Του Ανδρέα Τρακάκη
Ιούλιος του 1964, στο Ηράκλειο της Κρήτης, βράδυ στην πλατεία Αγίου Μηνά. Το σουβλατζίδικο είχε βγάλει τραπέζια έξω. Κόσμος πολύς, δύσκολα εύρισκες άδεια καρέκλα. Η ζέστη αποπνικτική, ο ιδρώτας έτρεχε. Ο φωτισμός έντονος, διάβαζες άνετα εφημερίδα. Τα λιγοστά δένδρα δεν κατάφερναν να δώσουν μια ιδέα δροσιάς. Ο Ναός ορθωνόταν επιβλητικός, καμάρι του τόπου, στα βορινά του οι δυο μικρότεροι.
Οι έφεδροι ανθυπολοχαγοί με πολιτικά προσπαθούσαν να ξεχάσουν την κουραστική μέρα. Γύρω – γύρω μοντέρνοι νεαροί, πανέμορφες κοπέλες, τολμηρά ξώπλατα, κοσμήματα άστραφταν σαν διεγερτικοί ήλιοι.
Ο Μιχάλης πτυχιούχος Νομικής, γέννημα και θρέμμα της πόλης, μέσου αναστήματος, καστανός, λεπτοκαμωμένος. Ο Αντώνης, Χανιώτης, απόφοιτος Παιδαγωγικής Ακαδημίας, στο μπόι του Μιχάλη, γεμάτος, υπόξανθος. Υπηρετούσαν στο Στρατολογικό Γραφείο.
Ο Γιώργος ψηλός, μελαχρινός, γεροδεμένος, από το Ναύπλιο. Διπλωματούχος αρχιτέκτονας μηχανικός, έκανε την θητεία του στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού, (ΣΕΑΠ).
Κουβέντιαζαν καπνίζοντας και πίνοντας. Στην Στρατολογία ο υπεύθυνος για την έκδοση πιστοποιητικών λοχαγός λούφαρε χωρίς ντροπή. Τους φόρτωνε την δουλειά. Αν και εργάζονταν και Τετάρτη και Σάββατο απόγευμα, δύσκολα τα έβγαζαν πέρα. Ο αντισυνταγματάρχης διευθυντής δεν έδινε πεντάρα. Τους έβαζε όμως τις φωνές εάν από υπερβολική κόπωση έκαναν κανένα λάθος. Έπιανε τον Θεό από τον πόδα.
Στην παραγωγική Σχολή Αξιωματικών ο διοικητής του λόχου νέων μαθητών, μοχθηρός και κακόβουλος σιχαμερή φιγούρα δεσμοφύλακα, μπαμπούλας. Αρκετοί γαλονάδες τον συναγωνίζονταν σε σαδισμό, κτηνωδία.
Μετά την απόλυσή τους θα αντιμετώπιζαν άλλου είδους δύσκολες καταστάσεις. Η κοινωνία ζούγκλα, ο ανταγωνισμός άγριος, αθέμιτος.
Ο κύριος μικρόσωμος, αδύνατος, παρουσιαστικό αξιοπρεπές, καθόταν μόνος στο διπλανό τραπέζι. Παρενέβη στην συζήτηση. Σύγαμπρος μακρινού θείου του Μιχάλη, γνώριζε αρκετούς συγγενείς του.
Συμβούλεψε τους νεαρούς να κάνουν υπομονή. Ο χρόνος περνάει. Η μέρα που περιμένουν θα έρθει. Να προσέξουν δυο πράγματα, σταδιοδρομία και γάμο. Όχι γυναίκες και επαγγέλματα που δεν τους ταιριάζουν. Οι σωστές αποφάσεις κτίζουν την ευτυχία.
Η ώρα κύλησε. Ετοιμαστήκαν να φύγουν. Αύριο πρωί – πρωί είχαν δουλειά.
Ο κύριος είπε πως πρέπει να μείνει. Να πιει, να μεθύσει. Αλλιώς ο σκύλος του δεν θα τον γνωρίσει. Θα τον φάει.