Οι άνθρωποι συνδέρονται μεταξύ τους και φτιάχνουν ιστορίες που δίνουν νόημα στις ζωές μας. Μια τέτοια ιστορία δημιουργήθηκε στα Σφακιά με πρωταγωνιστή μια… κατσούνα, που για 65 χρόνια συντρόφεψε διαφορετικούς ανθρώπους στα ταξίδια τους.
Την ιστορία δημοσιοποίησε ο δικηγόρος Σταύρος Νικηφοράκης ο οποίος με ένα συγκινητικό κείμενο αναφέρθηκε στο ταξίδι του το 1989, νεαρός τότε μαζί με φίλους, για να διασχίσει τα Λευκά Όρη από τον Βορρά ως το Νότο σε υψόμετρο 1.700 μέτρων.
Ένας από την παρέα στην πορεία ανακάλυψε μια καλοφτιαγμένη κατσούνα. Τον συντρόφεψε στο ταξίδι του, την πήρε μαζί του στο σπίτι του και έγινε κειμήλιο της οικογένειάς του.
Όμως η κατσούνα από κάποιον είχε δημιουργηθεί πριν την βρει ο νέος ιδιοκτήτης της
Πριν 3 χρόνια ένας φίλος του, έστειλε μια φωτογραφία από το 1950 όπου ένας Κρητικός κρατούσε μια κατσούνα. Η κατσούνα ήταν η ίδια με αυτή που είχε στο σπίτι του. Ανέρτησε τη φωτογραφία και σύντομα εμφανίστηκε ένας συγγενής του που αναγνώρισε τον Κρητικό στη φωτογραφία. Ήταν ο πατέρας του που σήμερα ακόμα ζει στην Ίμπρο Σφακίων και είναι 85 ετών.
Διαβάστε την ιστορία της χαμένης κατσούνας:
« Ήταν ακριβώς πριν 30 χρόνια. Αύγουστος του 1989. Μια συντροφιά 25άρηδων τότε νεαρών αποφασίσαμε -λέει- να κάνουμε κάτι απαιτητικό και μάλλον παράτολμο. Να διασχίσουμε τα Λευκά Όρη από Βορρά προς Νότο, έχοντας ως εφόδια, αντοχή και μπόλικη αδρεναλίνη για περιπέτεια, στα σωθικά μας.
Κατά την επίπονη και πολύ επικίνδυνη, όπως εξελίχθηκε, πορεία διάσχισης των πανέμορφων αλλά κι απαιτητικών αυτών βουνών-ιδίως όταν δεν γνωρίζεις καλά, όπως εμείς τότε, τα κατατόπια-αντιμετωπίσαμε πολύ αντίξοες συνθήκες (αποπροσανατολισμός, τρομακτική έλλειψη νερού κλπ.).
Τελικά τα καταφέραμε, με πολύ τύχη αλλά και πολλά σημάδια στα πόδια μας από την απίστευτη καταπόνηση. Εμπειρία ζωής!
Κατά την πορεία διάσχισης, ευρισκόμενος, με τους άλλους συνοδοιπόρους, στην περιοχή «Λιβάδα» σε υψόμετρο πάνω από 1.700 μέτρα, βρήκα στο διάβα μου, στην μέση του πουθενά, μια κατσούνα. Είχε εμφανή τα σημάδια της εγκατάλειψης επί πολλά χρόνια, ίσως και επί δεκαετίες αλλά και της παρατεταμένης έκθεσης στα ακραία καιρικά φαινόμενα αυτών των υψομέτρων. Όμως παρέμενε στιβαρή κι έτσι την πήρα μαζί μου. Την έδεσα σφικτά στο σακίδιο μου και την επανέφερα «στο πολιτισμό».
Εκτοτε, συντρόφευσε για δεκαετίες τον συγχωρεμένο πατέρα μου, Λευτέρη Νικηφοράκη, στις πεζοπορικές διαδρομές του στα Κατωμέρια. Η κατσούνα αυτή έγινε, εκ των πραγμάτων, ένα οικογενειακό κειμήλιο ανάμνησης, ανθρώπων και καταστάσεων.
Πριν 3 χρόνια την είδε στο σπίτι μου, σε περίοπτη θέση, ο παρατηρητικός φίλος μου Γιάννης Παπασηφάκης, βοσκός εξ Ανωπόλεως Σφακίων και την επόμενη ημέρα, μού έστειλε την φωτογραφία του (σημερινού) εξωφύλλου μου, με το σχόλιο:
«Αυτή είναι η κατσούνα σου!».
Είχε απόλυτο δίκιο! Από την ανάλυση της φωτογραφίας, δεν απέμεινε καμία αμφιβολία, ότι ο Σφακιανός κτηνοτρόφος της φωτογραφίας, κρατούσε όντως στα χέρια του την συγκεκριμένη ιδιόμορφη, κοντή κατσούνα.
ΠΟΙΟΣ ΟΜΩΣ ΗΤΑΝ; ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΥ, τραβήχτηκε η συγκεκριμένη, πολύ ωραία φωτογραφία εποχής;…
Η ακολουθία των εξωφρενικών συμπτώσεων δεν είχε πει τη τελευταία λέξη της!
Πριν ένα μήνα περίπου, δέχτηκα μήνυμα από τον μακρινό συγγενή, Χρήστο Νικηφοράκη από την Ιμπρο Σφακίων, που είχε δει το εξώφυλλο, ο οποίος μου ανέφερε ότι το εικονιζόμενο πρόσωπο της φωτογραφίας με την κατσούνα, είναι ο πατέρας του, Μανούσος Νικηφοράκης, σήμερα 85 ετών!
Με αφορμή της διάσχιση του ομώνυμου φαραγγιού, τον συνάντησα στην Ιμπρο Σφακίων πριν λίγες μέρες, έχοντας μαζί μου και την κατσούνα. Πριν φανερώσω μπροστά του το αντικείμενο, του έδειξα την φωτογραφία και του ζήτησα πληροφορίες γι΄αυτήν:
Για τους τόπους που βοσκούσε τα πρόβατα του στα Λευκά Ορη, τις χρονικές περιόδους κλπ. Οι απαντήσεις του ήσαν εντυπωσιακές!
Μου επιβεβαίωσε αυθόρμητα, με την χαρακτηριστική ορεσίβια σφακιανή λαλιά του, ότι ως νεαρός βοσκός (δηλ. της εποχής της φωτογραφίας) πήγαινε για βοσκή τα πρόβατα του, στην απομακρυσμένη «Λιβάδα» των Λευκών Ορέων!
Ότι την φωτογραφία την είχε τραβήξει-απ΄όσο θυμόταν-ένας Γερμανός μετά τον Πόλεμο, αρχές της δεκαετίας του 1950.
Ότι ήταν βγαλμένη στον κέντρο του χωριού του, της Ιμπρου, καθισμένος σε ένα πεζούλι που διασώζεται ακόμη, όχι όμως και το σπίτι.
Ήρθε η στιγμή να κλείσει ο κύκλος.
Ο μπάρμπα Μανούσος Νικηφοράκης ξανάπιασε στα χέρια του, την χαμένη κατσούνα των Λευκών Ορέων.
Εξήντα πέντε χρόνια αργότερα …»