Του Μιχάλη Κατσανεβάκη *
Τα αίτια της επανάστασης αυτής οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στην πλευρά των Μουσουλμάνων της Κρήτης και της Κωνσταντινούπολης, καθ’ όσον αντιδρούσαν εις την εφαρμογή του νέου Οργανικού Νόμου του 1896 ο οποίος επανέφερε βελτιωμένη την «Σύμβαση της Χαλέπας» του 1878 που είχε ανασταλεί το 1889.
Ο νόμος προέβλεπε Διοικητή και Χριστιανό και Επάρχους, όπως και σε δημόσιες θέσεις, ελληνική γλώσσα στα δικαστήρια, Κρητική Χωροφυλακή, φορολογικές ελαφρύνσεις, εφημερίδες, οπλοφορία, κλπ.
Όπως έλεγαν οι Μουσουλμάνοι προτιμούσαν τον όλεθρον των παρά να κυβερνώνται από τους ρωμιούς. Ήταν όπως έλεγαν διατεθειμένοι να κάψουν την Κρήτη από το ένα άκρο ως τ’ άλλο, παρά να αφήσουν να εφαρμοστεί ο νόμος.
Είχαν συνηθίσει να θεωρούν τους εαυτούς τους κυρίαρχους και ουδέποτε θέλησαν την ισότητα, άλλωστε δι’ αυτό είχαν προσχωρήσει στο Ισλάμ.
Φανερά διέδιδαν και μιλούσαν περί ησυχίας και ειρήνης και μυστικά ετοιμάζοντο δια τα σύνηθη, δηλαδή να εφοδιάσουν τα τρία κάστρα, με τα απαραίτητα για πόλεμο, στη συνέχεια να εξασφαλίσουν τις οικογένειές τους σ’ αυτά, και να εξορμούν με τον Τουρκικό στρατό και να σπέρνουν τον όλεθρο.
Σε κάθε επανάσταση τοιουτοτρόπως έπρατταν. Αυτή τη φορά είχαν ετοιμάσει το ίδιο σχέδιο το οποίο όμως δεν πέτυχε.
Το σχέδιο αυτό των Μουσουλμάνων, που οργάνωνε το Μουσουλμανικό Δολοφονικό Κομιτάτο Κρήτης, με έδρα τα Χανιά, αποφάσισαν οι Χριστιανοί να ανατρέψουν, εμποδίζοντας τους Οθωμανούς των χωρίων να μεταβούν εις τις πόλεις, όπου αρχές του 1897, άρχισαν να τις εφοδιάζουν ειδικά με τα λάδια που μάζευαν.
Οι Χριστιανοί τους συνέστησαν να καθίσουν «αναπαϋμένοι» στα χωριά τους και δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Εδόθησαν και οδηγίες να μην τους κακομεταχειριστούν οι Χριστιανοί, αλλά να τους προσέχουν εφ’ όσον κάθονται ήσυχοι.
Ορισμένοι από τους Μουσουλμάνους βέβαια είχαν άλλες μυστικές οδηγίες και η κατάσταση στις περισσότερες των περιπτώσεων οδηγήθηκε εκτός ελέγχου.
Υπήρχε και ένα φοβερό και άσβεστο μίσος και πάθος για τα τόσα όργια και εγκλήματα εις βάρος των Χριστιανών, που δεν μπορούσαν να τα ξεχάσουν.
Όπως θα δείτε παρακάτω το όλον θέμα εξελίχθη καθαρά σε βεντέτα. Ο καθείς ήθελε να τιμωρήσει τον φονέα προσφιλούς του προσώπου και στο τέλος την πλήρωναν όλοι.
Στις 23 Γενάρη 1897
στην Σπλάντζια Χανίων μαζεύονται χιλιάδες Κρητότουρκοι και με αλαλαγμούς ξεχύνονται στην πόλη και σκοτώνουν όσους δεν είχαν προλάβει να κλειστούν στα σπίτια τους, μαζί και μια γυναίκα μ’ ένα μικρό παιδί.
Όταν αντιλήφθηκαν οι Κρητότουρκοι ότι δεν μπορούν ν’ ανοίξουν τα σπίτια και να σφάξουν τους Έλληνες, γιατί αυτοί οχυρωμένοι από μέσα τους πυροβολούσαν, τότε έβαλαν φωτιά και έκαψαν όλες τις Ελληνικές συνοικίες.
Οι δικοί μας για να γλυτώσουν τρυπούσαν τους τοίχους των σπιτιών (τα σπίτια ήταν κολλητά) και από σπίτι σε σπίτι (για να μην σφαχτούν ή πυροβοληθούν στον δρόμο) έφτασαν στο λιμάνι που τους πήραν τα πλοία των Μεγ. Δυνάμεων και τους πήγαν στον Πειραιά.
Συντονιστής της όλης επιχείρησης, τροφοδοτών τους Κρητότουρκους με όπλα και πυρομαχικά, ήτο ο περιβόητος Καούρης εξ Αζωγηρέ Σελίνου, από την έδρα του στο Καστέλι Χανίων.
Αρχηγός δε και πρωτοστάτης αυτών που έβαζαν τις φωτιές, ήτο ο άλλος περιβόητος Κρητότουρκος ο Μπάντρης.
Ενώ οι Κρήτες Μουσουλμάνοι είχαν βάλει φωτιά από τη πλευρά του Κάτωλα-Παπλωματάδικα και οι Έλληνες έφευγαν δυτικά προς τη μεριά της φράγκικης εκκλησίας δια να σωθούν, ο Μπάντρης χτύπα την κεφαλή του, διότι δεν κατάφερε να βάλει φωτιά και από την άλλη πλευρά, το Κρύο Βρυσάλι, ούτως ώστε να μην υπάρχει καμία διέξοδος δια τους Έλληνες.
Περιττό να πούμε ότι τη φωτιά και τη σφαγή συνόδευε και η καταλήστευση των χριστιανικών περιουσιών. Σαφώς και οι Έλληνες τώρα πλέον μετά από τόσες σφαγές, αμύνονταν σθεναρά και έκαναν ότι μπορούσαν.
Η πόλη των Χανίων καταστράφηκε.
Τόση ήταν η μανία των Κρητών Μουσουλμάνων που έκαψαν και το διοικητήριο που ήταν η κατοικία και τα γραφεία του Πασά.
* ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧ.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ-ΙΣΤ. ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ