Ένοχοι, σύμφωνα με την πρόταση του εισαγγελέα, κρίθηκαν οι δύο από τους τρεις κατηγορούμενους για την απρόκλητη επίθεση στον γιατρό Δημήτρη Μακρέα ενώ αθώος κρίθηκε ο τρίτος. Σύμφωνα με την απόφαση και οι δύο ένοχοι καταδικάστηκαν για επικίνδυνη σωματική βλάβη ενώ για τον ένα εξ’ αυτόν επιβλήθηκε επιπλέον ποινή για οπλοφορία και οπλοχρησία.
Οι ποινές που επιβλήθηκαν για τον πρώτο κατηγορούμενο είναι 4 χρόνια χωρις αναστολη, εφεσιμη και με εγγυοδοσια 5.000 ευρώ + 10 μηνες για παράνομο οπλοφορία και οπλοχρησία, ενώ 4 χρόνια χωρίς αναστολή, εφέσιμη και με εγγυοδοσία 5.000 ευρώ ήταν η ποινή και για τον δεύτερο εκ των τριων κατηγορούμενων.
Η εγγυοδοσία σημαίνει ότι για να ισχύσει η αναστολή εκτέλεσης της ποινής μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο ο καθένας από τους καταδικασθέντες θα πρέπει να καταβάλλει χρηματική ποινή ύψους 5.000 ευρώ έως τη Μεγάλη Πέμπτη.
Η συγκεκριμένη απόφαση ακολουθεί την πρόταση που είχε κάνει ο εισαγγελέας ο οποίος είπε επίσης ότι θα σχηματιστεί δικογραφία και εις βάρος αγνώστων αφού θεωρείται ότι στην επίθεση συμμετείχαν και άλλα άτομα τα οποία δε συνελλήφθησαν.
Το δικαστήριο δε δέχθηκε το αίτημα της πολιτικής αγωγής για μετατροπή της κατηγορίας σε βαριά σωματική βλάβη.
Να υπενθυμίσουμε ότι το περιστατικό είχε συμβεί στις 25 Μαρτίου.
Δηλώσεις γιατρού Δημήτρη Μακρέα
Δηλώσεις μετά το τέλος της επίθεσης έκανε ο γιατρός Δημήτρης Μακρέας ο οποίος εξέφρασε την ικανοποίηση του για το αποτέλεσμα της δίκης και ζήτησε το γεγονός αυτό να σταθεί αφορμή ώστε να μην ξαναϋπάρξουν τέτοια γεγονότα βίας στον τόπο μας. Μάλιστα, εξέφρασε την επιθυμία να υπάρξει συνέχεια ώστε το επόμενο διάστημα να αποκαλυφθούν όλα όσα συνέβησαν.
Πιο αναλυτικά, δήλωσε:
“Είμαι ικανοποιημένος από το γεγονός ότι τα πραγματικά περιστατικά της 25ης Μαρτίου, και με βάση την ελλιπέστατη δικογραφία που είχε συνταχθεί από τις ανακριτικές αρχές, αναφέρθηκαν στο δικαστήριο.
Όπως ήταν αναμενόμενο, όλο το βάθος αυτής της επίθεσης εναντίον μου δεν έχει αποκαλυφθεί. Μένει να αποκαλυφθεί τις επόμενες ημέρες και το επόμενο διάστημα.
Εγώ θεωρώ ότι ατομικά έχω την ευθύνη να συνεχίσω. Έχω ευθύνη προς τους ανθρώπους που έχουν κτυπηθεί στο παρελθόν αλλά και απέναντι στους ανθρώπους που θα κτυπηθούν στο μέλλον. Και αυτό θα ξανασυμβεί, αν δεν αποφασίσει αυτή η πόλη να βάλει ένα οριστικό τέρμα σε αυτό το εκρηκτικό φασιστικό κοινωνικό μάγμα, σε όλη αυτή την κουλτούρα, την οποία τη μία μέρα τη λέμε bullying, την άλλη μέρα τη λέμε Χρυσή Αυγή, την παράλλη τη λέμε αλητεία απλή.
Ελπίζω και εύχομαι και αισθάνομαι την υποχρέωση ότι δε θα βρεθούμε στη δυσάρεστη θέση μετά από λίγο καιρό να περιμένουμε το επόμενο θύμα ή να περιμένουμε τον επόμενο ξυλοδαρμό ακριβώς γιατί κάποιοι άνθρωπο το μόνο με το οποίο έχουν μάθει να ζουν είναι με την ικανοποίηση να βασανίζουν άλλους ανθρώπους, και να επιβάλλουν με αυτό τον τρόπο ένα πέπλο φόβου και σιωπής.
Ηρθε η σειρά μου να χτυπηθώ, ήρθε η σειρά μου να ζήσω την εποχή μου. Υπέστησα και τη σωματική ταλαιπωρία και την ψυχική ταλαιπωρία ενός δικαστηρίου ενώ οι υπόλοιποι έμειναν στα σπιτάκια τους. Δεν ανέλαβαν ούτε καν τη στοιχειώδη ευθύνη, το στοιχειωδώς ανθρώπινο να με κοιτάξουν στα μάτια και να μου πουν γιατί με κτύπησαν.
Ευχαριστώ όλο τον κόσμο που στάθηκε δίπλα μου, και ήταν πάρα πολλοί. Ευχαριστώ τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας των Χανίων και του Ακρωτηρίου που εργάζομαι, τους πολύ δικούς μου ανθρώπους, τη Δώρα τη γυναίκα μου, που υπέστη αυτή την ταλαιπωρία, αυτή την ψυχική οδύνη στο μέγιστο βαθμό και εκλπίζω από αυτή τη βάρβαρη ιστορία να βγει κάτι καλό, κάτι πιο φωτεινό για τον τόπο, κάτι λιγότερο βίαιο, κάτι πολύ περισσότερο ανθρώπινο.”
Δηλώσεις συνήγορου πολιτικής αγωγής κ. Φουράκη
Σε δηλώσεις του στον “Α.τ.Κ.” ο συνήγορος πολιτικής αγωγής κ. Φουράκης έδωσε έμφαση στο ελλιπές ανακριτικό έργο της ασφάλειας Χανίων αφού όπως δήλωσε, στην περίπτωση της κατάληψης στην Αντιπεριφέρεια Χανίων, η αστυνομία έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο, πολλές φορές μάλιστα και με καταδικαστικά στοιχεία εις βάρος λάθος ανθρώπων, ενώ στην περίπτωση της επίθεσης στον γιατρό Δημήτρη Μακρέα έκλεισε τη δικογραφία δίχως να κάνει ούτε τα απαραίτητα:
“Στην προκείμενη περίπτωση δε διερευνήθηκε καν η διασύνδεση των δραστών με άλλους δράστες, ο τρόπος με τον οποίον έδρασαν και αν αυτή η επίθεση οφείλεται σε μία οργάνωση που είχε σκοπό να στείλει ένα μήνυμα και στον συγκεκριμένο παθόντα, στον γιατρό, και σε όλη την κοινωνία των Χανίων”.
Σε ερώτηση δημοσιογράφου, του τι σάπιο υπάρχει στην Ασφάλεια Χανίων, ο κ. Φουράκης τόνισε ότι δεν υπήρχε καν μάρτυρας της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της δίκης, πράγμα πρωτοφανές.
“Εγώ, με την πείρα που έχω, σε τέτοια υπόθεση αυτόφορου αδικήματος και μη αυτόφωρης σύλληψης των δραστών δεν έχω δει δικογραφία, χωρίς να υπάρχει κατάθεση αστυνομικού”, όπως είπε χαρακτηριστικά. Και συνέχισε “αυτά τα είπαμε από την πρώτη στιγμή και τα είπαμε και κατά τη διάρκεια της αγόρευσής μας”.
Όσον αφορά τις ποινές: “σε σχέση με την κρίση του δικαστηρίου όσον αφορά τη διάπραξη του αδικήματος που διαπράχθηκε πιστεύω ότι είναι μία αρκετά ικανοποιητική απόφαση για την πολιτική αγωγή.
Σε ερώτηση του “Α.τ.Κ.” σχετικά με την απόφαση του δικαστηρίου να μη λάβει υπόψη του τα συγκεκριμένα πολιτικά χαρακτηριστικά της επίθεσης ο κ. Φουράκης είπε:
“Πιστεύω ότι το δικαστήριο δεν μπόρεσε να λάβει υπόψη του τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά επειδή δεν υπήρχε η κατάλληλη έρευνα για να μπορέσει το δικαστήριο να λάβει αυτά τα στοιχεία υπόψη του. Με βάση αυτά που είχε μπροστά του, έβγαλε μία απόφαση και είναι στην κρίση όλων μας. Αυτό που θέλησα να επισημάνω είναι ότι θα έπρεπε να υπάρξει μία έρευνα- η οποία δεν είναι αρμοδιότητα των δικαστηρίων είναι αρμοδιότητα των ανακριτικών αρχών – που θα εξερευνήσει τα κίνητρα και την οργάνωση των δραστών. Δεν έγινε, άρα το δικαστήριο με αυτά που είχε, τη δικογραφία που είχε μπροστά του, έβγαλε και την απόφαση. Και τη δικιά μας άποψη και τη δραστηριότητα των αρμοδίων ανακριτικών αρχών, θα τα κρίνει η κοινωνία”.
Σε ερώτημα αν θα υπάρξει συνέχεια, ο κ. Φουράκης μας διευκρίνησε ότι “η Εισαγγελέα δήλωσε ότι θα κάνει περαιτέρω έρευνα για διερεύνηση συμμετοχής και άλλων δραστών στην επίθεση”.
Τι προηγήθηκε
Να σημειώσουμε ότι το κλίμα ήταν έντονα φορτισμένο με τη δίκη να ξεκινά μετά από δύο αναβολές και σοβαρές καταγγελίες για τις παραλείψεις της αστυνομίας σχετικά με τη δικογραφία που συντάχθηκε.
Εκατοντάδες και σήμερα οι πολίτες που βρέθηκαν στα δικαστήρια, ανέρτησαν πανό, φώναξαν συνθήματα και γέμισαν την αίθουσα περιμένωντας υπομονετικά μετά περίπου τις 15.30 που ανακοινώθηκε η απόφαση του δικαστηρίου.
Οι κατηγορούμενοι δεν βρέθηκαν στο χώρο των δικαστηρίων αφού αποφάσισαν ότι ήταν προτιμότερο να εκπροσωπηθούν δια των δικηγόρων υπεράσπισής τους ενώ και οι μάρτυρες που εξετάστηκαν από το δικαστήριο ήταν όλοι από την πλευρά του γιατρού Δημήτρη Μακρέα. Δεν υπήρξε μάρτυρας αστυνομικός.
Άξιο αναφοράς επίσης ότι ουδείς αρνήθηκε τη φύση των γεγονότων και της επίθεσης και εκ μέρους των συνηγόρων υπεράσπισης των κατηγορουμένων έγινε προσπάθεια ώστε να αποδειχθεί ότι υπήρξε μεν συμπλοκή αλλά και με ευθύνη του γιατρού ενώ αρνήθηκαν τη βαρύτητα των βλαβών που προκλήθηκαν στο γιατρό (κατάγματα στο κρανίο!).
Κατά την κατάθεση του ο Δημήτρης Μακρέας είπε:
«Έβγαινα από το Στέκι Μεταναστών όταν ήρθε ένας φίλος μου μετανάστης που νωρίτερα είχε δεχτεί φραστική επίθεση από νεαρά άτομα. Μου εξήγησε τι έγινε και προσπάθησα να τον καθησυχάσω. Στη συνέχεια πηγαίνω με την γυναικα μου προς το αυτοκίνητό μου όταν είδα κάποιον να στέκεται στη μέση του δρόμου, να μιλάει μ’ ένα τηλέφωνο και να με δείχνει φωνάζοντας αυτός είναι. Τότε δέχθηκα ένα χτύπημα από πίσω.
Κάποιος με χτύπησε μ’ ένα παλούκι. Γύρισα και αναγνώρισα τον δράστη. Έπειτα μου επιτέθηκαν τρία άτομα ακόμα με μπουνιές και κλωτσιές, κυρίως στο κεφάλι. Από αυτά τα άτομα αναγνώρισα τον έναν. Τον τρίτο ούτε τον είδα, ούτε ξέρω ποιος είναι».
Η σύζυγός του, στην κατάθεσή της στο δικαστήριο, είπε:
«Έβλεπα τους δράστες να έχουν ρίξει κάτω τον άντρα μου και να του ρίχνουν μπουνιές και κλωτσιές. Άρχισα να φωνάζω βοήθεια και ήρθε ένα ζευγάρι. Τότε οι δράστες έφυγαν».
Το βίντεο της επίθεσης, το οποίο διέρρευσε στο youtube και αποδείκνυε ότι δεν υπήρχε καμία πρόκληση εκ μέρους του γιατρού, κι αντιθέτως δέχθηκε επίθεση ενώ περπατούσε κρατώντας το χέρι της γυναίκας του και μάλιστα πισώπλατα, τελικώς δε χρησιμοποιήθηκε ως αποδεικτικό στοιχείο αν και παρουσιάστηκε στην αίθουσα από τον Εισαγγελέα του Δικαστήριο. Κι αυτό γιατί κρίθηκε ότι με τα υπάρχοντα στοιχεία καθώς και με τις μαρτυρίες τεκμηριωνόταν το αληθές των ισχυρισμών κι ως εκ τούτου αποφασίστηκε να μη χρησιμοποιηθεί το βίντεο ως παράνομο.
Η αγόρευση του εισαγγελέα
Μετά την εξέταση των 4 μαρτύρων, εκ των οποίων οι δύο ήταν ο γιατρός Δημήτρης Μακρέας και η σύζυγός του, και μετά ένα 20λεπτο διάλλειμμα, ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του πρότεινε την καταδίκη 2 εκ των 3 κατηγορούμενων για επικίνδυνη σωματική βλάβη, σύμφωνα με το Άρθρο 309 παρ.1. Επίσης, ανακοίνωσε ότι θα δημιουργηθεί δικογραφία και θα διερευνηθεί και η συμμετοχή και άλλων δραστών στην επίθεση.
Όπως είπε χαρακτηριστικά, και ο τρόπος και το μέσο που χρησιμοποιήθηκε για την επίθεση ήταν ικανό να προκαλέσει επικίνδυνες βλάβες ενώ αυτό το συμπέρασμα προκύπτει και από την ιατροδικαστική έκθεση. Ο Εισαγγελέας επέμεινε ότι το δικαστήριο δεν έχει σκοπό να σχολιάσει τα κίνητρα της υπόθεσης αλλά να εξετάσει το ποινικό σκέλος της υπόθεσης.
Πρότεινε την αθώωση του ενός εκ των τριών κατηγορουμένων (ο οποίος πάντως είχε αναγνωριστεί από μάρτυρα να συμμετέχει σε γεγονότα λίγα λεπτά νωρίτερα εις βάρος μετανάστη μαζί με τους άλλους κατηγορούμενους) και την καταδίκη των άλλων δύο, του πρώτου για επικίνδυνες σωματικές βλάβες, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία και του δεύτερου μόνο για πρόκληση επικίνδυνων σωματικών βλαβών.
Η αγόρευση του συνήγορου της πολιτικής αγωγής
Στην αγόρευσή του ο συνήγορος της πολιτικής αγωγής κ. Φουράκης τόνισε ότι προηγουμένως της επίθεσης οι δράστες είχαν προπηλακίσει μετανάστη. Η συγκεκριμένη ενέργεια καταγράφηκε από την αστυνομία ως απλό αίτημα τριών πολιτών προς τον μετανάστη να δώσει το ποδήλατο του για να κάνουν μία βόλτα. Επίσης, έθεσε το ερώτημα, από πού προέκυψε το φωτογραφικό υλικό των ενόχων, με ποια διαδικασία προέκυψαν οι κατηγορούμενοι, ενώ άφησε σαφές υπόνοιες σχετικά με τη γενικότερη στάση της αστυνομίας κατά το έργο της προανάκρισης, λέγοντας χαρακτηριστικά: «όταν θύμα τέτοιων επιθέσεων είναι δυνητικός διαδηλωτής, δυστυχώς, εξακολουθεί να έρχεται ο μπάτσος, όχι ο αστυνόμος».
Σύμφωνα με τον κ. Φουράκη, οι κατηγορούμενοι χαιρέτησαν δια χειραψίας τους αστυνομικούς ενώ ούτε τηλέφωνα κατασχέθηκαν, ούτε έρευνα έγινε σχετικά με τις τηλεφωνικές συνομιλίες. Υπενθύμισε μάλιστα ότι στην περίπτωση της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, η ενοχή των κατηγορούμενων και τα στοιχεία που διασύνδεαν την πράξη αυτή με τη Χρυσή Αυγή προέκυψαν μετά την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου.
Είπε επίσης, ότι η συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι απλά ποινική. Και δεν είναι απλά επικίνδυνη σωματική βλάβη όπως όταν ένας γείτονα ρίχνει δύο χαστούκια στη γειτόνισσα για κτηματικές διαφορές, αφού οι δράστες ήθελαν να στείλουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα τρόμου προς αυτούς που βοηθούν συνάνθρωπους τους και ειδικά αυτούς που βοηθούν μετανάστες. Σημείωσε επίσης ότι ο τραυματισμός δεν ήταν απλά δυνητικά επίκδυνος αλλά επικίδυνος, ζητώντας την καταδίκη των κατηγορούμενων με την ποινή της βαριάς σωματικής βλάβης.
Κατέληξε ότι αν η ποινή δεν είναι αυστηρή θα έχει περάσει ένα μήνυμα τρόμου προς την κοινωνία για να τελειώσει λέγοντας ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Ασφάλειας Χανίων».
Το δικαστήριο ουσιαστικά αποδέχτηκε την πρόταση του Εισαγγελέα καταδικάζοντας τους 2 από τους 3 κατηγορούμενους για επικίνδυνες σωματικές βλάβες, ενώ ο ένας από τους δύο καταδικάστηκε επίσης για το αδίκημα της παράνομης οπλοχρησίας και οπλοφορίας.