19.8 C
Chania
Saturday, November 23, 2024

Η ζωή και ο θάνατος στο ριζίτικο και στη μαντινάδα της Κρήτης

Ημερομηνία:

Του Αλέξανδρου Κ. Παπαδερού *

Ας αρχινίξ’ η γλώσσα μου

με τρόπο, να μη σφάλει

γιατί την τριγυρίσανε

πολλώ λογιώ δασκάλοι.

Πριν προχωρήσω στην παρουσίαση της εισήγησής μου επιθυμώ να συγχαρώ τους οργανωτές του σημαντικού αυτού συνεδρίου, να καλωσορίσω και εγώ στην Ορθόδοξο Ακαδημία όλους σας και να χαιρετίσω με ιδιαίτερη συγκίνηση το Εργαστήριο Βιοηθικής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Την ιδέα για ίδρυση ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΒΙΟΗΘΙΚΗΣ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης πρότεινα το 2001  σε αυτό το Ίδρυμα, στη διάρκεια του συνεδρίου που είχαμε οργανώσει τότε, η Ακαδημία και η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης, με θέμα: ΚΡΗΤΗ 2020-ΥΓΕΙΑ. Με τη φροντίδα άξιων ανθρώπων, από τους οποίους καλωσορίζω εγκάρδια στο συνέδριο τη Στ. Τσινόρεμα και τον Χ. Λούη, η ιδέα έλαβε γρήγορα μορφή, αναπτύχθηκε, εδραιώθηκε, καθιερώθηκε και πολλές υπηρεσίες προσφέρει στην επιστήμη και στη ζωή.

Επικαλούμαι από την αρχή την επιείκειά σας για το εγχείρημα, στο ορισμένο ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο να επιλέξω από ένα απέραντο υλικό δείγματα, προσιδιάζοντα περισσότερο στην ιδιότυπη προβλημα-τική του συνεδρίου. Δεν ισχυρίζομαι πως πέτυχα την καλύτερη επιλογή.

Κάπως με αναπαύει όμως η παρατήρηση του σεβαστού μου δασκάλου αοίδιμου Καθηγητή Ι. Κακριδή, πως κάθε ποιητική έκφραση του Κρητικού λαού κάτι «ξεφανερώνει από την ψυχή του». Αυτονόητο βέβαια, ότι αυτός ο λαός έχει δικαιωματικά τον κύριο λόγο σε μιαν εισήγηση με θέμα το Ριζίτικο και τη Μαντινάδα. Ο όποιος τυχόν δικαιολογημένος έπαινος επομένως σ’ αυτόν τον λαό ανήκει. Θα ακούσουμε  τον σημερινό Κρητικό, αφουγκραζόμενοι όμως και τις παραγγελιές γενεών περασμένων. Γιατί:

Γερόντων παίρνε τη βουλή, κι’ αθρώπω περασμένω,

απού ‘χουνε πολύ ψωμί κι αλάτσι φαωμένο.

*

Σημειώνω τέλος, ότι και πάλι λόγω χρόνου, σε αρκετές περιπτώσεις αναφέρω μόνο λίγους ενδεικτικούς στίχους και όχι όλόκληρο το Ριζίτικο.

***

Νανούρισμα και Μοιρολόι

Η επίγεια ζωή αρχίζει με το νανούρισμα και τελειώνει με το μοιρολόι:

Ὁ ὕπνος θρέφει τά μωρά κι ὁ ὕπνος τά μερώνει

κι ἡ Παναγία κι ο Χριστός τα γοργομεγαλώνει.

Με τη ζωή σου είχα ζωή και με το φως σου εθώρου

και με το καϊρέτι σου, επέρνουν ως εμπόρου

Δυό ποιητικά είδη, από τα οποία το δεύτερο, το Μοιρολόι, έχει περίπου εκλείψει. Ευτυχώς πολλά και από τα δύο είδη είναι δημοσιευμένα.

***

Η μαντινάδα  

Συγκλίνουσες απόψεις ειδικών ερευνητών υποστηρίζουν πως «ως είδος λαϊκής ποίησης σε δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο, η μαντινάδα χρησιμοποιεί εκφραστικά μέσα που χαρακτηρίζουν μια πλούσια ποιητική παράδοση από τα προ-ομηρικά χρόνια  μέχρι σήμερα.»

Είναι ένας τρόπος έκφρασης αγαπητός στην Κρήτη και στους Κρήτες όπου Γης. Ως έμμετρα δίστιχα οι μαντινάδες διαιωνίζονται από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά. Κάποιες αποσπώνται από τα θαυμαστά έργα του Αναγεννησιακού Κρητικού Θεάτρου. Από τη Θυσία του Αβράμ, την Πανώρια, την Ερωφύλη, τον Φορτουνάτο και τα υπόλοιπα. Δυο παραδείγματα από τον Ερωτόκριτο:

Φόβοι, τρομάρες, μάνητες, κύματα κι α φουσκώσουν

δεν ημπορούν μια μπιστικιά φιλιά να ξεριζώσουν.

Τα μάθια δεν καλοθωρούν στο μάκρεμα του τόπου,

μα πλιό καλλιά και πλιο μακριά θωρεί η καρδιά του ανθρώπου.

Το Ριζίτικο

«Ως τα κυρίως τραγούδια της Κρήτης θεωρούνται τα λεγόμενα ριζίτικα, αυτά που επιχωριάζουν στη δυτική Κρήτη και ειδικότερα στις περιοχές γύρω από τις  Ρίζες, τις υπώρειες των Λευκών Ορέων (Μαδάρες)»

Το μέλος της Μαντινάδας και του Ριζίτικου, «ἐξαίσιο, μέ τά ποικίλματα πού παίρνει «ἡ κύρια μουσική μελωδία στήν ἐκτέλεσή του (τσακίσματα, γυρίσματα, ἐπαναλήψεις) συγκροτοῦν ἕνα θαυμάσιο καί ἁρμονικό μουσικό σύνολο.»

Καίτοι δεν είναι εύκολη η χρονολόγηση Ριζίτικων τραγουδιών και Μαντινάδων που διασώζονται σε γραπτή μορφή ή στην προφορική παράδοση, σίγουρο θεωρούν οι μελετητές, ότι αρκετά έχουν τις ρίζες τους «στα ύστερα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια. Άλλα στον καιρό της Ενετοκρατίας. Πολλά κρατούν από τους δίσεκτους χρόνους της Τουρκοκρατίας και άλλα ανήκουν στο χθες και στο σήμερα.»

Μια από τις καλύτερες παραδόσεις της Κρήτης, που δεν έχει εκλείψει τελείως ακόμη, είναι η από μικρή ηλικία εξοικείωση με τη μαντινάδα και η άσκηση στην ικανότητα σύνθεσης και απόδοσης νέων μαντινάδων, ενίοτε και Ριζίτικων.

Το πρώτο δικό μου π.χ. συντάχθηκε τον καιρό του πολέμου,   ύστερα από  την εκτέλεση  από τους αντάρτες του Γερμανού Γκεσταμπίτη Hans Wachter, του χασάπη του Σελίνου. Πρώτοι στίχοι του Ριζίτικου εκείνου:

Πρωί πρωί με τη δροσιά που βγαίνει το ζιμπούλι

αφουγκρασθείτε να σας πω λυπητερό τραγούδι.

Τραγούδι να το μάθετε, τραγούδι να το λέτε,

κι όσ’ είστε γερμανόφιλοι να κάθεστε να κλαίτε…

Μαντινάδες και Ριζίτικα εξιστορούν και διαιωνίζουν τρόπους και εμπειρίες ζωής, ηρωικές, ευφρόσυνες, αλλά και  πένθιμες. Γιατί το ΕΥ ΖΗΝ δεν ήταν πάντα χαρισμένο στο λαό μας.

Ως εκ περισσού ίσως υπενθυμίζω ότι η Κρήτη γνώρισε άγριες ξενικές κατοχές: 824 μέχρι 961 Αραβοκρατία, 1204-1898 Ενετοκρατία και στη συνέχεια Τουρκοκρατία. Συνολικά δηλαδή επί 831 δύστηνα χρόνια. Μια ζωή σκλαβιάς, ευτελισμού, καταπιέσεων, αβάστακτων φόρων, βασανιστικής αγγαρείας στις γαλέρες των Ενετών, παιδομαζώματος για τις ορδές των Γενιτσάρων, πιεστικών εξισλαμισμών.

Απώλειες που, μεταξύ άλλων, συντελούσαν στη δημιουργία πολυμελών οικογενειών. Συγκλονίζει π.χ. σε σχετικό Ριζίτικο η κραυγή της μάνας, που της παίρνουν και τους εννιά γιούς και ικετεύει να της αφήσουν «σκιάς τον ένα»!

Ο λαός δεν άντεχε να σύρεται ως πρόβατον επί σφαγήν. Ανέπτυξε ηρωικό ακριτικό φρόνημα επαναστάσεων και άλλων σκληρών αγώνων. Αλλά το μαρτύριο διαρκούσε. Και παρά το ότι σήμερα μας υπενθυμίζει η Εκκλησία την ανάσταση του Λαζάρου, η σκέψη μας πηγαίνει περισσότερο στον άλλο Λάζαρο του Ευαγγελίου· εκείνον που μάζευε σκυφτός τα ψίχουλα κάτω από το μεγάλο τραπέζι του πλούσιου αφέντη. (Λουκ. 16).

Γιατί και οι εδώ εκάστοτε και εκασταχού ανελέητοι και άρπαγες αφεντάδες  μόνο τα προς το ζην άφηναν στους σκλάβους. Το ΕΥ ΖΗΝ ήταν για τους περισσότερους μακρινό όνειρο.

Κατά τη μακρά εκείνη δοκιμασία της αέναης περιδίνησης μεταξύ ζωής και θανάτου, ο λαός κάνει τα πάθη του προσευχή και τραγούδι.

Οι Σαρακηνοί π.χ. και οι πειρατές Μπαρμπαρέσοι αρμπάζουν και πουλούν για σκλάβους παλικάρια της Κρήτης. Ο θρήνος της γίνεται παραγγελιά προς τον ήλιο:

Ἥλιε, πού βγαίνεις τό ταχύ, σ’ οὗλον τόν κόσμο δούδεις,

σ’ οὗλον τόν κόσμ’ ἀνάτειλε, σ’ οὕλην τήν οἰκουμένη,

στῶ Μπαρμπαρέσω τίς αὐλές, ἥλιε, μήν ἀνατείλεις,

γιατ’ ἔχουν σκλάβους ὄμορφους, πολλά παραπονιάρους,

καί θά γραθοῦ οἱ γι ἀχτίνες σου ‘πού τῶ σκλαβῶ τά δάκρυα.

*

Παιδιά, μήμπας τόν εἴδετε τσῆ Πόλης τό Δεσπότη;

Μουδέ στσί μέσες φαίνεται μουδέ στήν πισκοπήν του…

μουδέ καί στήν Ἁγιά Σοφιά που συχνολουτρουγοῦσε.

Οἱ Τοῦρκοι τόν κρεμάσανε εἰς τά Πατριαρχεῖα.  (Γρηγόριος Ε΄)

*

Κατά την πολύχρονη αντιπαράθεση Σταυρού και Ημισελήνου, ο ποιητής λαός μας, γαλουχούμενος με τα νάματα της Ορθοδοξίας, προσφεύγει, ως αποκαραδοκία και βακτηρία ζωής, στη θεία προστασία:

Ἅγιε Παντελεήμονα κι Ἅγιε Ἀστράτηγέ μου,

ἀιδάρετέ με τ’ όρφανό νά χτίσω  μοναστήρι,

νά λουτρουγοῦντ’ οἱ Χρισιανοί καί νά μεταλαβαίνου

καί νά βαφτίζουνε παιδιά

Αν ρωτούσαμε λοιπόν τον άνθρωπο των χρόνων της σκλαβιάς και των ακριτικών πολέμων τι θα θεωρούσε «ευ θνήσκειν», αναμφίβολα θα ονόμαζε το θάνατο του Διγενή, του ιδανικού τύπου αγωνιστή:

Ὁ Διγενής ψυχομαχεῖ κι ἡ γῆς τόνε τρομάσσει,

βροντᾶ κι ἀστράφτει ὁ οὐρανός και σειέτ’ ὁ Ἀπάνω Κόσμος,

κι ὁ Κάτω Κόσμος ἄνοιξε καί τρίζουν τά θεμέλια….

Τέτοιοι αγωνιστές δεν ησυχάζουν ούτε στον Άδη:

Ακούστ’ είντα μηνύσανε του Νάδη οι γ’ αντρειωμένοι,

να τονε πάσι ν’ άρματα, μπαρούθια καί μολύβια,

και πόλεμο θα κάμουνε του Χάρο, δίχως άλλο,

για δεν τόνε βαστούνε μπλιό να ξεδιαλέγει τς΄άντρες.

Οι πολεμικές δοκιμασίες συνεχίσθηκαν και στον περασμένο αιώνα. Κρατούσαν ακόμη τα μοιρολόγια:

Αητέ μου, που σε πήραν, αδερφέ μου,

οι Γερμανοί οι σκύλοι, καντιφέ μου.

Το Χίτλερ να μην το καυχηθείς πως πάτησες την Κρήτη…, είναι ένα από πολλά Ριζίτικα της εποχής του πολέμου.

Ακούστε ένα μεταγενέστερο, που φανερώνει τη μεγαλοσύνη του λαού μας:

Γροικάτε ήντα παράγγενε η Κρήτη των παιδιών τση:              

Μετρήσετε  τα μνήματα των εδικώ και ξένω

σ’ ούλα ν’ ανάψετε κερί, λιβάνι και καντήλι

κι’ αν έρθου και δικολογιές των ξένω σκοτωμένω                       

να  τσοι  φιλοξενήσετε.

*

Έμπνέει και η δύσμοιρη Κύπρος:

Ἀκούσετ’  εἶντα μήνυσεν ἡ Κύπρος εἰς τήν Κρήτη:

«Κρήτη, κι ἄν εἴμαστ’ ἀδερφές, στεῖλε μας τά παιδιά σου,

πού ξέρουνε καί πολεμοῦν νά μᾶσε βοηθήσουν,

γιά νά λευτερωθῶ κι ἐγώ».

***

Με το Ριζίτικο και τη μαντινάδα ο λαός της Κρήτης νοηματοδοτεί ζωή και θάνατο, όχι σπάνια σε διαλογική αντιπαράθεση:

Αφού υπάρχει θάνατος και το κορμί θα λειώσει

είντα τη θέλεις τη ζωή αν είναι κι άλλη-ν-τόση.

Να ζήσεις μόνο μιαν αυγή τόση ζωή σου φτάνει

ρόδο π’ ανθεί πολύν καιρό τη μυρωδιά του χάνει.

Πηγή έμπνευσης Ριζίτικου και Μαντινάδας, όσον αφορά στα νοήματα και στη γλώσσα, είναι συχνά οι σταθερές της χριστιανικής παράδοσης του λαού:

Θέ μου Μεγαλοδύναμε, μεγάλο τ’ ὄνομά Σου,

φύλλο δέν πέφτ’ ἀπό δεντρί, χωρίς τό θέλημά Σου.

ΝΑΙ στη ζωή, στην αγάπη, στον έρωτα:

Δώρ’ ο Θεός σου τά ‘δωκε, ζωή και την υγεία

τίμα, παιδί μου, και τα δυό, Θεού ΄ναι ευλογία.

Και με τα τόσα βάσανα, πάλι η ζωή γλυκειά  ‘ναι

κι όποιος πονεί μή βιάζεται στον τάφο να τον πάνε!

Ζωή κι αγάπη κάνουνε το ταιριαστό ζευγάρι,

είν’ η γι αγάπη λούλουδο, κι είν’ η ζωή κλωνάρι.

Μάθια, καρδιά, ψυχή και φως, χαρά, ζωή κι ελπίδα,

θάρρος-μου και παρηγοριά, πόσον καιρό δεν σ’ είδα!

 

Ποιμενικά

Με την ποιμενική ασχολία πολλών Κρητικών συνδυάζεται η αγάπη προς το φυσικό περιβάλλον και ο λιτός τρόπος  ζωής:

Τον Πλουσιογιώργην ηύρηκα στα όρη κι εκοιμάτο,

κι είχε τ’ αέρι πάπλωμα και τα χαλίκια στρώμα

και τ’ αργυρόν του το σπαθί είχε προσκεφαλάδι….

***

Ο Νίκος Καζαντζάκης, σε πολλά αυθεντικός ερμηνευτής της ζωής και της ψυχής του ανθρώπου της Κρήτης, αγαπούσε τα Ριζίτικα και τις Μαντινάδες. Ιδίως  εκείνες, που συνιστούν φρονιμάδα, όπως:

Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά

και θα σου σπάσει ο κλώνος

και θα σου φύγει το πουλί

και θα σου μείνει ο πόνος.

Και όσες μιλούν για τη ζωή ως αγώνα, ανήφορο, αποκοτιά, πορεία παράκρημνη:

Όντεν αρχίζεις μια δουλειά

όρτσα και μη φοβάσαι

αμόλα την τη νιότη σου

και μην την ε λυπάσαι!

Αυτή λέγεται πως είναι η άγρια παραγγελιά που δίνει ο Κρητικός στον Κρητικό.

***

Ευσεβής μεν, αλλά μαθημένος στην αποκοτιά και αθυρόστομος ενίοτε, ο λαός, δεν κρύβει βέβαια και το παράπονό του:

 

Άδικος είναι ο Θεός, κι έχω να τ’ αποδείξω,

γιατί μας δίδει μια ζωή και τηνε παίρνει πίσω.

‘Αλλο:

Ὁ Κύριος έκαμε τή γῆ κι ἐστόλισε τον κόσμο,

μα ο Κύριος τρία πράματα δέν έκαμε στον κόσμο:

γιοφύρια εἰς τή θαλασσα καί γαερμό ‘πτόν Ἄδη,

καί σκάλες εἰς τόν οὐρανό, νά πχαίνου και γιαγέρνου

Και το χειρότερο:

Ὄμορφη που την έκαμες

Θε μου αυτή την πλάση,

μά καμες και τον άθρωπο

που θα την ε χαλάσει.

(μαντινάδα που είπε στην Κρήτη Βαρθολομαίος, ο «Πράσινος» Πατριάρχης των πολλών οικολογικών δραστηριοτήτων).

*

Η ξενιτειά είναι μόνιμος πόνος της Κρήτης και των ξενιτεμένων παιδιών της:

Ο ξένος εις την ξενιτειά πρέπει να βάνει μαύρα,

για να ταιριάζει η φορεσιά με τση καρδιάς τη λαύρα.

***

Ο Χάρος

Μια μορφή, που ονομάσαμε ήδη και  δεν μπορούμε να παρακάμψουμε.

Ο Χάρων της Μυθολογίας, ο γιός  του Ερέβους και της Νύχτας, είναι η προσωποποίηση του θανάτου, ο άρχοντας του Κάτω Κόσμου, του Άδη.

Ὁ κόσμος εἶν’ ἕνα δεντρί κι’ ἐμεῖς τ’ ὀπωρικόν του

κι’ ὁ Χάρος εἶν’ ὁ τριγυτής, πού παίρνει τόν καρπόν του.

Εμφανίζεται σαν οικείο πρόσωπο, κατά κάποιο τρόπο συγκάτοικος και συνομιλητής του ανθρώπου. Ακόμη και παντρεμένο τον θέλει ένα Ριζίτικο, το οποίο συνήθιζε να τραγουδεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος:

Ὀψές ἀργά ν’ ἐπέρνουνα στοῦ Χάροντα τήν πόρτα

κι’ ἐγροίκου τή Χαρόντισσα, πού μάλωνε τό Χάρο:

-Χάροντα, δέ σοῦ  τό ̕ λεγα, Χάροντα δέ σοῦ τό ̕ πα,

ὅπου νιαι πέντε, πάρε δυό, κι’ ὅπου νιαι τρεῖς τόν ἕνα,

κι’ ὅπου νιαι δυό καί μοναχοί, μήν τσί ξεζευγαρώνεις;

Ο Χάρος αρέσκεται στην έπαρση για τα κατορθώματά του:

Ο Χάρος έκατσε ψηλά καίιτραγουδεί πανώρια,

λέει τραγούδι τση χαράς καί περισσοκαυχάται.

Για ποιά κατορθώματα;

Ο Γεώργιος Χορτάτσης μας το λέει το 1600 στο έργο του ΕΡΩΦΙΛΗ:

Λειώνω τσί δόξες καί τιμές, τά ὀνόματα μαυρίζω,

τσί δικιοσύνες διασκορπώ καί τσί φιλιές σκορπίζω.

*

Το Ριζίτικο θέλει την πιο μεγάλη πάλη με το Χάρο να γίνεται στα Μαρμαρένια αλώνια. Επαινεί όμως και το χαροκόπο – δηλαδή τον μερακλή, τον γλεντζέ, που χαίρεται τη ζωή στο πείσμα του Χάρου! Συνιστά όμως και την αναγκαία σωφροσύνη:

Γροικάτ’ είντα παράγγενε γεις φρόνιμος τουγιού του:

Γιέ μου, κι ἄν πας στοκαπηλειό και βρεις τσι χαροκόπους,

ντήρα, διαντήρα  το σκαμνί, τήν τάβλα νά καθἰζεις.

Με τον καλλιά σου κάθιζε και νηστικός σηκώνου.

 

Άλλο Ριζίτικο γενικεύει τη συμβουλή:

Χαίρεστε νιοί τα νιάτα σας και νιές την ομορφιά σας

και σεις οι λεβεντόγεροι χαίρεστε την αντρειά σας,

γιατ΄είναι ο κόσμος μάταιος, ψεύτης κι απαταιώνας

κι ο Χάρος είναι τρυγητής.

***

Η Εκκλησία εύχεται υπέρ των εν ασθενείᾳ κατακειμένων και ικετεύει για ειρηνικά, ανώδυνα και ανεπαίσχυντα τέλη της ζωής, υπονοώντας και την παραδοσιακή οικογενειακή θαλπωρή,  δυστυχώς μακρινή ανάμνηση πλέον.

Αλλά και για τότε που η  οικογενειακή θαλπωρή ήταν ιερό καθήκον, ένα Ριζίτικο μας υπενθυμίζει τις αντοχές και τα όριά της:

Τόο παιδί όντε γεννάται, σαν τ’ οπωρικό λογάται.

Εις τσι δέκα μεγαλώνει και τον κόσμο καμαρώνει.

………………..

Στσι πενήντα για βουλή, αν έχει κεφαλή καλή.

……………….

Στσι ενενήντα τη ζωήν του τη βαριούντ’ οι γι εδικοί ν του

«Θε μου κι ἐπαρέ  τονε, γοργοξέβγαλέ τονε

νά μην τσι φτάξει τσ εκατό, για δεν τόνε βαστούμε μπλιό».

*

Καλότυχοι όσοι βρίσκουν καταφυγή σε Ιδρύματα όχι κερδοσκοπίας και άγριας εκμετάλλευσης, αλλά πραγματικά φιλάνθρωπης ανακουφιστικής φροντίδας.

Να αναφέρω ενδεικτικά το Αννουσάκειο Θεραπευτήριο στη Μητρόπολή μας Κισάμου και Σελίνου και τη «ΓΑΛΙΛΑΙΑ», Μονάδα Ανακουφιστικής Φροντίδας στη Μητρόπολη Μεσογαίας, που όπως ακούσαμε, έχει ιδρύσει ο πολυσέβαστος Μητροπολίτης Νικόλαος.

***

Ο θάνατος sub species aeternitatis  σε προοπτική αιωνιότητας.

Τα ύστερα τιμούν τα πρώτα, λέμε στην Κρήτη.

Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε και ότι

τα ύστερα ορίζουν τα πρώτα.

Στο ριζίτικο και τη μαντινάδα ως ύστερα νοούνται όχι μόνο, ούτε κυρίως τα  στερνά μας, τα ψυχομαχήματα και τα τέλη της επίγειας ζωής,  αλλά και τα μετά το θνήσκειν, τα εκείθεν του θανάτου, όπότε αναμένεται να μετατραπεί η ελπίδα σε βεβαιότητα˙ γιατί, όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος, τώρα βλέπουμε θολά  «δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι», ενώ μας έχει υποσχεθεί θέα «πρόσωπον πρός πρόσωπον» ( Α΄ Κορ. 13, 12).

*

Με άλλα λόγια, ο πιστός άνθρωπος:

  • Πιστεύει…εις Ιησούν Χριστόν…σταυρωθέντα, ταφέντα,…αναστάντα, πάλιν ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς.
  • Προσδοκά ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος.
  • Η δε Εκκλησία εύχεται για τα επέκεινα του θανάτου: καλήν απολογίαν επί του φοβερού βήματος του Χριστού και κηδεύει τον άνθρωπο με την ευχή να τον κατατάξει ο Θεός όπου (οι) χοροί των Αγίων– εις ζωήν αιώνιον.
  • Και ο λαός προπέμπει συχνά το νεκρό με την ευχή:

Καλό Παράδεισο.

Θάνατος  λοιπόν και τάφος δεν σημαίνουν τέλος, αλλά ΠΑΣΧΑ,  πέ ρ α σ μ α,  δ ι ά β α σ η  σε  άλλη μορφή ζωής.

Κάτω Κόσμο λοιπόν,  Άδη,  Δευτέρα Παρουσία ως προσδοκία Παραδείσου ή απειλή Κόλασης, αυτά και άλλα συναφή ο άνθρωπος της Κρήτης τα κάνει ποιητική  εσχατολογία:

Ταχιά στην  κρίση του Θεού εκειά σε θέλω να ‘σαι

να λέω ‘γω τα κρίματα κι’ εσύ ν’ απολογάσαι.

Ελπίζω εις τον ουρανό, πάλι ν’ ανταμωθούμε,

κι εκειά τα περασμένα μας, πολλές φορές να πούμε. 

Φεύγω και ούλες τσι χαρές του κόσμου επά τσ’ αφήνω

μα θα ‘βρω ‘γω κι’ αλλες χαρές, εκειά που πα΄να μείνω.

Την Αναφορά του προς τον άλλο μεγάλο Κρητικό, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, τον El Greco, κλείνει ο  Νίκος Καζαντζάκης  με τούτα τα λόγια:

 “Ἡ μάχη σχολάζει. Νίκησα; Νικήθηκα; τοῦτο μονάχα ξέρω! Εἶμαι γεμάτος πληγὲς καὶ στέκομαι ὄρθιος.

Γεμάτος πληγές, ὅλες στὸ στῆθος· ἔκαμα ὅ,τι μπόρεσα, παππού, περισσότερο, καθὼς μοῦ παράγγειλες, ἀπ’ ὅ,τι μπόρεσα, νὰ μὴ σὲ ντροπιάσω· κι ἔρχουμαι τώρα πιὰ ποὺ τέλεψε ἡ μάχη νὰ ξαπλώσω δίπλα σου, νὰ γίνω χῶμα δίπλα σου, νὰ περιμένουμε μαζὶ κι οι δυὸ τὴ Δευτέρα Παρουσία.

Παππού, καλῶς σὲ βρῆκα! “ 

Ακούστε, παρακαλώ, και το τελευταίο ριζίτικο, που μετριάζει τον τρόμο της “φοβεράς  ημέρας της Κρίσεως”.

Χριστέ μου Σταυρωμένε μου, Χριστέ μ’ αληθινέ μου,

πιστεύω πως θα κατεβείς μ’ όλη τη Βασιλεία,

με την Κερά την Παναγιά, τη Δέσποινα Μαρία,

να κρίνεις ζώντες και  νεκρούς κι αμαρτωλούς και δίκιους,

να κρίνεις με το έλεος όσους βαστούν το ψέμα,

κι’ όσ’ αδικούνε τσι φτωχούς, τα ορφανά, τσοι χήρες.

Εδώ έχουμε μια κρητική απάντηση σε ένα εσχατολογικό ζήτημα, το οποίον ανήκει στα πλέον αμφιλεγόμενα από την εποχή του Ωριγένη! Η Κρήτη προσβλέπει σε υπέρβαση της δικαιοσύνης του Θεού  διά της αγάπης και του ελέους Αυτού!

Κυρίες και Κύριοι, αγαπητοί φίλοι, με αυτή την αισιόδοξη προσδοκία και καθώς πλησιάζει η Λαμπρή, σας ευχαριστώ για την προσοχή σας και κλείνω με την ευχή:

Κ α λ ή   Α ν ά σ τ α σ η !

Η ομιλία αυτή δόθηκε στα πλαίσια Διεπιστημονικού Συμποσίου, με θέμα «Η ζωή πριν τον θάνατο: ευ ζην και ευ θνήσκειν», που πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις της ΟΑΚ (Κολυμπάρι Χανίων) από 29 Μαρτίου (απόγευμα) έως 1 Απριλίου 2018 (μεσημέρι).  Την ευθύνη της οργάνωσης είχαν η Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης (ΟΑΚ), Η Σχολή Επιστημών Υγείας Πανεπιστημίου Κρήτης,   η Σχολή Επιστημών Υγείας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, το Εργαστήριο Βιοηθικής Πανεπιστημίου Κρήτης, το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας  (ΙΤΕ Κρήτης), το Τμήμα Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Πατρών και η Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ