Τις τελευταίες ημέρες, πληθαίνουν στα ΜΜΕ οι προσπάθειες καθησυχασμού της κοινής γνώμης σχετικά με τον ενδεχόμενο ρόλο της Κρήτης σε μια μελλοντική ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με το νέο αφήγημα που διακινούν διάφοροι “παπαγάλοι” και κυβερνητικά στελέχη, το νησί δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο επειδή «βρίσκεται πολύ μακριά από το Ιράν» και γιατί, υποτίθεται, υπάρχουν άλλες αμερικανικές βάσεις εγγύτερα που θα αποτελούσαν πιο λογικούς στόχους.
Αν και μια τέτοια τοποθέτηση μπορεί να ακούγεται καθησυχαστική, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη. Είναι πιθανό το Ιράν να επιλέξει να μην πλήξει αμερικανικές βάσεις που βρίσκονται σε εδάφη φιλικών ή “ουδέτερων” χωρών, ενώ, αντίθετα, να στοχοποιήσει βάσεις όπως εκείνη της Σούδας, που ανήκει σε μία χώρα όπως η Ελλάδα η οποία βρίσκεται στον σκληρό πυρήνα στρατηγικής και στρατιωτικής συμμαχίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ.
Επιπλέον, η αντίληψη ότι η Σούδα δεν παίζει κομβικό στρατιωτικό ρόλο είναι απλά λανθασμένη. Η ιστορία των τελευταίων δεκαετιών αποδεικνύει το αντίθετο.
Η Σούδα στους πολέμους των ΗΠΑ
Η βάση της Σούδας έχει αποτελέσει νευραλγικό επιχειρησιακό κόμβο για μια σειρά από αμερικανικές επεμβάσεις, με κορυφαίο παράδειγμα τον Πόλεμο του Κόλπου. Κατά την επίσκεψή του στα Χανιά, στις 19 Ιουλίου 1991, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους, παρουσία του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και άλλων κυβερνητικών στελεχών, ανέφερε:
«Από τις 2 Αυγούστου του 1990 η Σούδα συντήρησε 97 πλοία, φόρτωσε και ξεφόρτωσε 13.000 τόνους, εξυπηρέτησε 31.000 πτήσεις και τροφοδότησε αεροσκάφη με 4.500 λίβρες υγρών καυσίμων. Λειτούργησε 24 ώρες το 24ώρο με εξουθενωτικούς ρυθμούς, 300-400% πιο γρήγορα από τους κανονικούς. Κάθε μέρα η βάση καλούνταν να διατηρεί τον ανεφοδιασμό των γραμμών και κάθε μέρα έπραττε το καθήκον της κατά τρόπον άψογο».
Αντίστοιχα, σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Τα Νέα» (1/4/2008), υψηλόβαθμοι παράγοντες των ΗΠΑ χαρακτήριζαν τη βάση της Σούδας ως το δεύτερο σημαντικότερο στήριγμα των επιχειρήσεων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, μετά το 2001.
Κατά την έναρξη των αμερικανικών επιδρομών στο Ιράκ (2003), η Σούδα λειτούργησε ξανά ως βασική πύλη ανεφοδιασμού και αποστολής στρατευμάτων. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, προσγειώθηκαν στην αεροπορική βάση 1.726 μεταγωγικά και 193 μαχητικά αεροσκάφη, ενώ στο ναύσταθμο ελλιμενίστηκαν 86 πολεμικά πλοία, συμπεριλαμβανομένων πυρηνοκίνητων αεροπλανοφόρων και υποβρυχίων.
Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός
Σε αυτό το πλαίσιο, η άποψη ότι «η Κρήτη δεν κινδυνεύει» δεν είναι απλώς απλοϊκή – είναι επικίνδυνη. Η πραγματικότητα είναι ότι η Σούδα αποτελεί εδώ και δεκαετίες κρίσιμο πυλώνα των αμερικανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Μάλιστα, με ευθύνη των κυβερνήσεων Τσίπρα και Μητσοτάκη, οι βάσεις στη Σούδα έχουν γιγαντωθεί και έχουν γίνει οι σημαντικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις των ΗΠΑ στη Μεσογείο. Χαρακτηριστικό είναι ότι απασχολούν σε μόνιμη βάση – σύμφωνα με αναφορές των ίδιων των αμερικάνων – πάνω από 1.000 άτομα προσωπικό.
Η εμπλοκή της Ελλάδας, και ιδιαίτερα της Κρήτης, σε στρατιωτικούς σχεδιασμούς αυξάνει τον κίνδυνο στοχοποίησης – ακόμα κι αν αυτό δεν ομολογείται επισήμως.
Αν η ελληνική κυβέρνηση αποφεύγει να αναγνωρίσει αυτόν τον κίνδυνο για να προστατεύσει την τουριστική εικόνα της Κρήτης και να μη διαταράξει την «οικονομική μονοκαλλιέργεια» του νησιού, τότε είναι καθήκον των πολιτών να παραμείνουν σε εγρήγορση.
Το μόνο που μπορούμε να ευχηθούμε είναι πως στις Ηνωμένες Πολιτείες θα επικρατήσει κάποια λογική. Μια λογική που, δυστυχώς, μοιάζει να έχει χαθεί από τους ηγέτες των ισχυρών κρατών της Δύσης εδώ και πολλά χρόνια.
Εάν όχι, στην Ελλάδα –και ιδίως στην Κρήτη– θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για όλα τα ενδεχόμενα.