15.8 C
Chania
Friday, March 29, 2024

Ερωτική νουβέλα: Στης νύχτας την απόκοσμη σιγαλιά

Ημερομηνία:

Του Δημήτρη Κ. Τυραϊδή *

Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και ελαφροπατώντας σαν γάτα άνοιξε την πόρτα της καμαρούλας της και ρίχνοντας πάνω της μια ζακέτα πήρε το μόνο στρατί που οδηγούσε στο κοιμητήρι του χωριού. Όταν όμως προχώρησε αρκετά τάχυνε το βήμα της κι ενώ έτρεμε ολόκληρη, τα δάκρυα της, που έτρεχαν ωσάν τις στάλες της βροχής, ασταμάτητα, έβρεχαν τον κουρνιαχτό της. Στην σκέψη της δεν είχε τίποτε άλλο εκτός από την μορφή του αγαπημένου της, τονκρυφό έρωτά της, τον Δήμο της.

Τ’ άστρα τρεμόπαιζαν πάνω στον απέραντο θόλο του ουρανού, το φεγγάρι, η βασίλισσα της νύχτας όπως την αποκαλούν οι ποιητές, δεν είχε προβάλει ακόμα στον ορίζοντα, μόνο οι χρυσές του ακτίνες πρόδιδαν που κρυβότανε και που δεν ήταν τόπος άλλος από τον τεράστιο όγκο του απέναντι βουνού.

«Θα προλάβω» έλεγε ενδόμυχα,«πριν γίνω αντιληπτή από τους γονιούς μου να φτάσω κοντά στον αγαπημένο μου» και πρόσθετε «Αλλοίμονό μου αν ξυπνήσουν και δεν με δούνε στο σπίτι. Ξέρουν που θα με βρούνε. Θα τρέξουν κι αν με προφτάσουν… πάνε, θα σβήσουν όλα τα όνειρα που τ’ απόβραδα πλάθαμε αγκαλιασμένοι, κολυμπώντας στο απέραντο πέλαος της αγάπης μας και… τότε πια δεν θα έχω άλλη επιλογή από το να δώσω τέλος στην ζωή μου. Ζωή χωρίς την αγκαλιά του αγαπημένου μου δεν μπορεί να είναι ζωή. Μαύρη κι άραχνη θα είναι σαν την κόλαση και στην κόλαση ζούνε μόνο οι κολασμένοι και οι αμαρτωλοί» και υψώνοντας την ματιά της προς τον έναστρο ουρανό ψέλλισε,«Ω Πλάστη μου και Εσύ γλυκιά μου Παναγία, το γνωρίζετε ότι δεν είμαι αμαρτωλή. Αγάπησα τον Δήμο και δεν μπορώ να ζήσω δίχως του».

Τα χείλη της δε τα ένιωθε σκληρά και πυρωμένα σαν σίδερο βγαλμένο από την φωτιά του σιδερά.

Με αυτές τις σκέψεις και γιομάτη την αθώα ψυχούλα της με διάφορα άλλα συναισθήματα συνειδητοποίησε πως λίγος δρόμος είχε απομείνει να διανύσει ακόμα έως ότου να φθάσει κοντά στο κοιμητήρι, στην κρυφή ερωτική φωλιά τους. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή στα σκασμένα, σαν τη διψασμένη γη, χείλη της ζωγραφίστηκε ένα αχνό χαμόγελο.

«Κουράγιο» έλεγε κοντανασαίνοντας «Αμαλία – έτσι την έλεγαν –  και θα φθάσεις στον παράδεισο» και δεν ήταν άλλος ο παράδεισος της Αμαλίας, άλλος, από την αγκαλιά του αγαπημένου της.

Έξι μήνες είχαν κρυφό δεσμό τα παιδιά, ο Δήμος – έτσι έλεγαν τον νέο –και η Αμαλίακαι κάθε φορά που αντάμωναν ορκιζότανε ο ένας στον άλλον αιώνια αφοσίωση κι αγάπη. Ορκιζότανε στ’ αστέρια, στον αυγερινό, στο φεγγάρι και στην αυγούλα,πως ό,τι κι αν γινότανε εκείνοι θα έφευγαν μαζί κι αγκαλιασμένοι. Ο αγλύκαντος έλεγαν και μόνο αυτός θα τους χώριζε και κανένας άλλος.

«Μαζί θα κατέβουμε τα σκαλοπάτια του άδη» έλεγαν και πότε έκλαιγαν και πότε γελούσαν.

Δεν έμεινε όμως κρυφός ο έρωτάς τους. Κάποιος χωριανός ανακάλυψε τυχαία την ερωτική τους φωλιά, την πλεγμένη από γλυκά όνειρα, όρκους και υποσχέσεις και όπως γίνεται στις μικρές κοινωνίες το είπε στους γονιούς των δύο ερωτευμένων και το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται με λόγια. Ο μεν πατέρας της Αμαλίας την ξυλοφόρτωσε πολλές φορές και διέταξε να μάθει η μητέρα της αν η σχέση τους είχε ολοκληρωθεί.

«Όχι μανούλα» έλεγε η Αμαλία,«δεν είμαι παστρικιά. Είμαι αμόλυντη και παρθένα, εκτός αν είναι μεγάλη αμαρτία η αγάπη κι αν είναι αμάρτημα μεγάλο και δεν έχει συγχωρεμό.Τότε, ναι, είμαι μια τιποτένια και τιμωρήστε με, με όποιο τρόπο θέλετε εσείς» και για να την τιμωρήσει ο πατέρα της, της έκοψε τα ολόξανθα μαλλιά της σχεδόν σύριζα και επιπλέον δεν την άφηνε να ξεμυτίζει έξω από την καμαρούλα της, μέρα – νύχτα. Εκεί καθότανε ταπεινωμένη και δαρμένη, μόνη κι έρημη σαν την χουρμαδιά μέσα στην καυτή έρημο και κλαίοντας μέρα – νύχτα στέρεψαν τα γαλάζια σαν τη θάλασσα ματάκια της και δεν περίμενε τίποτε άλλο παρά τον αγλύκαντο να πάει να κόψει το νήμα της ζωής της.

«Γιατί να ζήσω…» έλεγε,«τι θα κερδίσω. Εγώ τον Δήμο μου αγάπησα και για την αγάπη του θα πεθάνω».

Έκανε όμως το λάθος ο πατέρα της, όταν της έκοψε τα μαλλιά, βρίζοντάς την, ξεστομίζοντας λέξεις που την ταπείνωναν, φεύγοντας, άφησε την κομμένη πλούσια κόμη της στο δωμάτιο, τη φυλακή της, έτσι την έλεγε.

Δεν είχαν πια άλλα δάκρυα τα μάτια της δόλιας της Αμαλίας, στέγνωσαν και τώρα παρακαλούσε τον Θεό και την Μητέρα όλου του κόσμου την Πολυεύσπλαχνη Παναγία να τη λυπηθούν και να τα κλείσουν για πάντα μια βραδιά στον ύπνο της. Δεν ήθελε να πεθάνει με ανοιχτά τα μάτια, όπως λένε ότι πεθάνουν οι άνθρωποι, γιατί αν μάθαινε ο αγαπημένος της το θάνατό της, μπορείκαι να την έβλεπε στο όνειρό του και τότε θα γινότανε το δεύτερο, το κυριότερο για κείνη κακό. Αν κατόρθωνε  να πάει να την αποχαιρετήσει, χωρίς να προλάβει να τον σκοτώσει ο πατέρα της, δεν ήθελε να δει εκείνα τα γαλαζοπράσινα μάτια της στεγνά και μισοκλεισμένα.

"google ad"

«Πάρε μου την ψυχούλα γλυκιά χαρόντισσα κι εγώ θα γίνω σκλάβα σου αιώνια στον κάτω κόσμο, που εκεί έχεις το βασίλειό σου και κράτησε στη ζωή τον αγαπημένο μου και δώσε του δύναμη να κρατηθεί στη ζωή, να ‘ρχεται να ανάβει ένα κερί στο άραχνο μνήμα μου».

Όταν δε έφυγε ο σκληρόκαρδος πατέρας της αφήνοντάς της τα μαλλάκια της στο κρύο πάτωμα, σκορπισμένα σαν τα φύκια στην αμμουδιά,τα μάζεψε σιγά – σιγά κλαίοντας και βρέχοντάς τα με τα πυρωμένα δάκρυά της, ψιθυρίζοντας:

«Αχ μαλλάκια μου απαλά και όμορφα, δεν θέλω να σας αφήσω εδώ και θα σας πάρω μαζί μου στο μεγάλο ταξίδι μου» και με τέχνη και υπομονή τα έπλεξε σε δύο μεγάλες κοτσίδες και τα φύλαξε στο ζεστό κόρφο της λέγοντας:

«Θα τα δώσω στον αγαπημένου μου, που όταν ύστερα από πολλά – πολλά χρόνια,  κάποια μέρα, θα κατεβαίνει τα σκαλιά του άδη.Εκεί θα τον περιμένω,στην πόρτα του. Θα τον γνωρίσω κι ας είναι σκοτάδι πυκνό όπως λένε, θα τον γνωρίσουν τα μάτια της ψυχής μου» και συνέχισε χαϊδεύοντας τις κομμένες κοτσίδες της,«Ω, μαλλάκια μου όμορφα, θα σας δώσω στο Δήμο μου, να χαρεί, να νιώσει την απαλάδασας χαϊδεύοντάς σας, όπως και τότε που ανταμώναμε στην ερωτική μας φωλιά. Ω, απαλά μου μαλλάκια, θα παρακαλέσω…» έλεγε παραμιλώντας,«τον αφέντη του μαύρου άδη να με αφήσει στην πόρτα του άδη να τον καρτερώ κι εγώ θα γίνω σκλάβα του».

Με αυτές τις μαύρες σκέψεις περνούσαν οι μέρες της ερωτευμένης Αμαλίας, μαύρες και σκοτεινές, κλεισμένη στην μικρή καμαρούλα, ενώ ο Δήμος ανέβαινε και κείνος τον μαρτυρικό γολγοθά του, μόνος και παραγκωνισμένος, σέρνοντας τον σταυρό του σαν τον Χριστό.

Τώρα, όταν έμαθε ο πατέρας του τον παράνομο δεσμό του, του είπε ορθά – κοφτά να φύγει από το σπίτι τους γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος για μεγάλο κακό και καλό θα ήταν να φύγει για λίγο καιρό και από το χωριό και αυτό έκανε ο δόλιος ο Δήμος. Έφυγε από το σπίτι κι αμέσως γιόμισε την πονεμένη του ψυχή με θάρρος και πήγε στον πατέρα της αγαπημένης του, στάθηκε μπροστά του αγέρωχος και περήφανος σαν τον αητό καθισμένο πάνω σε βράχο και του λέει:

«Θέλω να κάνω γυναίκα μου την κόρη σου. Να ξέρεις ότι δεν εκμεταλλεύτηκα την αγάπη της. Είναι αγνή κι αμόλυντη όπως τη γέννησε η μάνα της».

Δεν είπε τίποτε άλλο και περίμενε την απάντηση που θα του έδινε ο πατέρας της αγαπημένης του. Κι ο πατέρας της Αμαλίας του λέει:

«Φύγε από μπροστά μου διακονιάρη που θέλεις για γυναίκα σου την κόρη μου» και συνέχισε τρέμοντας από τον θυμό του, «τσακίσου και φεύγα από μπροστά μου να μην πάρω το μαχαίρι και σε κάνω χίλια κομμάτια» και ο δόλιος ο Δήμος έφυγε πάλι αγέρωχος, χωρίς να πει απολύτως τίποτα. Τον αποκάλεσε διακονιάρη γιατί ήταν φτωχό παιδί, ενώ η κόρη του ήταν αρκετά πλούσια.

Ο δόλιος ο Δήμος έφυγε από το χωριό και πήγε και στρέχιασε σε μια θεία του κάπου στα χωριά της Θεσσαλίας και μαράζωνε σαν το διψασμένο λουλούδι στην καυτερή έρημο. Δεν πέρασαν όμως πολλές μέρες και η νοσταλγία να δει την αγαπημένη του θέριευε μέσα του. Δεν άντεχε να ζει μακριά της και μια ηλιόλουστη, ανοιξιάτικη μέρα, με ανείπωτη λαχτάρα πήρε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό του, πλάθοντας όνειρα σε όλη την δίωρη διαδρομή του. Τώρα, όταν έφθασε επιτέλους στο χωριό,πριχού να πάει στο δικό του σπίτι, πήρε το σοκάκι που έβγαινε στο σπίτι της αγαπημένης του, αποφασισμένος αυτή τη φορά να αντιμετωπίσει τις όποιες αντιρρήσεις του πατέρα της. Ήξερε ότι θα τον έβριζε και θα του έλεγε πολύ βαριές κουβέντες, αλλά η απέραντη αγάπη που έτρεφε στα τρίσβαθα της ψυχής του όχι μόνο τον παρότρυνε να πάει στο σπίτι της Αμαλίας αλλά τον έβιαζε κιόλας. Μια μυστική φωνή που θάρρευε πως έβγαινε από την καρδιά του, του έλεγε να βιαστεί γιατί και η Αμαλία του τον περίμενε με ανείπωτη λαχτάρα να τον δει.

Ο Δήμος δεν ήξερε τίποτα για τα όσα δεινά πέρασε και ακόμα περνούσε η αγαπημένη του και την σκεφτότανε σε όλη την διαδρομή όπως ήταν, όμορφη, με τα ξανθά μακριά μαλλιά της ριγμένα στους ώμους της σαν τους καταρράκτες στις καταπράσινες λαγκαδιές της πεντάμορφης Όθρυς, που πολλές φορές πήγαινε και  τους θαύμαζε. Δεν ήξερε ότι εκείνα τα πανέμορφα μαλλιά τα είχε κόψει ο άπονος πατέρας της, μήτε φανταζότανε ότι εκείνα τα πρασινογάλανα μάτια της που έλαμπαν σαν αστέρια γιομάτα καλοσύνη τώρα ήταν θολά σαν λίμνες και κόκκινα από τα ξενύχτια κι από το πολύ κλάμα.

Τώρα, όταν έφθασε κοντά στο σπίτι, συγύρισε λίγο την πλούσια κόμη του, και πάλι, όπως ο αητός αψηφά τον κίνδυνο της όποιας καταιγίδας, όρμησε περήφανος στο εσωτερικό της αυλής του σπιτιού γνωρίζοντας κι εκείνος ότι θα αντιμετωπίσει θύελλες και καταιγίδες από τον πατέρα της αγαπημένης του Αμαλίας. Όταν άνοιξε την πόρτα της αυλής δεν περίμενε σχεδόν καθόλου, γιατί ο αφέντης του σπιτιού ήταν καθισμένος σε ένα παγκάκι και τον απρόοπτο επισκέπτη του, όπως ήταν φυσικό, τον είδε αμέσως και δίχως να προλάβει να πει κάτι ο Δήμος του είπε εκείνος σχεδόν νηφάλιος:

«Πως από δω Δήμο; Ποιος καλός άνεμος σε έφερε στο σπιτικό μου;» και συνέχισε,«έλα πιο κοντά… μην ντρέπεσαι και μην φοβάσαι, δεν είμαι αρκούδα να σε κατασπαράξω».

Τότε ο Δήμος πλησίασε τον συνομιλητή του και σιγανά αλλά με καθαρή φωνή του είπε:

«Ξέρεις πολύ καλά γιατί ήρθα και θα σου υπενθυμίσω τα λόγια που σου είπα όταν για πρώτη φορά δρασκέλισα το κατώφλι του αρχοντικού σου» και συνέχισε δίχως να περιμένει να πάρει απάντηση:

«Ήρθα να ζητήσω το χέρι της Αμαλίας, της αγαπημένης σου κόρης, για να ζήσουμε μαζί, πιασμένοι χέρι – χέρι τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μας, δουλεύοντας πλάτη με πλάτη για το δικός μας σπιτικό που ονειρευόμαστε να χτίσουμε».

Η Αμαλία δε, κρυμμένη πίσω από το παράθυρο είδε τον Δήμο της που δρασκέλισε την αυλή του σπιτικού της και λίγο έλειψε να βάλει τις φωνές και να τον καλέσει να πλησιάσει κοντά της, να τον δει και να τον φιλήσει κρεμασμένη έξω από το παράθυρο της φυλακής της.

«Ω, θα τον σκοτώσει ο άπονος πατέρας μου. Δεν θα γλυτώσει αυτή τη φορά το θάνατο. Αχ Παναγία μου, βάλε το χέρι σου να μην το δω αυτό το κακό. Κάνε το θαύμα σου Χριστέ μου» και με το ‘’Χριστέ μου’’ λιποθύμησε.

Όταν συνήλθε από την λιποθυμία της η Αμαλία,παρέμεινε ακίνητη κρατώντας και την ανάσα της ακόμα, περιμένοντας να αφουγκραστεί φωνές και κλάματα αλλά δεν άκουγε τίποτα.

«Ω, τι είναι πάλι αυτό» είπε κι αμέσως με ανείπωτη αγωνία άνοιξε το παράθυρο για να δει τι είχε γίνει. Δεν είδε όμως τίποτα απολύτως και τρόμαξε περισσότερο, σχηματίζοντας φρικτές εικόνες στην σκέψη της. Λίγο έλειψε να τρελαθεί.

«Που πήγαν; Τον σκότωσε… και που τον πήγε;» έλεγε ενδόμυχα.

«Μήπως ήταν όνειρο αυτό που είδα;Αχ Παναγία μου, βοήθησέ με…»κι αμέσως τραβήχτηκε στο εσωτερικό της κάμαράς της και ασυναίσθητα έκλεισε το παράθυρο κλαίοντας. Το τι είπε ο πατέρας της με τον Δήμο άργησε πολύ να το μάθει.

Ήταν τόση ο αγωνία της που λίγο έλειψε να σπάσει την πόρτα και να βγει έξω φωνάζοντας το όνομά του αγαπημένου της. Κρατήθηκε όμως και περίμενε να εξελιχθούν τα γεγονότα όπως το ήθελε η ‘’κακιά μοίρα της’’ και όπως τα είχε γραμμένα στο τεφτέρι της. Αυτό πίστευε η δόλια η Αμαλία. Πίστευε ότι  μοίρα της ήταν κακιά. Κι ενώ η Αμαλία αγωνιούσε για την τύχη του αγαπημένου της, συνειδητοποίησε ότι ο ανοιξιάτικος ήλιος, αρκετά ανυπόμονος, είχε γύρει να κρυφτεί στην αγκαλιά της αγαπημένης του δύσης. Περίμενε όμως να ανοίξει την πόρτα η μητέρα  της, όπως έκανε πολλές φορές τη μέρα, να τη ρωτήσει και να μάθει επιτέλους για τα γεγονότα που εξελίσσονταν στο σπίτι της κρυφά από κείνη, αλλά η μητέρα της δεν είχε εμφανιστεί από το γιόμα εκείνης της μέρας.

«Που είναι η μητέρα μου;» είπε και οι κακές σκέψεις πολλαπλασιάζονταν στη σκέψη της.

Η μητέρα της, εκείνη τη μέρα, όπως έμαθε αργότερα, είχε πάει να επισκεφτεί την αδελφή της και θεία της Αμαλίας στο διπλανό χωριό και είχε πλήρη άγνοια για τα όσα γινότανε στο σπίτι της.

Τώρα, όπως γνωρίζουμε,όταν αντάμωσαν οι δύο άντρες δεν είπαν και πολλά λόγια. Ο Δήμος είπε εκείνα που διαβάσαμε πιο πάνω και ο πατέρας της Αμαλίας, ο συνομιλητής του, του είπε σοβαρά κοιτώντας τον κατάματα:

«Θα σκεφτώ τι θα κάνω. Μην έρθεις όμως άλλη φορά στο σπίτι μου».

Ο Δήμος, όταν έφυγε από το σπίτι της Αμαλίας, δεν πήγε στο σπίτι του αλλά πήρε το δρόμο που θα τον οδηγούσε στην αγαπημένη τους φωλιά. Όταν έφθασε εκεί έκλαψε πολύ για τον άτυχο έρωτά του,όμως,με τα μάτια της ψυχής του έβλεπε βαθιά μέσα του την σπίθα της ελπίδας να φωτίζει τα σπλάχνα του. Έβλεπε όμως και τα όνειρά του, τα όνειρα που έπλεκε μαζί με την αγαπημένη του για την αγνή αγάπη τους και την υπόλοιπη ζωή τους, γιατί το είχαν πιστέψει και οι δύο ότι μόνο το σπαθί του αγλύκαντου θα ήταν ικανό να τους χωρίσει και τίποτε άλλο.

«Θα περιμένω» έλεγε,«να δω ποια είναι η σκέψη του πατέρα της Αμαλίας και ανάλογα θα πράξω».

Καθώς άπλωνε σιγά – σιγά το μαγεμένο μαγνάδι της ηαστροκέντητηεκείνη μάγισσα νύχτα, η απόλυτη σιωπή απλώθηκε γύρω του. Μόνο τα λευκά μνήματα έβλεπε μέσα στο κοιμητήριο κι από το μυαλό του περνούσαν διάφορες μακάβριες εικόνες.

Η νύχτα είχε πλέον σκεπάσει τη γη με το μαύρο μαντήλι της, ενώ η Αμαλία δεν είχε μάθει τίποτα για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο σπίτι της.

«Τι άραγε να συμβαίνει» έλεγε.

Τώρα δεν μπορούσε μήτε να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά.

«Μπα…» έλεγε,«αν δεν έχω τρελαθεί, σίγουρα μέχρι την αυγούλα θα τρελαθώ ή θα πεθάνω. Θα πεθάνω όμως ευτυχισμένη» έλεγε και στα σπλάχνα της ένιωθε κάποια μικρή χαρά,«γιατί είδα σήμερα τον αγαπημένο μου. Με την εικόνα του θα κλείσω τα μάτια μου και θα τα σφραγίσω πολύ καλά να μην τα δει ο αγαπημένος μου μισανοιγμένα στα χάλια που είναι και στεναχωρηθεί».

Τέλος, οι δείχτες του ρολογιού που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο έδειχναν δώδεκα. «Ώρα – είπε – που βγαίνουν τα φαντάσματα και τα ξωτικά» κι αμέσως δρασκέλισε την πόρτα του δωματίου της κι όπως ξέρουμε πήρε το δρόμο που θα την έβγαζε στην κρυφή ερωτική τους φωλιά, γιατί ήταν σίγουρη ότι ο αγαπημένος της ήταν εκεί και  την περίμενε. Μα πριν να φθάσει στην φωλιά τους και να πέσει στην αγκαλιά του Δήμου της, πίσω της ακούστηκαν βήματα. Σταμάτησε λίγο σκεπτόμενη ότι οι πεθαμένοι δεν βγαίνουν από το μνήμα τους γιατί είναι η πλάκα που τους σκεπάζει πολύ βαριά και τότε είδε αυτό που φοβότανε.

«Είναι οι γονείς μου. Αντιλήφθηκαν την έξοδό μου και ήρθαν να με σκοτώσουν ή να με πάρουν από δω πηγαίνοντάς με στο σπίτι, δέρνοντάς με και βρίζοντας με». Τρόμαξε πολύ κι αφουγκράστηκε με περισσότερη προσοχή.Ο θόρυβος από τα βήματα ακουγότανε αρκετά μακριά απ’ ότι στην αρχή νόμιζε.

«Προλαβαίνω» είπε και σαν την ελαφίνα, που βλέποντας το όπλο του κυνηγού να την σημαδεύει πετάγεται να αποφύγει τα θανατηφόρα σκάγια του όπλου του, έτσι και η Αμαλία πετάχτηκε κι έτρεξε ώστε να βρεθεί στην αγκαλιά του αγαπημένου της, που εκεί – έλεγε – θα είναι ασφαλής. Και να την σκότωνε ο πατέρας της θα ξεψυχούσε μέσα στην ζεστή αγκαλιά του Δήμου της. Δεν πρόλαβε όμως να φθάσει, είδε όμως το Δήμο της να έχει την αγκαλιά του ανοιχτή και να την περιμένει, γιατί η κραυγή της μάνας ακούστηκε σαν βέλασμα τραυματισμένου ζαρκαδιού λέγοντάς:

«Μη σκιάζεστε παιδιά μου… μην κάνετε κακό στον εαυτό σας… μην φαρμακωθείς Αμαλία» κι αμέσως έπεσε λιπόθυμη στο δροσερό χώμα της στράτας.

Τώρα τι ακολούθησε θα το μάθουμε στις επόμενες αράδες της ιστορίας μας.

Όταν γύρισε η μάνα της Αμαλίας από την επίσκεψη που είχε κάνει στην αδελφή της, ο άνδρας της και πατέρα της Αμαλίας την κάλεσε κοντά του και της είπε τι είχε προηγηθεί κατά την διάρκεια της μέρας που εκείνη έλειπε και συμφώνησαν έπειτα από πολλές ώρες κουβέντας να αρραβωνιάσουν τα παιδιά.

«Παιδιά είναι – είπαν – κι αγαπήθηκαν.Κακό είναι η αγάπη;Δεν είναι κακό… και να μην ξεχνάμε ότι ο Δήμος δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του δόθηκε να ατιμάσει στην κόρη μας. Σεβάστηκε την τιμή της οικογένειας μας. Αγάπη είναι αυτή, δεν είναι μπάλωμα να το ξυλώσεις και να βάλεις άλλο στα ρούχα σου. Πρέπει να ταιριάζει με το χρώμα του υφάσματος και τα παιδιά ταιριάζουν μεταξύ τους. Συνομήλικα είναι, λίγο πιο μεγάλος είναι ο Δήμος, αλλά έτσι γίνεται» και συνέχισε η μητέρα της Αμαλίας:

«Ας μην ξεχνάμε την ιστορία αγάπης της προγιαγιάς μου, που από τα στόματα του σογιού μου τη λέμε μέχρι σήμερα. Η γιαγιά μου πήρε φαρμάκι από μια Τουρκάλαγια να φαρμακωθεί αν δεν της έδιναν για άντρα της τον παππού μου» και πριν να τελειώσει την λέξη ‘’παππούς μου’’ πετάχτηκε σαν ατσίμπητο κάστανο από τη θέση της και πήγε στο μπαούλο που εκεί είχε κρυμμένο το φαρμάκι που ήθελε να πιεί η γιαγιά της.

«Αχ άνδρα μου, αν πήρε το φαρμάκι θα φαρμακωθούν και τα δυο» και αμέσως έβαλε τα παπούτσια της και έτρεξε προς την ερωτική φωλιά των παιδιών,ξετσεμπέρωτη, να προλάβει το μεγάλο κι ανεπανόρθωτο κακό που μπορεί και να γινότανε.

Κι ενώ η μητέρα της Αμαλίας έτρεχε με κομμένη την ανάσα, ο άνδρας της πήγε αμέσως στο σπίτι του παπά.

«Σήκω παπά» του είπε λαχανιασμένος, ενώ ο παπάς τρόμαξε και θέλησε να μάθει τι συμβαίνει.

«Θα στα πω στο δρόμο παπά.Πάρε το θυμιατήρι σου και το πετραχήλι σου και πάμε, προλαβαίνουμε δεν προλαβαίνουμε».

Τέλος στη διαδρομή είπε στον παπά το τι πρόκειται να συμβεί κι ο παπάς έκανε το σταυρό του λέγοντας:

«Ω Θεέ μου, βάλε το χέρι σου να μην γίνει το κακό».

Τώρα, όταν έφθασαν κοντά στα παιδιά και τη μητέρα της Αμαλίας, τους βρήκαν μέσα στο εκκλησάκι που ήταν στο κοιμητήρι.

«Να τους στεφανώσεις αμέσως παπά».

«Δεν έχουμε στέφανα χωριανέ» αποκρίθηκε ο παπάς. «Άιντε, τράβα έξω στο μικρό αμπελάκι, κόψε δύο κληματσίδες και γύρνα να τα παντρέψουμε τα παιδιά».

Τότε η Αμαλία, άφησε το χέρι του Δήμου και έτρεξε στην αγκαλιά του παπά, λέγοντας μέσα από αναφιλητά:

«Δεν χρειάζονται κληματσίδες πάτερ. Για στέφανα θα βάλεις τις δύο μεγάλες κοτσίδες από τα μαλλιά μου» και ξεσπώντας σε λυγμούς, βγάζει από τον κόρφο της τις πλούσιες, τις μεγάλες κοτσίδες της, ενώ όλοι, ο ένας μετά τον άλλο έκαναν τον σταυρό τους. Οι ψαλμοί δε από τα χείλη του παπά, το ‘’Ησαΐα χόρευε’’, ο γλυκασμός των αγγέλων κ.α. ακουγότανε σαν μια απόκοσμη ουράνια μουσική μέσα στην αστροκέντητηεκείνη νύχτα!

 

* συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ