Ο «μεταψυχροπολεμικός» κόσμος μακράν δεν είναι λιγότερο βίαιος και αιματηρός από την «ψυχροπολεμική» περίοδο που ακολούθησε τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, παρά και ενάντια στα περί του αντιθέτου στοιχεία διαφόρων στατιστικών.
Ο αυτοπροσδιορισμός των ΗΠΑ ως του παγκόσμιου «ειρηνοποιού» υπονομεύεται από την πραγματικότητα, η οποία τυγχάνει να είναι και μετρήσιμη. Παραμένει, όμως, ισχυρός και αποτελεί το βασικό συστατικό του ιδιότυπου «μεσσιανισμού» αυτού του παγκόσμιου «χωροφύλακα», σε μια περίοδο κατά την οποία, η ειρήνη και η σταθερότητα στον πλανήτη, το τελευταίο που χρειάζονται είναι τέτοιου είδους αυτοπροσδιορισμοί.
Αναζητώντας τις «πηγές» αυτού του διαχρονικού δόγματος, ο John Dower, στο βιβλίο του «Ο βίαιος αμερικανικός αιώνας: Πόλεμος και Τρόμος από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» (το πρώτο κεφάλαιο του οποίου δημοσιεύει η «Le Monde diplomatique») φτάνει στις 17 Φεβρουαρίου του 1941, σχεδόν 10 μήνες πριν από την επίθεση της Ιαπωνίας στο «Περλ Χάρμπορ», όταν το περιοδικό «Life» δημοσίευσε ένα μακροσκελές άρθρο του εκδότη του, Henry Luce, με τίτλο «Ο Αμερικανικός Αιώνας».
Ουσιαστικά, αυτός ο γιος των πρεσβυτεριανών ιεραποστόλων, που γεννήθηκες στην Κίνα το 1898 και μεγάλωσε εκεί μέχρι την ηλικία των 15 ετών, με το άρθρο αυτό μετέφερε τη βεβαιότητα του θρησκευτικού δόγματος στη βεβαιότητα μιας εθνικιστικής αποστολής που διατυπώθηκε στο όνομα του διεθνισμού. Πλέον, μπορούμε να πούμε με αρκετή ασφάλεια, ότι εκείνο το άρθρο είναι το «μανιφέστο» της αμερικανικής ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας μέχρι σήμερα.
Ο Luce μπορεί να αναγνώριζε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα μπορούσαν να αστυνομεύσουν ολόκληρο τον κόσμο ή να επιχειρήσουν να επιβάλουν «δημοκρατικούς θεσμούς» σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, ωστόσο έγραφε ότι ο 20ός αιώνα «πρέπει να είναι σε σημαντικό βαθμό Αμερικανικός αιώνας». Το άρθρο καλεί όλους τους Αμερικανούς »να αποδεχθούμε ολόψυχα το καθήκον και την ευκαιρία μας ως το ισχυρότερο και ζωτικότερο έθνος στον κόσμο και ως εκ τούτου να ασκήσουμε στον κόσμο τον πλήρη αντίκτυπο της επιρροής μας, για τους σκοπούς που θεωρούμε σκόπιμους και με τα μέτρα που θεωρούμε κατάλληλα».
Η επίθεση της Ιαπωνίας στο Περλ Χάρμπορ προώθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες στη διεθνή σκηνή. Ο Luce πίστευε ότι προοριζόταν να κυριαρχήσει και το «cri de coeur» (το επιχείρημα του επείγοντος έντονου αιτήματος για βοήθεια από κάποιον που βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση) έγινε βασικό στοιχείο της πατριωτικής ρητορικής του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και μετά από αυτόν
Το άρθρο του Luce ξεχώρισε σχεδόν κάθε υποτιθέμενο ιδεώδες, το οποίο θα αποτελούσε βασικό στοιχείο της ψυχροπολεμικής προπαγάνδας: Ελευθερία, δημοκρατία, ισότητα ευκαιριών, αυτοπεποίθηση και ανεξαρτησία, συνεργασία, δικαιοσύνη, φιλανθρωπία, όλα αυτά μαζί ενταγμένα σε ένα όραμα οικονομικής αφθονίας εμπνευσμένο από «τα θαυμάσια βιομηχανικά προϊόντα μας και τις τεχνικές μας δεξιότητες». Όλο αυτό το ιδεολόγημα εκφράζεται περιεκτικά με την φράση «αμερικανική ιδιαιτερότητα», ιδιαίτερα δημοφιλής στο Πεντάγωνο και τον Λευκό Οίκο.
Η άλλη, σκληρότερη πλευρά της προφανούς «μοίρας» της Αμερικής ήταν, βέβαια, η δύναμη. Η εξουσία. Διαθέτοντας απόλυτη και ατελείωτη υπεροχή στην ανάπτυξη του πιο εξελιγμένου και καταστροφικού οπλοστασίου στον κόσμο. Ο Luce δεν στάθηκε σε αυτήν την διάσταση του «διεθνισμού» στο άρθρο του, αλλά όταν ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος κερδήθηκε έγινε ένθερμος «απόστολός» της. Ενας σθεναρός υποστηρικτής της «απελευθέρωσης» της Κίνας από τους νέους κομμουνιστές ηγέτες, της επέμβασης στο Βιετνάμ, την μετατροπή των περιφερειακών συγκρούσεων τόσο στο Βιετνάμ όσο και στην Κορέα σε «ευκαιρίες» για ευρύτερο, «ενάρετο» πόλεμο εναντίον της Κίνα και την ισοπέδωση του «σιδεένιου παραπετάσματος» με τακτικά πυρηνικά όπλα. Ο βιογράφος του, Αλάν Μπρίνγκλεϊ, γράφει ότι σε ένα σημείο ο Luce ενστερνίστηκε ενθουσιωδώς την δυνατότητα να μετατρέψει την Ρωσία σε σκόνη με 500 ή 1.000 βόμβες. Ενα τρομακτικό σενάριο, το οποίο όμως είχε σχεδιαστεί με απίστευτες λεπτομέρειες τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, πριν τον θάνατο του Luce το 1967.
Ο Dower λέει ότι η φράση «αμερικανικός αιώνας» είναι υπερβολική, ένα σύνθημα που δεν είναι τίποτε περισσότερο από μύθος, φαντασία, ψευδαίσθηση. Η στρατιωτική νίκη με οποιαδήποτε παραδοσιακή έννοια ήταν σε μεγάλο βαθμό χίμαιρα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αποκαλούμενη «Pax Americana» ήταν γεμάτη από συγκρούσεις, καταπιέσεις και προδοσίες της «κατήχησης» των αμερικανικών αξιών. Ταυτόχρονα, η μεταγενέστερη ηγεμονία των ΗΠΑ προφανώς δεν επεκτάθηκε ποτέ σε περισσότερα από ένα μέρος. Πολλά από αυτά που έλαβαν χώρα στον κόσμο, ήταν πέρα από τον έλεγχο της Αμερικής.
Ωστόσο, η φράση του Luce εξακολουθεί να υφίσταται. Ο κόσμος του 21ού αιώνα μπορεί να είναι χαοτικός, με τη βία να πηγάζει από αμέτρητες πηγές και αιτίες, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν η «μόνη υπερδύναμη» του πλανήτη. Ο μύθος της «ιδιαιτερότητας» εξακολουθεί να κρατά «αιχμάλωτους» τους περισσότερους. Η ηγεμονία των ΗΠΑ, όσο φθαρμένη κι αν είναι, εξακολουθεί να θεωρείται δεδομένη σε κυβερνητικούς κύκλους και όχι μόνο στην Ουάσιγκτον. Και στο Πεντάγωνο εξακολουθούν να ορίζουν με έμφαση την αποστολή τους ως «κυριαρχία πλήρους φάσματος» παγκοσμίως.
Η δέσμευση της Ουάσιγκτον να εκσυγχρονίσει το πυρηνικό της οπλοστάσιο και όχι να στραφεί στην επίτευξη της απόλυτης κατάργησης των πυρηνικών όπλων έχει αποδειχθεί ασταθής. Έτσι έχει επικρατήσει η σχεδόν «θρησκευτική» αφοσίωση της χώρας να πρωτοστατήσει στην ανάπτυξη ολοένα πιο «έξυπνων» και περίπλοκων συμβατικών όπλων μαζικής καταστροφής.
Το 2013, ο επικεφαλής της κοινής επιτροπής των αρχηγών των στρατιωτικών επιτελείων δήλωσε σε μια επιτροπή της Γερουσίας ότι ο κόσμος είναι «πιο επικίνδυνος από ποτέ». Οι στατιστικολόγοι, ωστόσο, διηγούνται μια διαφορετική ιστορία: Οτι οι πόλεμοι και οι θανατηφόρες συγκρούσεις μειώνονται σταθερά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Έτσι, ο ψυχολόγος του Χάρβαρντ, Στίβεν Πίνκερ, υιοθετεί στο βιβλίο του όρους όπως «η μακρά ειρήνη» για τις μεταπολεμικές δεκαετίες μέχρι και το 1991 και «η νέα ειρήνη» για την μεταψυχροπολεμική περίοδο μέχρι σήμερα. Τόσο το συγκεκριμένο βιβλίο, όσο και άρθρα, συνεντεύξεις και πλήθος άλλες δημοσιεύσεις μεταδίδουν το «μήνυμα» των στατιστικών στοιχείων: «Σήμερα ζούμε στην πιο ειρηνική εποχή σε όλη την ύπαρξη του είδους μας».
Ωστόσο, αυτή η επονομαζόμενη «μεταπολεμική ειρήνη» ήταν, και εξακολουθεί να είναι, κορεσμένη με αίμα. Είναι λογικό να υποστηριχθεί ότι οι συνολικοί θάνατοι που σχετίζονται με πόλεμο κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του Ψυχρού Πολέμου ήταν λιγότεροι από τον εξαετή Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945) και σίγουρα πολύ λιγότεροι από τις συνολικές απώλειες και στους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ού αιώνα.
Οι πέντε πιο καταστροφικές εμφύλιες ή διακρατικές συγκρούσεις των μεταπολεμικών δεκαετιών – στην Κίνα, την Κορέα, το Βιετνάμ, το Αφγανιστάν και μεταξύ Ιράν και Ιράκ – έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Το ίδιο συνέβη και με την πλειοψηφία των εσκεμμένων μαζικών θανάτων, πολιτικών αιματηρών πογκρόμ και γενοκτονιών (Γιουγκοσλαβία, Σουδάν, Νιγηρία, Ινδονησία, Μοζαμβίκη, Καμπότζη κ.ά). Το τέλος του ψυχρού πολέμου σίγουρα δεν σηματοδότησε και το τέλος τέτοιων θηριωδιών, όπως μαρτυρά η Ρουάντα, το Κογκό και η Συρία.
Κι όμως, ο Ψυχρός Πόλεμος «γιορτάζεται» ως ο λιγότερο βίαιος από τις παγκόσμιες συγκρούσεις που προηγήθηκαν, ενώ οι δεκαετίες που ακολούθησαν ως στατιστικά λιγότερο βίαιες από τον Ψυχρό Πόλεμο. Πού βασίζεται αυτό; Η απάντηση έγκειται σε μεγάλο βαθμό στις μεγάλες δυνάμεις. Οι μεγάλοι ανταγωνιστές του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση, γεμάτοι πυρηνικά οπλοστάσια, ποτέ δεν τα χρησιμοποίησαν μεταξύ τους. Δεν υπήρξε Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ούτε υπάρχει πιθανότητα για κάτι τέτοιο.
Η εν λόγω αξιοσημείωτη ποσοτικοποίηση προκαλεί εφησυχαστικές μορφές αυτοπεποίθησης διαπιστώνει με θλίψη ο συγγραφέας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το συναίσθημα του Ψυχρού Πολέμου εξακολουθεί να είναι ισχυρό, η σχετική πτώση της παγκόσμιας βίας μετά το 1945 αποδίδεται συνήθως στη «σοφία», την «αρετή» και την ισχύ της αμερικανικής «διατήρησης της ειρήνης». Σε όλα αυτά προστίθεται και η πυρηνική αποτροπή, το δόγμα του Ψυχρού Πολέμου περί της αμοιβαίας σίγουρης καταστροφής που περιγράφηκε νωρίς ως μια «λεπτή ισορροπία τρόμου» και το οποίο επιβίωσε ως μια «φωτισμένη» πολιτική που εμπόδισε καταστροφικές παγκόσμιες συγκρούσεις.
‘Ομως, η κατοχύρωση της μακράς μεταπολεμικής εποχής ως εποχής σχετικής «ειρήνης» είναι ανόητη, αν όχι συνειδητά ψευδής, όχι μόνο επειδή αποπροσανατολίζει την προσοχή από τον θάνατο που πραγματικά συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει. Αλλά και επειδή υποβαθμίζει έως εξαφάνισης το σημαντικό ποσοστό ευθύνης των ΗΠΑ στον να μεγαλώσουν αντί να εμποδίζουν την στρατιωτικοποίηση και το χάος μετά το 1945.
Η υποστήριξη των ΗΠΑ σε καταπιεστικά ξένα καθεστώτα, καθώς και οι αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις πολλών από τις συγκαλυμμένες υπερπόντιες επεμβάσεις της, η ύπουλη διάσταση της μεταπολεμικής αμερικανικής στρατιωτικοποίησης – δηλαδή η βία που ασκείται στην κοινωνία των πολιτών με τη διοχέτευση των πόρων σε ένα επιθετικό και συνεχώς διευρυνόμενο κράτος εθνικής ασφάλειας – δεν συμφωνούν με τα επιχειρήματα σχετικά με την αριθμητική πτώση της βίας από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Εκτός αυτού, η προσπάθεια ποσοτικοποίησης του πολέμου, των συγκρούσεων και των καταστροφών, αποτελεί τρομακτική μεθοδολογική πρόκληση. Η ακριβής ποσοτικοποίηση του θανάτου και της βίας είναι σχεδόν πάντα αδύνατη. Για παράδειγμα, οι εκτιμήσεις για τους συνολικούς θανάτους κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο κυμαίνονται από περίπου 50 εκατομμύρια έως περισσότερα από 80 εκατομμύρια. Μια εξήγηση για αυτό το εύρος των εκτιμήσεων είναι το απόλυτο χάος που προκαλεί μιας τέτοιας κλίμακας ένοπλη σύγκρουση. Μια άλλη εξήγηση είναι το τι επιλέγουν οι ερευνητές να μετρήσουν και πώς το μετράνε. Διότι οι θάνατοι που σχετίζονται με τον πόλεμο έμμεσα και όχι άμεσα ως καταμέτρηση θυμάτων σε μάχες, είναι ακόμη πιο δύσκολο να εκτιμηθούν, αν και – όπως στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – είναι συνήθως μακράν υπερπολλαπλάσιοι των θανάτων στις μάχες.
Ετσι, είναι ζήτημα αν λαμβάνονται υπόψη οι θάνατοι από αιτίες που προκαλεί η ένοπλη σύγκρουση. Είναι ζήτημα αν λαμβάνονται υπόψη οι θάνατοι που συνέβησαν πολύ μετά την ολοκλήρωση της ίδιας της σύγκρουσης, π.χ. από την ακτινοβολία μετά την ρίψη των ατομικών βομβών στην Χιροσίμα και το Ναγκασάκι ή από την χρήση του Agent Orange* στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Η προσοχή επίσης αποσπάται από τις ευρύτερες ανθρωπιστικές καταστροφές. Στα μέσα του 2015, για παράδειγμα, το Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες ανέφερε ότι ο αριθμός των ατόμων που «εκτοπίσθηκαν βίαια σε όλο τον κόσμο ως αποτέλεσμα διώξεων, συγκρούσεων, γενικευμένης βίας ή παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων» είχε ξεπεράσει τα 60 εκατομμύρια. Το υψηλότερο επίπεδο που καταγράφηκε από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τα άμεσα επακόλουθά του. Περίπου τα δύο τρίτα αυτών των ανδρών, γυναικών και παιδιών εκτοπίστηκαν στις χώρες τους. Το υπόλοιπο ήταν πρόσφυγες και πάνω από το ήμισυ αυτών των προσφύγων ήταν παιδιά.
Το 1996, η εκτίμηση της Βρετανίας ήταν ότι υπήρχαν 37,3 εκατομμύρια άτομα που είχαν εκτοπιστεί βίαια σε όλον τον πλανήτη. Είκοσι χρόνια αργότερα, αυτός ο αριθμός ανήλθε στα 65,3 εκατομμύρια, αυξήθηκε δηλαδή κατά 75% σε σχέση με τις δύο τελευταίες δεκαετίες μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, τις οποίες κάποιοι χαρακτηρίζουν ως «νέα ειρήνη».
Άλλες ανθρωπιστικές καταστροφές είναι λιγότερο ορατές απ’ ό,τι οι εκτοπισμένοι πληθυσμοί. Οι σκληρές οικονομικές κυρώσεις που σχετίζονται με τις συγκρούσεις, κυρώσεις οι οποίες καταστρέφουν τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και μπορούν να προκαλέσουν ραγδαία αύξηση της παιδικής θνησιμότητας, συνήθως δεν βρίσκουν θέση στις στατιστικές. Οι αμερικανικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στο Ιράκ επί 13 χρόνια, από το 1990, σε συνδυασμό με τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα. Οι «New York Times» έγραφαν τον Ιούλιο του 2003 ότι «τουλάχιστον αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά που αναμενόταν εύλογα να ζήσουν, πέθαναν πριν από τα πέμπτα γενέθλιά τους».
Επιπλέον, τα στοιχεία μαρτυρούν την ψυχολογική και κοινωνική βία που υφίστανται τόσο οι ένοπλοι όσο και οι άμαχοι. Έχει υποδειχθεί, για παράδειγμα, ότι ένας στους έξι ανθρώπους σε εμπόλεμες περιοχές πάσχει από ψυχική διαταραχή, σε αντίθεση με έναν στους δέκα σε συνθήκες ειρήνης. Μόλις το 1980, επτά χρόνια από την υποχώρηση των ΗΠΑ από το Βιετνάμ, η διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD) αναγνωρίστηκε επίσημα ως πρόβλημα ψυχικής υγείας.
Το 2008, μια μεγάλη έρευνα σε 1,64 εκατομμύρια Αμερικανούς στρατιωτικούς που διεξήχθη στο Αφγανιστάν και το Ιράκ από τον Οκτώβριο του 2001 έως τον Οκτώβριο του 2007 εκτιμά, ότι περίπου 300.000 άτομα υποφέρουν από PTSD ή μείζονα κατάθλιψη και ότι 320.000 άτομα παρουσίασαν πιθανό εγκεφαλικό πρόβλημα. Φυσικά, καθώς οι πόλεμοι συνεχίζονται, οι σχετικοί αριθμοί αυξάνονται. Οι κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της τραγικής κατάστασης, επίσης δεν απαριθμούνται στατιστικά.
Μη καταγεγραμμένη πλευρά «παράπλευρης» βίας που προκαλεί ο πόλεμος είναι ο κοινωνικός φόβος εξαιτίας της στρατιωτικοποίησης της κοινωνίας στο όνομα της ασφάλειας. Αυτό ισχύει παντού, αλλά ήταν ιδιαίτερα εμφανές στις Ηνωμένες Πολιτείες από τότε που η Ουάσιγκτον ξεκίνησε τον «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» σε απάντηση στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001.
Από το 2000 έως το 2014, σύμφωνα με τον ευρέως αναφερόμενο Δείκτη Παγκόσμιας Τρομοκρατίας, έχουν καταγραφεί πάνω από 61.000 περιστατικά τρομοκρατίας που κόστισαν πάνω από 140.000 ζωές. Συμπεριλαμβανομένης της 11ης Σεπτεμβρίου, οι χώρες στη Δύση κατέχουν λιγότερο από το 5% αυτών των περιστατικών και το 3% των θανάτων.
Δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη έρευνα – αρκεί η προσωπική εμπειρία κάθε πολίτη στην Δύση – για να διαπιστωθεί η δυσανάλογη προβολή αυτών των περιστατικών τρομοκρατίας στις δυτικές χώρες, από τα δυτικά ΜΜΕ, σε αντίθεση με την απλή και υποβαθμισμένη καταγραφή των «συμβάντων» με υπερπολλαπλάσιες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές στην Αφρική, την Ασία ή την Μέση Ανατολή.
Μια ακόμη λεπτομερώς τεκμηριωμένη καταγραφή από «Το σχέδιο του Σικάγου για την ασφάλεια και την τρομοκρατία», η οποία βασίζεται σε αναφορές των ηλεκτρονικών ΜΜΕ διεθνώς και σε πολλές γλώσσες, δείχνει, ότι από το 2000 έως το 2015 έγιναν 4.787 βομβιστικές επιθέσεις, σε περισσότερες από 40 χώρες, με 47.274 θανάτους.
Αυτές οι φρικαλεότητες είναι αναμφισβήτητα τρομακτικές και ανησυχητικές. Παρόλα αυτά, οι αριθμοί είναι συγκριτικά χαμηλοί στο «φόντο» των παλαιότερων συγκρούσεων. Είναι επίσης χαμηλοί σε σύγκριση με τους θανάτους από άλλες αιτίες. Παγκοσμίως, για παράδειγμα, περισσότεροι από 400.000 άνθρωποι δολοφονούνται κάθε χρόνο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο κίνδυνος να σκοτωθείς από πτώση αντικειμένων ή κεραυνών είναι τουλάχιστον τόσο μεγάλος όσο η απειλή ισλαμιστών μαχητών.
Αυτό όμως περιπλέκει τα πράγματα: Εάν η συνολική επίπτωση της βίας, συμπεριλαμβανομένης της τρομοκρατίας του εικοστού πρώτου αιώνα, είναι σχετικά χαμηλή σε σύγκριση με προηγούμενες παγκόσμιες απειλές και συγκρούσεις, γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες απαντούν με το να στρατιωτικοποιούνται συνεχώς;
Ο Dower αναφέρει μερικές πιθανές εξηγήσεις, όπως, για παράδειγμα, η «παράνοια» η οποία «μπορεί να είναι μέρος του αμερικανικού DNA». Ή, ίσως, η αντικομουνιστική υστερία του Ψυχρού Πολέμου έχει μετατραπεί σε έναν παθολογικό φόβο για την τρομοκρατία μετά την 9/11.
Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί το ιδιόμορφο ψυχολογικό βάρος της ύπαρξης μιας «υπερδύναμης» και, από τη δεκαετία του ’90, της «μοναδικής υπερδύναμης» του πλανήτη, μια κατάσταση στην οποία η «αξιοπιστία» μετριέται κυρίως με τη μορφή μαζικής στρατιωτικής δύναμης. Ωστόσο, με ελάχιστες εξαιρέσεις (Γρενάδα, Παναμάς, ο σύντομος πόλεμος του Κόλπου το 1991 και τα Βαλκάνια), ο αμερικανικός στρατός δεν έχει δοκιμάσει νίκη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, από την Κορέα και το Βιετνάμ, μέχρι και τις πρόσφατες και τρέχουσες συγκρούσεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Αυτό, ωστόσο, δεν είχε κανένα αντίκτυπο στην επικρατούσα θέση της υπερδύναμης. Η βίαιη δύναμη παραμένει το απόλυτο μέτρο της αξιοπιστίας.
Από το 1996, η διακηρυγμένη αποστολή του Πενταγώνου είναι να διατηρήσει την «κυριαρχία πλήρους φάσματος» σε κάθε τομέα (γη, θάλασσα, αέρας, διάστημα και πληροφορία) και, στην πράξη, σε κάθε προσιτό μέρος του κόσμου. Ένα ειδικό επιτελείο της πολεμικής αεροπορία των ΗΠΑ που ενεργοποιήθηκε το 2009 και διαχειρίζεται τα 2/3 του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου δημοσιοποίησε και τυπικά την ετοιμότητά του για ένα «παγκόσμιο χτύπημα, σε οποιονδήποτε στόχο, ανά πάσα στιγμή».
Το 2015, το αμερικανικό υπουργείο ‘Αμυνας αναγνώρισε πως διατηρεί 4.855 «περιοχές» – όρος που παραπέμπει σε στρατιωτικές βάσεις κάθε μεγέθους και τύπου, εκ των οποίων, οι 587 βρίσκονται σε 42 χώρες. Μια ανεπίσημη έρευνα που περιλαμβάνει και πολύ μικρές ή προσωρινές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ανεβάζει τον σχετικό αριθμό σε περίπου 800, σε 80 χώρες. Μόνο κατά την διάρκεια του 2015, οι ένοπλες δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ αναπτύχθηκαν σε περίπου 150 χώρες και η Ουάσιγκτον απέστειλε βοήθεια για τον εξοπλισμό και την εκπαίδευση των δυνάμεων ασφαλείας σε έναν ακόμη μεγαλύτερο αριθμό κρατών.
Οι υπερπόντιες βάσεις της Αμερικής αντικατοπτρίζουν, εν μέρει, μια «κληρονομιά» από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και τον πόλεμο της Κορέας. Η πλειοψηφία αυτών των τοποθεσιών βρίσκεται στη Γερμανία (181), στην Ιαπωνία (122) και στην Νότια Κορέα (83). Η διασπορά των δυνάμεων ειδικών επιχειρήσεων είναι επίσης μια κληρονομιά του Ψυχρού Πολέμου που επεκτάθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο, η αποστολή συγκεκαλυμμένων αποστολών στα τρία τέταρτα των χωρών του πλανήτη είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν του πολέμου κατά της τρομοκρατίας.
Πολλές από αυτές τις σημερινές επιχειρήσεις απαιτούν τη διατήρηση μικρών, προσωρινών και μη δημοσιευμένων υπερπόντιων εγκαταστάσεων. Πολλές, εξάλλου, είναι ενσωματωμένες σε μυστικές επιχειρήσεις της CIA.
Η «λεπτή ισορροπία του τρόμου» που χαρακτήρισε την πυρηνική στρατηγική κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου δεν εξαφανίστηκε. Αντίθετα, έχει αναμορφωθεί. Τα αμερικανικά και σοβιετικά οπλοστάσια που έφτασαν στην αιχμή της παραφροσύνης τη δεκαετία του 1980 έχουν μειωθεί κατά περίπου τα δύο τρίτα, ένα αξιέπαινο επίτευγμα, αλλά που αφήνει στον κόσμο γύρω στα 15.400 πυρηνικά όπλα, με το 93% από αυτά να βρίσκονται σε αμερικανικά και ρωσικά χέρια.
Αυτός ο περιορισμός, με άλλα λόγια, δεν έχει αφαιρέσει τα μέσα για να καταστραφεί τη Γη πολλές φορές. Μια τέτοια καταστροφή θα μπορούσε να προέλθει έμμεσα και άμεσα, ακόμη και με μια σχετικά «μέτρια» πυρηνική σύγκρουση μεταξύ της Ινδίας και του Πακιστάν, για παράδειγμα, η οποία θα προκαλούσε μια κατακλυσμιαία μεταβολή του κλίματος, έναν «πυρηνικό χειμώνα» που θα μπορούσε να οδηγήσει σε τεράστια παγκόσμια πείνα και θάνατο. Ούτε το γεγονός ότι επτά επιπλέον κράτη διαθέτουν πλέον πυρηνικά όπλα (και περισσότερα από 40 άλλα θεωρούνται «πυρηνικά ικανά») σημαίνει ότι έχει ενισχυθεί η «αποτροπή».
Αυτό που είναι εντυπωσιακό αυτή τη στιγμή στην υπόθεση είναι πως η παράνοια που διατυπώνεται ως «στρατηγικός ρεαλισμός» εξακολουθεί να καθοδηγεί την πυρηνική πολιτική των ΗΠΑ. Όπως ανακοινώθηκε από τη διοίκηση του Ομπάμα το 2014, το πυρηνικό δυναμικό πρέπει να «εκσυγχρονιστεί». Συγκεκριμένα, αυτό μεταφράζεται σε ένα 30ετές σχέδιο το οποίο θα κοστίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες περίπου 1 τρισεκατομμύριο δολάρια.
Ο πυρηνικός εκσυγχρονισμός είναι βέβαια ένα μικρό μέρος του πλήρους φάσματος της αμερικανικής δύναμης, μια τόσο μαζική στρατιωτική μηχανή που ενέπνευσε τον πρόεδρο Ομπάμα να μιλήσει με ασυνήθιστη έμφαση το 2016 ως εξής: «Η Αμερική είναι το πιο ισχυρό έθνος στη Γη. Ξοδεύουμε περισσότερα στον στρατό μας από ό, τι τα επόμενα οκτώ κράτη μαζί».
Ο «βασικός προϋπολογισμός» για την άμυνα που ανακοινώθηκε στις αρχές του 2016 για το οικονομικό έτος 2017 ανέρχεται σε περίπου 600 δισεκατομμύρια δολάρια. Όταν ληφθούν υπόψη όλα τα υπόλοιπα έξοδα που σχετίζονται με στρατιωτικές και αμυντικές δαπάνες, η πραγματική συνολική ετήσια δαπάνη είναι κοντά στο 1 τρισεκατομμύριο δολάρια.
Ο προβλεπόμενος λογαριασμός για το 30ετές πρόγραμμα πυρηνικού εκσυγχρονισμού ανέρχεται σε πάνω από 90 εκατομμύρια δολάρια την ημέρα, ή σχεδόν 4 εκατομμύρια δολάρια την ώρα. Το κόστος του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων για τη διατήρηση της κατάστασης του έθνους ως «του πιο ισχυρούς στην Γη», για ένα μόνο έτος, ανέρχεται σε περίπου 2,74 δισεκατομμύρια δολάρια την ημέρα ή πάνω από 114 εκατομμύρια δολάρια την ώρα. Και ο «αμερικανικός αιώνας» βρίσκεται σε εξέλιξη…
*«Πορτοκαλί παράγοντας»: Η κωδική ονομασία για ένα από τα φυτοκτόνα και αποφυλλωτικά που χρησιμοποιήθηκαν απο τον στρατό των ΗΠΑ, για την απογύμνωση των δασών του Βιετνάμ. Το πρόγραμμα είχε το όνομα Επιχείρηση Ranch Hand και διήρκεσε από το 1961 μέχρι το 1971. Εκτιμάται από το Βιετνάμ πως η χημική αυτή ουσία σκότωσε ή ακρωτηρίασε 400.000 ανθρώπους και είναι υπεύθυνη για 500.000 παιδιά γεννημένα με δυσμορφίες.