15.8 C
Chania
Monday, December 23, 2024

Διήγημα: Η επιληπτική

Ημερομηνία:

Γράφει ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής *

Η μητέρα φύση, για λόγους που εκείνη μόνο γνωρίζει και που δεν θα τους μάθει ποτέ ο άνθρωπος, όλα τα ζωντανά της γης τα σμιλεύει στην κοιλιά της μάνας τους όπως εκείνη θέλει. Άλλα προστάζει να γεννηθούν υγιέστατα κι αρτιμελή και άλλα με διάφορες μικρές ή μεγάλες ατέλειες.

Την Κούλα, έτσι την έλεγαν την ηρωίδα του σημερινού διηγήματός μας, πρόσταξε να γεννηθεί αρτιμελής μεν, αλλά επιληπτική. Ήταν το δεύτερο παιδί μιας πάμφτωχης οικογένειας σ’ ένα μικρό χωριό κάπου στην καρδιά της Ρούμελης, της ιδιαίτερής μου πατρίδας. Η δύστυχη μάνα της, όταν διαπίστωσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την μικρή κορούλα της, την έτρεξε βέβαια στους γιατρούς ‘κείνης της εποχής (την δεκαετία του 1930), όμως δεν έφεραν κανένα απολύτως αποτέλεσμα τα φάρμακα, αν υπήρχαν φάρμακα τότε. Το μεγάλωνε βέβαια η άμοιρη μάνα με περίσσια στοργή το άρρωστο παιδί της αλλά η στεναχώρια που το έβλεπε στην κατάσταση που ήταν, την μαράζωνε μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο, ώσπου μετά από το διάβα τριών χρόνων, αρρώστησε πολύ βαριά και ξαφνικά ένα πρωινό την βρήκανε πεθαμένη αγκαλιά με την κορούλα της.

Ο πατέρας μη μπορώντας να τα βγάλει πέρα μόνος και με δυο παιδιά αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί, προσπαθώντας να καλυτερεύσει τη ζωή του και των παιδιών του. Όμως η γυναίκα του και η μητριά των παιδιών του δεν ήταν αυτό που περίμενε, έτσι έλεγε αυτός αλλά και οι χωριανοί αυτό έβλεπαν, όμως τι μπορούσαν να κάνουν; Μετά από λίγους μήνες συμβίωσης άρχισε να φέρεται στα παιδιά όπως συνήθως φέρονται οι περισσότερες μητριές στα άμοιρα ορφανά που χάνουν τη μανούλα τους σε μικρή ηλικία. Και τι δεν έκανε στα δυο ορφανά και δύσμοιρα παιδιά, τα έδερνε η άπονη δίχως λόγο και αφορμή, τ’ άφηνε πολλές φορές νηστικά και το χειρότερο την μικρή Κούλα της φώναζε, δίχως λόγο κι οίκτο, άχρηστο θηλυκό, άρρωστη και επιληπτική.

Ποτέ δεν την έλεγε με το όνομά της. Το δύστυχο κοριτσάκι όταν πάθαινε αυτό που παθαίνουν οι επιληπτικοί, δηλαδή όταν την έπιανε η κρίση, εκτός από το να βγάζει αφρούς από το στόμα του, η άτυχη έκανε και τσίσα πάνω της. Αυτό ήταν κάτι που εξόργιζε την μητριά της αφάνταστα ή μάλλον ήταν η αφορμή για να μην πλένει τα κατουρημένα εσώρουχά της και την άφηνε δίχως βρακάκι. Με τέτοιους απάνθρωπους τρόπους συμπεριφερόταν η στρίγγλα μητριά. Το μικρό παιδί, έκλαιγε, πόναγε από το ξύλο που έτρωγε και πάνω απ’ όλα ντρεπότανε να περιφέρεται δίχως εσώρουχο, γιατί τα παιδιά της ηλικίας της την κορόιδευαν. Αλλά τι μπορούσε να κάνει για τον εξευτελισμό της αυτό και για ότι βίωνε καθημερινά; Έτσι με την πίκρα και τη θλίψη απλωμένες στο πάντα βρώμικο αθώο προσωπάκι του, την ταπείνωση, της μύριες κακουχίες και την πείνα, περνούσε ο καιρός όταν μας κήρυξαν τον πόλεμο οι βάρβαροι το σαράντα. Τότε ήρθαν τα χειρότερα. Ο πατέρας της έφυγε για το μέτωπο του πολέμου όπως όλοι οι άντρες και τα δόλια τα παιδιά έμειναν τελείως αβοήθητα στα νύχια της άπονης μητριάς τους. Τα δόλια έμοιαζαν σαν άκακα αρνάκια στη φωλιά μας άγριας και πεινασμένης λύκαινας. Εκείνο δε το ανθρωπόμορφο τέρας, δράττοντας την ευκαιρία αυτή κι ενώ πείνα θέριζε όλους τους Έλληνες, τη μικρή την άφηνε σχεδόν γυμνή και την ανάγκαζε να ζητιανεύει, όχι μόνο στο χωριό, αλλά την πήγαινε και στα γύρω χωριά που σίγουρα τα λάφυρα που θα αποκόμιζε θα ήταν πολλά. Τέλος, το τι πέρασε εκείνο το αθώο πλασματάκι δεν περιγράφεται.

Τώρα όταν έφυγαν από την πατρίδα μας οι βάρβαροι κατακτητές και πριν αρχίσει ο εμφύλιος σπαραγμός γύρισε ο πατέρας από το μέτωπο. Τότε όλοι νόμιζαν ότι το κακόμοιρο παιδί θα εύρισκε λίγη στοργή στην αγκαλιά του, αλλά δυστυχώς σχεδόν αμέσως εκείνος την έκλεισε σε κάποιο ίδρυμα στην Αθήνα. Εκεί γλύτωσε βέβαια από τα μαρτύρια της μητριάς της η άτυχη ηρωίδα μας, αλλά τα βάσανά της δεν είχαν τελειωμό. Η μοίρα της είχε και άλλα πολλά μαρτύρια γραμμένα να περάσει στο δευτέρι της. Μετά από λίγα χρόνια πέθανε η μητριά της και κανένας ποτέ δεν έμαθε από τι πέθανε, αφήνοντας τον άνδρα της και τον αδελφό της Κούλας πάλι μόνους. Ο αδελφός της τώρα, ήταν δεν ήταν δεκαέξι χρόνων, ενώ η Κούλα βάδιζε γύρω στα δεκατέσσερα. Εδώ πρέπει να πω ότι πατέρας της από τη μέρα που την έκλεισε στο ίδρυμα, δεν την επισκέφτηκε ποτέ, ούτε και για μια φορά. Στη συνέχεια όταν ο αδελφός πάτησε τα δεκαεπτά χρόνια, ο πατέρας για τον ξεφορτωθεί, έτσι έδειχναν τα γεγονότα τον πάντρεψε άρον – άρον με μια κοπελιά κατά δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του, κι έτσι με το ένα το παιδί στο ίδρυμα και το άλλο παντρεμένο ησύχασε. Τότε κατάλαβαν οι χωριανοί ότι μόνο πατέρας δεν ήταν αυτός. Το τι ειπώθηκε δεν λέγεται. Όλοι έλεγαν ότι η μητριά των παιδιών και γυναίκα του, ότι κακό κι αν έκανε στα παιδιά, το έκανε με την ανοχή του και μάλλον είχαν δίκιο. Έτσι πέρασαν αρκετά χρόνια. Η Κούλα κλεισμένη στο ίδρυμα, είχε σχεδόν ξεχαστεί απ’ όλους, ενώ ο αδελφός της ζούσε με την οικογένειά του κάπως καλύτερα από πρώτα. Όμως μετά από ένα – δυό χρόνια τελείως απρόοπτα ακούστηκε στο χωριό κάτι που πολλοί δεν μπορούσαν να το πιστέψουν.

Διαδόθηκε ότι ο αδελφός θα πήγαινε στην Αθήνα, να φέρει την αδελφή του στο χωριό, γιατί τάχα δεν ήθελε να βασανίζεται άλλο στο ίδρυμα. Εδώ πρέπει να πω ότι τη χρονιά εκείνη είχε πεθάνει κι ο πατέρας του. Πολλοί χωριανοί πίστεψαν ότι πράγματι λυπήθηκε την αδελφή του. Κι εφόσον δεν θα εύρισκε καμία αντίρρηση από κανέναν, γιατί ο πατέρας είχε φύγει από τη ζωή, σκέφτηκε λογικά και καλά θα έκανε. Το σκεπτικό όμως του αδελφού δεν ήταν το παραπάνω. Εγώ πιστεύω ότι τόσο άπονα αδέλφια δεν υπάρχουν πάνω στη γη, αλλά κι αν υπάρχουν είναι ελάχιστα. Ο τρόπος όμως που φέρθηκε ο αδελφός στην αδελφή του Κούλα, διαψεύδει περίτρανα την λαϊκή παροιμία που λέει «ποια σκύλα μάνα έλεγε τ’ αδέλφια δεν πονιούνται, τ’ αδέλφια σκίζουν τα βουνά και δέντρα ξεριζώνουν ώσπου να ‘ρθει μια χαραυγή να σφιχταγγαλιαστούνε».

Το ξαναλέω ότι μόνο αδελφός δεν ήταν αυτός, τέρας ήταν κι αυτό το απέδειξαν οι παρακάτω ενέργειές του. Ποιες ήταν αυτές θα το μάθουμε στη συνέχεια. Η μάνα των παιδιών, η άμοιρη ‘κείνη μάνα, ήταν παιδί μας τίμιας οικογένειας. Ήταν το τέταρτο παιδί, τα δύο πρώτα αγόρια, όταν έγινε δεκαοχτώ ο ένας και είκοσι ο άλλος, μετανάστευσαν για την Αμερική. Εκεί δούλεψαν σκληρά και τίμια κι απόκτησαν πολύ μεγάλη περιουσία, αλλά ο ένας, για λόγους που δεν γνωρίζω, έφυγε από τη ζωή σχετικά νέος. Είχε φροντίσει όμως να κάνει την διαθήκη του πριν φύγει από τη ζωή και όλη την περιουσία του έγραφε να την κληρονομήσουν οι δύο αδελφές του στην Ελλάδα, γιατί δεν είχε κάνει δική του οικογένεια. Δηλαδή η μάνα του Χρήστου και της Κούλας και μια άλλη αδελφή τους. Όταν όμως ανοίχτηκε η διαθήκη, η μια αδελφή, δηλαδή η μάνα των ηρώων μας είχε πεθάνει και η κληρονομιά πήγε όλη στην άλλη αδελφή. Τώρα πως και γιατί έγινε έτσι δεν γνωρίζω λεπτομέρειες. Εδώ πρέπει να τονίσω ότι ο αδελφός της Κούλας ποτέ δεν είχε επισκεφθεί την αδελφή του στο ίδρυμα και όταν ακούστηκε στο χωριό ότι θα πήγαινε να πάρει την αδελφή του να ζήσει μαζί του όπως προαναφέρουμε, όλοι έλεγαν ότι κάτι ύπουλο μαγειρεύεται και είχαν δίκιο.

Πέρα εκεί μακριά στη γη της απόλυτης ελευθερίας πριν λίγο καιρό είχε πεθάνει και ο δεύτερος αδελφός της μάνας και θείος των παιδιών. Μάλλον και κείνος δεν θα είχε παιδιά και γι’ αυτό στην διαθήκη του έγραφε ότι όλη την περιουσία του την άφηνε στα ανίψια του, δηλαδή τον Χρήστο και την Κούλα. Έγραφε όμως και τα εξής: για να την κληρονομήσουν έπρεπε ο Χρήστος να πάρει την Κούλα μαζί του γιατί ήξερε ότι ήταν κλεισμένη στο ίδρυμα και να την προσέχει εφ’ όρου ζωής. Εδώ πρέπει να πω ότι στο χωριό που ζούσαν τα ανίψια του, έγραφε στην διαθήκη του, να δώσει χρήματα ο Χρήστος ν’ αγοράσουν  μια καμπάνα, κι έλεγε τα πιο κάτω ανατριχιαστικά λόγια: «σου λέω να αγοράσεις μια καμπάνα ώστε να την ακούς να θυμάσαι ότι έχεις χρέος να προστατέψεις την αδελφή σου και να μην την εγκαταλείψεις ποτέ όσο θα ζεις». Και συνέχιζε: «αν την εγκαταλείψεις να έχεις την κατάρα μου και χαλάλι να μην γίνουν τα χρήματα που σου αφήνω. Αν πάραυτα πεθάνεις, γιατί ο θάνατος είναι κάτι το απρόβλεπτο να την προσέχει η γυναίκα σου όσο θα ζει. Αν πεθάνει και κείνη να την προσέχουν τα παιδιά σου».

Πραγματικά ο αδελφός πήγε πήρε την αδελφή του από το ίδρυμα έδωσε και χρήματα ν’ αγοράσουν καμπάνα στο χωριό και όλα για λίγο χρονικό διάστημα έδειχναν ότι πήγαιναν καλά. Εισέπραξαν όλα τα χρήματα του θείου του, που πραγματικά ήταν αρκετά. Ο αδελφός όμως συγχρόνως κατέστρωνε κι ένα απάνθρωπο σχέδιο. Με δύο λόγια έπεισε την αδελφή του και βάλανε τα χρήματα σε κοινό βιβλιάριο καταθέσεων. Τώρα πάνω που πίστεψε η άμοιρη Κούλα ότι γλίτωσε από το ίδρυμα και πως θα ζούσε μια καλύτερη ζωή τα πράγματα άλλαξαν προς το χειρότερο. Το τέρας το αδελφός της, έκανε ανάληψη των χρημάτων που είχαν στο κοινό βιβλιάριο καταθέσεων δίχως να το ξέρει βέβαια η αδελφή του και στη συνέχεια κατέστρωσε ένα απάνθρωπο σχέδιο. Ένα πρωινό λέει στην αδελφή του ότι θα την πήγαινε σε κάποιον γιατρό να την δει. Για να το πετύχει αυτό επιστράτευσε και τον αδελφό της γυναίκας του, με το αζημίωτο βέβαια. Τέλος την πήγανε πράγματι στο γιατρό, της έδωσε κάποια φάρμακα και την γύρισαν πάλι στο σπίτι. Έτσι πέρασε κάποιος καιρός. Τη μέρα όμως του Πάσχα, την Κούλα την έπιασε πάλι κρίση, κι όπως ξέρουμε έκανε πάλι τσίσα πάνω της. Δράττοντας την ευκαιρία αυτή το τέρας αδελφός, την πείθει πάλι να την πάει σε κάποιον άλλο γιατρό, στην Αθήνα αυτή τη φορά, πάλι μαζί με τον αδελφό της γυναίκας του. Ο σκοπός τους βέβαια δεν ήταν άλλος εκτός από το να την κλείσουν πάλι σε κάποιο ίδρυμα. Η Κούλα όμως δεν ήταν διανοητικά καθυστερημένη, επιληπτική ήταν. Αμέσως κατάλαβε το δόλιο σχέδιο του αδελφού της κι άρχισε να διαμαρτύρεται, απαιτώντας να της δώσει το βιβλιάριο να πάρει τα χρήματά της. Αυτό βέβαια δεν ήταν δυνατό να γίνει σε καμία περίπτωση από τον «αδελφό». Ο αδελφός όμως έβλεπε ότι ήταν πολύ δύσκολο να πείσει την αδελφή του να πάει στο γιατρό και γι’ αυτό σκέφτηκε κάτι άλλο πολύ πιο απάνθρωπο. Της λέει λοιπόν ότι τους μήνυσαν τα ξαδέλφια τους, της αδελφής της μάνας τους ότι ήθελαν να τη δούνε και ότι έπρεπε να πάνε δίχως άλλο.

Η Κούλα όμως και πάλι δεν πείστηκε ότι ο αδελφός της λέει την αλήθεια, όμως αν πάραυτα γινότανε κάτι τέτοιο της δινότανε η ευκαιρία να αποκαλύψει στα ξαδέλφια της, όλα όσα της συνέβαιναν. Τέλος με κρύα καρδιά δέχτηκε να πάνε στα ξαδέλφια τους λέγοντας τα πιο κάτω λόγια πριν φύγουν από το σπίτι. Βλέπω αδελφέ ότι θέλεις να με κλείσεις πάλι στο ίδρυμα. Αργά ή γρήγορα αυτό θα το πετύχεις κι ο λόγος που θα το πετύχεις είναι ο πιο κάτω. Απλούστατα θα με κάνεις να σιχαθώ τη ζωή μου και θα φύγω μόνη μου. Ξέρω τι με περιμένει από δω και πέρα. Επίσης γνωρίζω ότι έχεις πάρει όλα τα χρήματα από το βιβλιάριο καταθέσεων και γι’ αυτό συνωμότησε και ο αδελφός της γυναίκας σου. Αν το κάνετε αυτό θα σας πω μόνο δύο λόγια. Πολλοί στη θέση τη δική μου θα έλεγαν να το βρουν το άδικο που κάνετε τα παιδιά σου. Όμως τα παιδιά δεν φταίνε σε τίποτα. Εγώ θα σας πω μόνο την κατάρα μου να έχετε και οι δύο. Άιντε τώρα πάμε στα ξαδέλφια μας. Όμως αυτό δεν έγινε ποτέ. Κάποια μέρα την πήγανε πάλι σε ένα ίδρυμα στην Αθήνα. Η Κούλα δε, δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου. Τώρα, όταν πέρασε λίγος καιρός που δεν έβλεπαν την Κούλα οι χωριανοί κατάλαβαν βέβαια τι είχε γίνει. Μερικοί τάχα για να μάθουν τον ρωτούσαν που είναι η αδελφή του αλλά εκείνος απαντούσε εξοργισμένος, εσάς τι σας ενδιαφέρει; Κι ο κόσμος βέβαια δεν το ξαναρωτούσε. Κάποια γιορτή συναγμένοι όπως ήταν οι χωριανοί κάποιος είπε όταν είδε να πηγαίνει προς το μέρος τους κι ο Χρήστος, «να κι ο γαϊδοροχρήστος», γιατί αυτό το όνομα του είχαν δώσει οι χωριανοί. Τότε ένας ασπρογένης γέρος είπε τα πιο κάτω λόγια: «μην τον αποκαλείτε έτσι γιατί υποτιμάται τον γάιδαρο», και συνέχισε, «ο γάιδαρος είναι χρήσιμο ζώο, δεν είναι σαν τα μούτρα του».

Τέλος έπειτα από λίγους μήνες μαθεύτηκε στο χωριό ότι η άμοιρη Κούλα αυτοκτόνησε πέφτοντας στο κενό από τον πέμπτο όροφο του ιδρύματος. Όταν την βρήκαν δε πεθαμένη, πάνω της βρήκαν και κάποιες επιστολές που από στόμα σε στόμα μαθεύτηκαν περίπου όσα διαβάσατε πιο πάνω, όπως ο διάλογος με τον αδελφό της κ.α. Το σπουδαιότερο όμως που έγραφε, ήταν ότι επιθυμούσε να τη θάψει το ίδρυμα στο χωριό της, κοντά στην μανούλα της, δίχως να πλησιάσει κανένας από τους δικούς της στο κοιμητήριο. Και αυτό έγινε.

* συγγραφέας – ποιητής

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Τεχνητή νοημοσύνη: Λίγα λόγια με φιλοσοφικές σκέψεις και φυσιολογικό συναίσθημα

Του Καθηγητή Jeffrey Levett (Τζέφρεϋ Λέβετ). Στο πλαίσιο μιας διεθνούς...

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Γράφει ο Ιωάννης Ντουντουλάκης* Τα Χριστούγεννα συναντάμε παντού στολίδια. Μακάρι,...

Τα SYN.KA σκορπίζουν ξανά δώρα και χαρά, με τον μεγάλο διαγωνισμό Santa SYNKA

Η ελληνική αλυσίδα σούπερ μάρκετ SYN.KA, μέσα στο πνεύμα...