Η δικηγόρος Μαρία Παπαδάκη αποδομεί τη σύνδεση των κατηγορουμένων με εγκληματική οργάνωση και ρίχνει φως στα όσα –κατά την υπεράσπιση– συνιστούν «κατασκευασμένο κατηγορητήριο»
«Δεν υπήρξε ποτέ εμπλοκή σε όπλα και ναρκωτικά» – Σαφής διαχωρισμός από παλαιότερη δικογραφία
Με έντονο ύφος και αιχμηρή γλώσσα, η δικηγόρος Μαρία Παπαδάκη, που εκπροσωπεί έναν εκ των δύο κατηγορουμένων στην πολύκροτη υπόθεση της φερόμενης εκβίασης μοναχού για την υφαρπαγή εκκλησιαστικής περιουσίας στον Σταυρό Ακρωτηρίου, κατήγγειλε προσπάθεια σύνδεσης της τρέχουσας υπόθεσης με προηγούμενη δικογραφία για όπλα και ναρκωτικά.
«Σε όλα τα δημοσιεύματα, κυκλοφορούμε ως αρχηγοί εγκληματικής οργάνωσης που κάνουν εμπόριο όπλων και ναρκωτικών. Ήμουν παρούσα και στις δύο δικογραφίες. Στην παρούσα, δεν υπήρχαν ούτε όπλα ούτε ναρκωτικά ούτε καν κατηγορία για εγκληματική οργάνωση», ξεκαθάρισε η ίδια.
Η Παπαδάκη επεσήμανε ότι η μόνη σχέση των κατηγορουμένων με την προηγούμενη υπόθεση ήταν μία κοινωνική επαφή με γείτονα τους, κάτι που «διογκώθηκε επικοινωνιακά» και τους απέδωσε άδικα τον ρόλο των «εγκληματικών εγκεφάλων».
«Από εκεί ξεκίνησε η διαμόρφωση μιας στρεβλής εικόνας, και σήμερα, ενώπιον της Δικαιοσύνης, καλούνται να απολογηθούν σαν αρχηγοί της “μαφίας της Κρήτης” για όπλα και ναρκωτικά – κάτι που αφορά άλλη, κλεισμένη υπόθεση.»
Οι τρέχουσες κατηγορίες: Εκβίαση, απιστία, απάτη – και όλα αυτά, σύμφωνα με την υπεράσπιση, χωρίς αποδείξεις
Η δικηγόρος υποστήριξε πως οι τρέχουσες κατηγορίες αφορούν μόνο:
-
μία εκβίαση,
-
μία απόπειρα απιστίας,
-
μία ηθική αυτουργία σε απιστία,
-
μία απόπειρα απάτης,
-
και μία πράξη νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα.
Όπως τόνισε, στο κατηγορητήριο δεν υπάρχουν ενδείξεις ή ονομαστικές καταγγελίες από φυσικά πρόσωπα:
«Δεν υπάρχει κάποιος που να λέει “ναι, με εκβίασε ο ένας ή ο άλλος”. Όλες οι διώξεις είναι αυτεπάγγελτες, και στηρίζονται σε μία και μόνη συνομιλία – που, μάλιστα, δεν αφορά ούτε τον δικό μας εντολέα.»
Παράνομο αποδεικτικό υλικό στο φως – «Το περίφημο ροζ βίντεο δεν υπάρχει»
Ιδιαίτερα καυστική υπήρξε η Παπαδάκη για το περιβόητο «ροζ βίντεο», το οποίο υποτίθεται πως χρησιμοποιήθηκε για τον εκβιασμό του τότε ηγουμένου της Μονής Αγίας Τριάδος:
«Το ροζ βίντεο δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει στη δικογραφία. Η συνομιλία που το αναφέρει προέρχεται από στικάκι που έχει αποκτηθεί παρανόμως, όπως φαίνεται και στο διαβιβαστικό.»
Κατά την ίδια, η εισαγγελική προσθήκη κατηγορίας περί εγκληματικής οργάνωσης στην προηγούμενη υπόθεση αποτέλεσε πρόσχημα για νόμιμες επισυνδέσεις:
«Χρησιμοποιήθηκε η “εγκληματική οργάνωση” ως πρόσχημα για να ανοίξουν τα τηλέφωνα, να μπουν μέσα αστυνομικοί, να παρακολουθήσουν συνομιλίες. Και τελικά, όλη η υπόθεση βασίζεται σε μία συνομιλία που δεν είναι καν νόμιμη.»
«Αστική διαφορά που δεν έχει κριθεί» – Το βάρος της απόδειξης στην πολιτική Δικαιοσύνη
Η υπεράσπιση επιμένει ότι η εκβίαση που περιγράφεται στο κατηγορητήριο, αφορά μία αμιγώς αστική διαφορά, η οποία βρίσκεται ακόμη υπό κρίση στα πολιτικά δικαστήρια. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει η Παπαδάκη:
«Η εκβίαση είναι ξεκάθαρα αστική διαφορά. Δεν έχει κριθεί καν στα αστικά δικαστήρια – και όμως εδώ διώκεται ως κακούργημα.»
Η ίδια συμπλήρωσε ότι το κατηγορητήριο δεν προκύπτει από αποδείξεις ή τεκμηριωμένες πράξεις, αλλά από αυθαίρετη ερμηνεία ενός αποσπάσματος συνομιλίας, γεγονός που –κατά την υπεράσπιση– φανερώνει αδυναμία στοιχειοθέτησης των κατηγοριών.
Κρίσιμη η απολογία του αρχιμανδρίτη – «Αν δηλώσει ότι δεν υπήρξε εκβιασμός, θα κινηθούμε για αποφυλάκιση»
Η επόμενη καθοριστική φάση της υπόθεσης αφορά την απολογία του αρχιμανδρίτη – του μοναδικού φερόμενου θύματος εκβίασης. Όπως εξήγησε η Παπαδάκη, εφόσον δηλώσει ρητά ότι δεν υπήρξε εκβιασμός, η υπεράσπιση θα καταθέσει άμεσα αίτηση αποφυλάκισης:
«Έχουμε δικαίωμα αμέσως να προσφύγουμε στον ανακριτή. Αν δηλώσει ότι δεν υπήρξε εκβιασμός, δεν υπάρχει κανένα νομικό έρεισμα για την προσωρινή κράτηση των εντολέων μας.»
Απόπειρα αποδόμησης της κοινής γνώμης – «Αφήστε τα όπλα και τα ναρκωτικά έξω από αυτή την υπόθεση»
Η Παπαδάκη κάλεσε τα μέσα ενημέρωσης να αποσαφηνίσουν τη διάκριση ανάμεσα στις δύο δικογραφίες, καθώς –όπως υποστήριξε– η σύντηξή τους έχει προκαλέσει σύγχυση στην κοινή γνώμη:
«Αυτό ήθελα πάρα πολύ να ξεκαθαριστεί: ότι ήταν η προηγούμενη δικογραφία. Να μην τη συγχέουμε με αυτή. Και επειδή και οι κατηγορούμενοι το φέρουν πολύ βαρέως, ήθελαν να γίνει αυτή η διευκρίνιση».
Η ίδια καταλήγει με αιχμές για πολιτική και επικοινωνιακή εργαλειοποίηση της υπόθεσης:
«Δεν μπορώ να ξέρω γιατί κάποιοι έστησαν μία σκευωρία σε βάρος δύο ανθρώπων ή γιατί ανώτερα κλιμάκια της ΕΛ.ΑΣ. συμμετείχαν σε αυτή. Αλλά θεωρώ ότι όλα αυτά είναι ζητήματα που θα κριθούν στο ακροατήριο.»
Η υπεράσπιση παραμένει σταθερή στη θέση της ότι η υπόθεση –όπως διαμορφώθηκε– δεν αντέχει στον χρόνο και θα καταρρεύσει στο δικαστήριο. Μέχρι τότε, επιμένει ότι οι εντολείς της φέρουν άδικα το στίγμα της «μαφίας», ενώ πρόκειται –όπως λέει– για μία καθαρά αστική διαφορά που δεν έχει ακόμα κριθεί καν.



