13.8 C
Chania
Friday, March 29, 2024

ΔΙΗΓΗΜΑ: Ο κρυμμένος θησαυρός

Ημερομηνία:

Γράφει ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής*

Από στόμα σε στόμα και δειλά – δειλά διαδόθηκε και το έμαθαν όλοι οι κάτοικοι ενός μικρού ορεινού χωριού που βρίσκεται κτισμένο κάπου στην καρδιά της οροσειράς Όθρυς, στα σύνορα της επαρχίας Φθιώτιδας με την επαρχία Δομοκού, ότι σε κάποια πηγή, από τις πολλές που υπάρχουν διάσπαρτες στο μέρος εκείνο, ότι πρέπει να βρέθηκε κρυμμένος θησαυρός. Λέγανε ότι στην μικρή κρύα βρύση και πιο συγκεκριμένα σε κάποια τοποθεσία που δεν θυμάμαι πως λεγότανε, βρήκαν στο από πάνω μέρος της μεγάλης μαύρης κούπας, κι όχι της άσπρης, σκαμμένο τον τόπο, κι ανοιγμένο έναν λάκκο. Στο συμπέρασμα αυτό που κατέληξαν οι χωριανοί, δηλαδή ότι βρήκαν κάποιο θησαυρό, άγνωστο ποιος ή πόσο, βοήθησε και η μαρτυρία ενός βοσκού της περιοχής. Ο βοσκός έλεγε ότι από μέρες είχε δει έναν περίεργο άγνωστο γι’ αυτόν άνθρωπο να περιφέρεται εκεί σαν κάτι να ήθελε να βρει. Δεν έδωσε όμως καμία σημασία γιατί σε κείνο το μέρος πηγαίνουν πολλοί κυνηγοί να κυνηγήσουν άγρια θηράματα και αγριογούρουνα, που αρκετά υπήρχαν εκείνη την εποχή. Εκείνα τα χρόνια σε μας τους μεγαλύτερους τώρα σε ηλικία, είναι γνωστό ότι οι πιο παλιοί έλεγαν ότι πολλοί, πριν τον πόλεμο του σαράντα, όταν οι Τούρκοι έφευγαν από την πατρίδα μας διωκόμενοι από τους Έλληνες, έκρυβαν τους θησαυρούς τους σε διάφορα εμφανή σημεία, σε σημαδιακά σημεία, έτσι λέγονται στην ρουμελιώτικη διάλεκτο, όπως είναι τα ξωκλήσια, οι διάσπαρτες βρυσούλες, τα μοναστήρια ή τα γέρικα μεγάλα δέντρα, σε διάφορα σταυροδρόμια. Τα έκρυβαν εκεί ώστε γυρίζοντας πίσω κάποια μέρα να τους πάρουν, να μη δυσκολευτούν να τους βρούνε. Πολλοί δε απ’ αυτούς, έφτιαχναν πρόχειρους χάρτες της περιοχής, που αν δεν μπορούσαν οι ίδιοι να επιστρέψουν να τους βρουν, να τους βρούνε τα παιδιά τους, με οδηγούς τους πρόχειρους χάρτες.

Σε κείνα τα μέρη, εγώ ήμουνα πολύ μικρός τότε, αλλά άκουσα κάποια μέρα να λένε οι χωριανοί μου ότι σε ένα μέρος που έσκαβε η μπουλντόζα να φτιάξει το κεντρικό δρόμο, ήταν μια γέρικη βελανιδιά που εμπόδιζε την μπουλντόζα να περάσει. Στο πλάι δε της βελανιδιάς ήταν μια πέτρα μεγάλη που για να την σπάσουν έπρεπε να χρησιμοποιήσουν δυναμίτη. Μόλις όμως πυροδότησαν το δυναμίτη, σπάζοντας την πέτρα συγχρόνως, γιόμισε κι ο τόπος γύρω – γύρω με χρυσές λίρες. Πολλές παρόμοιες περιπτώσεις ακουγότανε τότε. Τώρα, πόσες απ’ αυτές ήταν αληθινές και πόσες ψεύτικες δεν μπορεί να ξέρει κανένας. Είναι αλήθεια όμως ότι πολλά εκκλησάκια λεηλατήθηκαν, εικονισματάκια γκρεμίστηκαν, βρυσούλες καταστράφηκαν, διάφορα δέντρα ξεριζώθηκαν και άλλα πολλά συνέβαιναν εκείνη την εποχή από αρχαιοκάπηλους και από επαγγελματίες κυνηγούς κρυμμένων θησαυρών. Τώρα, ο εν λόγω κρυμμένος θησαυρός που έλεγαν ότι πρέπει να υπήρχε στην μικρή κρύα βρύση πράγματι ένα γεγονός που συνέβη πολύ πιο μετά, επιβεβαίωνε ότι πράγματι οι χωριανοί είχαν δίκιο. Σε κείνα τα μέρη υπήρχαν πολλοί βοσκοί εκείνη την εποχή. Ένας άλλος βοσκός εκείνες πάλι τις μέρες που ο άλλος, ο πρώτος βοσκός είχε δει τον παράξενο επισκέπτη, ένα λιόγερμα, σχεδόν σούρουπο, δέχτηκε έναν άγνωστο και κείνος επισκέπτη στην καλύβα του. Ο καιρός έλεγε, ήταν πάρα πολύ κακός, χιόνιζε ασταμάτητα. Ο επισκέπτης ζήτησε από το βοσκό να τον φιλοξενήσει, λέγοντάς του «βρε άνθρωπέ μου μπορείς να με φιλοξενήσεις στο καλύβι σου απόψε; Βλέπεις ότι δεν μπορώ να συνεχίσω τη στράτα μου και που να στρεχιάσω ο δόλιος μέσα στη νύχτα». Ο βοσκός βέβαια φιλόξενος κι απονήρευτος όπως ήταν φιλοξένησε τον άγνωστο επισκέπτη του νομίζοντας ότι πράγματι ήταν κάποιος περαστικός διαβάτης. Είδε βέβαια ότι κρατούσε κάποιο σακίδιο αλλά υπόθεσε ότι εφόδια για την διαδρομή του θα είχε μέσα και δεν έδωσε καμία σημασία. Όλη τη νύχτα σχεδόν μίλαγαν. Είπαν πολλά, όπως για τον πόλεμο με τους Τούρκους, για τους αλογοκλέφτες εκείνης της εποχής και για πάρα πολλά άλλα πράγματα. Του είπε βέβαια ο επισκέπτης του βοσκού από που ερχότανε και που θα πήγαινε. Όταν πια ο θεός έφερε τη μέρα, το χιόνι είχε σκεπάσει όλη την περιοχή ως εκεί που έφτανε η ματιά του ανθρώπου. «Ω», είπε ο μουσαφίρης στο βοσκό, «πως θα μπορέσω να συνεχίσω τη στράτα μου με τόσο χιόνι;» Κι ο βοσκός του λέει «μη σε τρομάζει αυτό. Θα σου πω εγώ από που θα πας και δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα. Να, το βλέπεις εκείνο το ρέμα που είναι μπροστά μας; Εκεί θα πας και θα ακολουθήσεις τη ροή του νερού. Δεν είναι πολύ δύσκολο. Εμείς οι τσομπάνηδες έχουμε φτιάξει ένα μονοπάτι και το διαβαίνουμε με κλειστά μάτια. Σε ένα – δυο μέρη ίσως χρειαστεί να βρέξεις τα πόδια σου. Το ρέμα αυτό βγαίνει κάτω προς την πεδιάδα, που εκεί δεν πρέπει να έχει χιόνι». Ο επισκέπτης τον ευχαρίστησε για την φιλοξενία του και του ζήτησε πριν φύγει να του πει ο βοσκός πως λέγεται και πιο είναι το χωριό του που αν τύχει και ξανάρθει στα μέρη του να πάει να τον δει, βγάζοντας συγχρόνως ένα μικρό μολύβι και ένα φύλλο χαρτί από την μέσα τσέπη του σακακιού του. Ο βοσκός πράγματι έδωσε τα στοιχεία του στον ξένο κι εφόσον χαιρετηθήκανε, ο επισκέπτης ευχαριστώντας τον πάλι, έφυγε, κατευθυνόμενος προς το ρέμα.

Τώρα, κάποια μέρα οι δυο βοσκοί συναντήθηκαν και ο δεύτερος βοσκός που είχε φιλοξενήσει τον επισκέπτη δεν είπε στον πρώτο βοσκό τίποτα ενώ ο πρώτος του είπε αμέσως πως είχε δει έναν παράξενο επισκέπτη εκεί γύρω λίγες μέρες πριν και τον ρώτησε αν είχε πέσει στην αντίληψή του κάτι παρόμοιο. Όταν άκουσε ο δεύτερος βοσκός τα όσα του είπε ο συνομιλητής του τότε είπε και κείνος για τον παράξενο μουσαφίρη του και κατέληξαν στο συμπέρασμα και οι δυο ότι πρέπει να ήταν το ίδιο πρόσωπο. Δεν ήξεραν όμως ποιος ήταν, βέβαια του είχε πει πως τον έλεγαν ο επισκέπτης, αλλά είπαν και οι δυο ότι ψέματα θα του είπε. Και η κουβέντα σταμάτησε εκεί. Τέλος είχαν περάσει αρκετές μέρες από την επίσκεψη του μουσαφίρη στο καλύβι του και ο ταχυδρόμος της περιοχής μια μέρα του μήνυσε να πάει στο χωριό να του δώσει κάποιο γράμμα.

«Καλά» είπε, «θα πάω. Κάποιος φίλος μου θα είναι που υπηρετούσαμε στο στρατό μαζί και με θυμήθηκε και μου έστειλε γράμμα». Εκείνη την εποχή που δεν υπήρχαν τα τηλέφωνα ήταν κάτι που γινότανε πολύ συχνά, η ανταλλαγή επιστολών μεταξύ φίλων, και γι’ αυτόν το λόγο το θεώρησε κάτι το φυσιολογικό γιατί κι άλλη φορά είχε συμβεί αυτό. Και το ίδιο βράδυ, πήγε, πήρε το γράμμα και γύρισε πάλι στην καλύβα του. Το παράξενο όμως ήταν ότι το γράμμα εκείνο δεν είχε αποστολέα, κι ο βοσκός όπως ήταν φυσικό διερωτήθηκε ποιος να ήταν άραγε και γιατί δεν έγραφε απ’ έξω το όνομά του. Όταν όμως άνοιξε το γράμμα κι άρχισε να το διαβάζει, δεν πίστευε σ’ αυτά που διάβαζε στις γραφές της επιστολής. «Αγαπητέ μου φίλε», έτσι άρχιζε η επιστολή, «σ’ ευχαριστώ για μια ακόμα φορά. Αν έχεις πάρει βέβαια την επιστολή μου και την διαβάζεις, σ’ ευχαριστώ για την φιλοξενία σου. Όταν έφυγα από την καλύβα σου και πήρα το ρέμα που μου είπες, εκεί στον μεγάλο πλάτανο που στη ρίζα του έχει μια άσπρη πέτρα, από κάτω απ’ αυτή την πέτρα, μέσα σε ένα μικρό κλειδοπίνακο* που θα βρεις, έχω βάλει αρκετές χρυσές λίρες. Είναι δώρο από μένα για την θερμή σου φιλοξενία. Μην ψάξεις όμως να μάθεις ποιος είμαι. Βρίσκομαι πολύ μακριά. Και πάλι από τα βάθη της καρδιάς μου σ’ ευχαριστώ».

Τέλος, μετά από ένα δυο χρόνια, ο βοσκός πούλησε τα πρόβατά του λέγοντας ότι βαρέθηκε να εξασκεί το επάγγελμα του βοσκού και πήγε και εγκαταστάθηκε σε μια μικρή πολιτεία στην γύρω περιοχή. Εκεί παντρεύτηκε μια αρκετά πλούσια γυναίκα κι απόκτησαν δυο αγόρια. Σε κανέναν όμως δεν είχε πει το μυστικό του. Μήτε και στην ίδια την γυναίκα του. Αρρώστησε όμως βαριά κι ένιωθε ότι θα έφευγε από τη ζωή. Είχε όμως τη χαρά να κρατήσει στα γόνατά του έναν εγγονό. Όταν ένιωθε ότι ήρθαν οι τελευταίες του μέρες, ο εγγονός του ήταν τότε περίπου είκοσι χρονών. Τον κάλεσε μια μέρα και του λέει «θα σου δώσω ένα γράμμα παιδί μου, αλλά θα μου υποσχεθείς ότι θα το ανοίξεις όταν πια θα έχω πάρει το δρόμο που δεν έχει γυρισμό» και του έδωσε το γράμμα. Κι ο εγγονός έκανε ακριβώς αυτό που του είπε να κάνει ο παππούς του. Όταν άνοιξε το γράμμα ο εγγονός, εκείνη η επιστολή έγραφε την ιστορία του κρυμμένου θησαυρού που διαβάσατε παραπάνω. Δεν είναι βέβαια ακριβώς όπως τη διαβάσατε, κάπου κι εγώ που την έγραψα, έβαλα τα χτένια της φαντασίας μου και την έπλεξα. Εσείς όμως μη δίνετε σημασία σ’ αυτό. Πολλοί συγγραφείς πολλές φορές ψάχνουν και βρίσκουν δικές τους λύσεις και δίνουν δικό τους τέλος στις ιστορίες και τα διηγήματα που γράφουν.

*συγγραφέας – ποιητής
Μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων
Σημ.: κλειδοπίνακο= μικρό, βαθύ και πλατύ ξύλινο, σφαιρικό δοχείο το οποίο σφράγιζε με ξύλινο καπάκι. Χρησιμοποιούνταν από τους χωρικούς για την μεταφορά φαγητού.

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Συλλογές Άρθρων
Επιλεγμένα άρθρα από όλο το Internet | Συλλέγουμε τα καλύτερα άρθρα, θέσεις και απόψεις από διάφορα sites και blogs. Τα αναδημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα του "Α.τ.Κ." αναφέροντας πάντα την πηγή και τον συντάκτη. | Κάντε like τον "Α.τ.Κ." στην facebook σελίδα του και ακολουθήστε τον λογαριασμό του στο twitter | Περισσότερα άρθρα εδώ

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ