτρα θα έχουν άμεση εφαρμογή ή αν όλα θα παραμείνουν «προληπτικά»
Λιτότητα τέλος, συνεχίστε τις μεταρρυθμίσεις
Ντάισελμπλουμ και Μοσκοβισί εξέφρασαν την άποψη ότι «η εποχή της λιτότητας στην Ελλάδα τελείωσε, περνάμε στην εποχή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων». Η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης από τους δανειστές τα τελευταία επτά χρόνια έχει δημιουργήσει μια σειρά από λεκτικούς ευφημισμούς: Λέξεις που επιλέγονται και χρησιμοποιούνται με τέτοιον τρόπο ώστε να κρύβουν καλά τα σημαινόμενα. Η παραπάνω δήλωση σίγουρα μπορεί να μπει στο «πάνθεον» αυτών των ευφημισμών.
Δηλαδή, «η λιτότητα στην Ελλάδα τελείωσε», αλλά τα τεχνικά κλιμάκια της τρόικας θα επιστρέψουν στην Αθήνα για να διαπραγματευτούν με την κυβέρνηση όλο το πακέτο των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» που επιθυμούσε η σκληρή μεριά των πιστωτών (Σόιμπλε, ΔΝΤ) και πλέον αποτελεί κοινό μέτωπο. «Μεταρρυθμίσεις» στο φορολογικό (μείωση αφορολόγητου), συνταξιοδοτικό (κατάργηση προσωπικής διαφοράς, δηλαδή μείωση συντάξεων) και στην αγορά εργασίας (ομαδικές απολύσεις η έστω απλή αύξηση του επιτρεπόμενου ποσοστού). Όλα αυτά συμπυκνώνονται στην αποδοχή των προληπτικών μέτρων από την Αθήνα και περιλαμβάνονται πλέον στη δεύτερη αξιολόγηση.
Ευρωζώνη – ΔΝΤ σημειώσατε Χ
Είναι πλέον λίγο πολύ γνωστές οι διαφωνίες που είχαν προκύψει μεταξύ Ευρωπαίων δανειστών και ΔΝΤ σχετικά με την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης. Οι Ευρωπαίοι διακηρύττουν ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο και επιθυμούν πλεονάσματα 3,5%. Το ΔΝΤ ζητάει ελάφρυνση χρέους και μικρότερα πλεονάσματα, κοντά στο 1,5%. Εάν οι Ευρωπαίοι επέμεναν στο πλεόνασμα 3,5% από το 2018 κι έπειτα, το ΔΝΤ υποστήριζε ότι χρειάζονταν επιπλέον μέτρα για την επίτευξη του στόχου κάτι που απέρριπτε η Ευρωζώνη.
Αυτό το τελευταίο σενάριο προωθείται ανοικτά πλέον, μετά το σημερινό Eurogroup. Όπως άλλωστε τόνισε και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε μπαίνοντας στη συνεδρίαση, «οι θεσμοί τώρα έχουν μία κοινή θέση». Δηλαδή γίνεται αποδεκτή η θέση του Ταμείου ότι το πλεόνασμα 3,5% απαιτεί νέα μέτρα, τα οποία όμως παραμένουν «προληπτικά». Πρόκειται για μία υποχώρηση των Ευρωπαίων. Από την άλλη όμως δεν ικανοποιείται η πάγια θέση του Ταμείου για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και φαίνεται να περνάει η ευρωπαϊκή άποψη περί «βιωσιμότητας». Πρόκειται για μία «πολιτική συμφωνία» μεταξύ των πιστωτών, εντελώς διαφορετική από αυτήν που θα επιθυμούσε η ελληνική κυβέρνηση, που προσδοκούσε να κερδίσει κάτι περισσότερο για το χρέος μέσω της παραμονής του ΔΝΤ. Το μόνο που κέρδισε η Ελλάδα από αυτήν την πολιτική συμφωνία των δανειστών είναι ότι τα νέα μέτρα λιτότητας παραμένουν (προς το παρόν) «προληπτικά»
Το «κοινό μέτωπο των θεσμών» δεν διασφαλίζει βέβαια τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και είναι ενδεικτικό ότι κανένας από τους αξιωματούχους δεν αναφέρθηκε με βεβαιότητα στο αν το ΔΝΤ θα συμμετέχει ή όχι στο τρίτο μνημόνιο.
Ωστόσο η «συμφωνία» του Eurogroup δίνει τα απαραίτητα επιχειρήματα σε όσους εντός του Ταμείου επιθυμούν την παραμονή στην Ελλάδα (π.χ. Τόμσεν) να υποστηρίξουν ότι πλέον το πρόγραμμα «βγαίνει» και το χρέος μπορεί να επανεξεταστεί, με δέσμευση των Ευρωπαίων, μετά το 2018.
Ο «επικοινωνιακός θρίαμβος»
Όλο το προηγούμενο διάστημα υπήρξαν δύο παράγοντες που εμπόδιζαν τις συζητήσεις για τη δεύτερη αξιολόγηση. Ο πρώτος ήταν οι βασικές διαφωνίες των δανειστών. Ο δεύτερος ήταν η άρνηση της κυβέρνησης να πει «ναι» σε ένα νέο, ακόμα και «προληπτικό» πακέτο λιτότητας, χωρίς έστω να πάρει κάτι για να το «πουλήσει» στο εσωτερικό. Τελικά οι (απλές) υποσχέσεις των Ευρωπαίων για θετικά προληπτικά μέτρα και θέσεις εργασίας δίνουν το δικαίωμα στην κυβέρνηση να θριαμβολογεί για το σημερινό Eurogroup.
Οι υποσχέσεις των δανειστών, μολονότι ασαφείς και μη καταγεγραμμένες, προσφέρουν σε κυβερνητικά στελέχη και βουλευτές τα απαραίτητα επιχειρήματα για να προχωρήσουν στη νομοθέτηση νέων μέτρων λιτότητας. Επιχειρήματα όπως το ότι «τα μέτρα θα είναι προληπτικά», «πιάνουμε και θα συνεχίζουμε να πιάνουμε τους στόχους», «θα νομοθετήσουμε και αντισταθμιστικά μέτρα» θα ακουστούν αρκετά το επόμενο διάστημα. Παράλληλα, μοιάζει σίγουρο ότι το επόμενο διάστημα, βασικός στόχος της κυβέρνησης θα είναι να περάσει όσο περισσότερα από τα «προληπτικά μέτρα» γίνεται στον «κόφτη» δαπανών ώστε να μην αναγκαστούν οι βουλευτές να ψηφίσουν π.χ. την πιθανή νέα μείωση των κύριων συντάξεων.
Αυτό είναι και το βασικό κέρδος της κυβέρνησης από το σημερινό Eurogroup. Επικοινωνιακός απεγκλωβισμός και στήριξη για να μπορέσει να περάσει ένα ακόμα δύσκολο πακέτο μέτρων, που θα εφαρμοστεί (αν εφαρμοστεί) το 2019. Κι επίσης χρήσιμος πολιτικός χρόνος για να προσπαθήσει να ελιχθεί παραπάνω στο ασφυκτικό πλαίσιο που είναι παγιδευμένοι. Όλα τα υπόλοιπα παραμένουν υποσχέσεις και οι δανειστές δεν έχουν ιδιαίτερα θετικό ιστορικό στην τήρηση των δικών τους υποχρεώσεων απέναντι στην Ελλάδα. Το 2012 οι δανειστές υποσχέθηκαν στον Σαμαρά ρύθμιση του χρέους μόλις πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα. Δεν έγινε ποτέ. Το 2015 υποσχέθηκαν στον Βαρουφάκη επαναφορά του waiver της ΕΚΤ. Δεν έγινε ποτέ. Οι υποχωρήσεις της Ελλάδας στο Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου 2017 είναι ξεκάθαρες. Τα κέρδη όμως όχι. Αν τα μέτρα παραμείνουν προληπτικά, αν νομοθετηθούν θετικά αντισταθμιστικά, αν το ΔΝΤ συμφωνήσει και αν φτάσουμε στα πλεονάσματα του 3,5%, τότε θα μιλάμε για… νίκη.