Ενώ η ακρίβεια παραμένει επίμονη και ο πληθωρισμός σε πολύ πιο υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη συνέντευξη Τύπου στο πλαίσιο της 89ης ΔΕΘ, απέρριψε τη μείωση του ΦΠΑ με το πρόσχημα του «δημοσιονομικού κόστους».
«Δεν μπορούμε να ζητάμε και τη μείωση του ΦΠΑ και τη μείωση των άμεσων φόρων» γιατί τότε θα υπάρχει δημοσιονομικός εκτροχιασμός, είπε ο πρωθυπουργός και αναφερόμενος στις εξαγγελίες του για το φορολογικό, ισχυρίστηκε ότι «τη βελτίωση στο εισόδημα θα τη δουν οι πολίτες από την 1η Ιανουαρίου του ερχόμενου έτους» και ότι «δίνουμε περισσότερα χρήματα στην τσέπη του νοικοκυριού για να αντιμετωπίσει την ακρίβεια».
Η ερώτηση που δεν απάντησε ο Μητσοτάκης
Παράλληλα απέφυγε να απαντήσει για τη μη εναρμόνιση με την Ευρωπαϊκή Οδηγία για τη μείωση μέχρι και μηδενισμό του ΦΠΑ στα τρόφιμα και στα φάρμακα και αύξηση του ορίου απαλλαγής ΦΠΑ για μικρές επιχειρήσεις με τζίρο ως 85.000€, για την οποία η Κομισιόν έχει απειλήσει πως θα παραπέμψει τη χώρα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Πιο συγκεκριμένα, το Βέλγιο, η Βουλγαρία, η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ρουμανία δεν μετέφεραν πλήρως στο εθνικό τους δίκαιο την οδηγία (ΕΕ) 2022/542, η οποία αφορά τους συντελεστές ΦΠΑ.
Η οδηγία αυτή επιτρέπει στα κράτη-μέλη να εφαρμόζουν μειωμένους ή ακόμη και μηδενικούς συντελεστές ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, όπως τρόφιμα, φάρμακα και προϊόντα για ιατρική χρήση. Η προθεσμία για την πλήρη ενσωμάτωση της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2024. Καθώς τα πέντε κράτη-μέλη δεν κοινοποίησαν τα απαιτούμενα μέτρα, η Επιτροπή τους καλεί να συμμορφωθούν εντός δύο μηνών.
Παράλληλα, η Επιτροπή απέστειλε αιτιολογημένες γνώμες στη Βουλγαρία, την Ελλάδα, την Ισπανία και τη Ρουμανία για τη μη μεταφορά στο εθνικό τους δίκαιο των νέων κανόνων σχετικά με τον ΦΠΑ για τις μικρές επιχειρήσεις, σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2020/285.
Η οδηγία προβλέπει τη δυνατότητα απαλλαγής των μικρών επιχειρήσεων από την υποχρέωση επιβολής ΦΠΑ, καθώς και την απλοποίηση των διοικητικών υποχρεώσεών τους. Επιπλέον, επεκτείνει τα οφέλη του ειδικού καθεστώτος και στις μικρές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται διασυνοριακά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και σε αυτή την περίπτωση, τα κράτη-μέλη έχουν προθεσμία δύο μηνών για να συμμορφωθούν.
Ο πρωθυπουργός, ξεπέρασε κάθε όριο εμπαιγμού, δηλώνοντας ότι δεν γνωρίζει το θέμα και θα απαντήσει όταν ενημερωθεί.
«Κολοκυθιά»
Η κατάσταση με το θέμα του ΦΠΑ και τις εκκλήσεις της Κομισιόν προς την Ελλάδα να εφαρμόσει τις ευρωπαϊκές οδηγίες για τη μείωσή του, θυμίζει το παιχνίδι της κολοκυθιάς.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν τίθεται θέμα μη συμμόρφωσης και ότι οι σχετικές οδηγίες έχουν ενσωματωθεί στον νόμο για τον Τελωνειακό κώδικα, που ψηφίστηκε στη Βουλή στις 24 Ιουλίου.
Κόμματα της αντιπολίτευσης επιμένουν ότι οι ρυθμίσεις του νέου Τελωνειακού Κώδικα, δεν μειώνουν τον ΦΠΑ και ότι η χώρα μας κινδυνεύει να οδηγηθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και να τιμωρηθεί με πρόστιμα. Το ίδιο ακριβώς υποστηρίζουν επαγγελματικά επιμελητήρια και ενώσεις, όπως η Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων.
Το καμπανάκι για τον ΦΠΑ
Υπενθυμίζεται ότι στις 17 Ιουλίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έστειλε νέα προειδοποίηση στην Ελλάδα, με την οποία δίνει στη χώρα μας δύο μήνες διορία για να ενσωματώσει πλήρως στην εθνική νομοθεσία τις υποχρεωτικές διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/542. Με τη συγκεκριμένη οδηγία, τα κράτη-μέλη ενθαρρύνονται να προχωρήσουν σε μειώσεις, ως και μηδενισμό του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες: Τρόφιμα, φάρμακα, μεταφορές, κοινωνική κατοικία.
Παράλληλα η Ελλάδα, καλείται να συμμορφωθεί με την ευρωπαϊκή Οδηγία 2020/285, η οποία αφορά την απαλλαγή των μικρών επιχειρήσεων από τον ΦΠΑ. Η οδηγία θέτει ως ανώτερο όριο τζίρου για την απαλλαγή από ΦΠΑ τα 35.000 ευρώ, για ατομικές επιχειρήσεις-ελεύθερους επαγγελματιες και τα 85.000 ευρώ για μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ωστόσο η κυβέρνηση επιμένει να κρατάει το όριο μόλις στα 10.000 ευρώ.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δηλώνει εμφατικά ότι δεν τίθεται θέμα μείωσης ΦΠΑ, με το σκεπτικό ότι το δημοσιονομικό κόστος θα ήταν μεγαλύτερο από το όποιο όφελος. Το επιχείρημα είναι ότι η μείωση του ΦΠΑ δεν θα πέρναγε στους καταναλωτές, αλλά θα την καρπώνονταν οι μεσάζοντες. Τα έσοδα από τον ΦΠΑ, που αυξάνονται όσο επιμένει ο πληθωρισμός, ανήλθαν σχεδόν σε 12,9 δισ ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2025, αυξημένα κατά 316 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου. Αντίστοιχα τα έσοδα από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, ανήλθαν σε 3.432 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 93 έναντι του στόχου.
Συνολικά τα έσοδα από ΦΠΑ έχουν αυξηθεί κατά 53% από το 2020, ενώ η Ελλάδα εξακολουθεί να κάνει «πρωταθλητισμό» στην έμμεση φορολογία. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα φορολογικά έσοδα, οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα το 2023 ανήλθαν στο 17,3% του ΑΕΠ (38,9 δισ ευρώ) ποσοστό που κατατάσσει τη χώρα στην 4η θέση μεταξύ των 27 κρατών-μελών.



