ρήκαμε ένα παγκάκι, «να κάτσουμε εδώ που έχει ήλιο;», στον προαύλιο χώρο του Badminton, μετά το τέλος της παράστασης που συμμετέχει, κι αρχίσαμε να μιλάμε. Έβγαλε το τζιν μπουφάν που φορούσε, «το ’χω απ’ το γυμνάσιο», με ραμμένες ετικέτες των Nirvana, των Guns ’n’ Roses, των Kiss, «πέρασα και φάση heavy metal», και μου αφηγήθηκε μια ιστορία ενηλικίωσης. Με συμμετοχές στο θέατρο, σε παραστάσεις του Θωμά Μοσχόπουλου, της Λυδίας Κονιόρδου και το ερχόμενο καλοκαίρι στη «Λυσιστράτη» του Μαρμαρινού, με μουσικές σπουδές και υποτροφία που την έφεραν ως το Berklee, μισή Σουδάνη (από πατέρα) και μισή Ελληνίδα (από μητέρα Κρητικιά με μικρασιατική καταγωγή), η Μαρίνα Σάττι κέρδισε την προσοχή μας «σπάζοντας κούπες».
Με τη βοήθεια φίλων της (όχι απαραίτητα μουσικών αλλά και ανθρώπων που γνώρισε στο θέατρο) διασκεύασε το γνωστό τραγούδι «Kούπες» με έναν cool, σύγχρονο, ιδιαίτερο και προσωπικό τρόπο και ως Marina Satti & Friends ανέβασε το σχετικό βίντεο στο youtube.
Αυτή είναι η αρχή μιας διαδρομής που φαίνεται να έχει ενδιαφέρον και προοπτική από ένα κορίτσι που βρίσκει μόνο του το δρόμο, που ψάχνει, που ξέρει να ακούει και που έχει διανύσει ήδη μια διαδρομή από την Beyonce, τους Back Street Boys, τα χιτάκια της δεκαετίας του ’90, τους Nirvana και το heavy metal που άκουγε μετά μανίας ως teenager, στην Etta James και τα blues, στον Bella Bartok που «με τους ρουμάνικους χορούς έχει περάσει σε μεταφυσικά επίπεδα νομίζω», την Bjork, τον James Blake, αλλά και τον Steve Reich, που προκαλούν τώρα το ενδιαφέρον της.
Από αυτή τη συζήτηση, αλλά περισσότερο αφήγηση της ζωής, των σκέψεων και των απόψεών της, επιλέγω όσα σκιαγραφούν την εικόνα της:
«Ξεκίνησα μουσική στην τετάρτη δημοτικού, πιάνο, θεωρητικά και χορωδία, και τα παράτησα για λίγο στο λύκειο όταν ετοιμαζόμουν για τις πανελλήνιες. Πέρασα αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο, δεν το τελείωσα, έκανα διακοπή αλλά τώρα ξανάρχισα. Θα δούμε πώς θα πάει, έχω δέκα χρόνια να πιάσω μολύβι στο χέρι μου αλλά θα το παλέψω.
Όταν τελείωσα το σχολείο στην Κρήτη και ήρθα στην Αθήνα, ηθοποιός ήθελα πιο πολύ να γίνω αλλά κάπως το άλλο με τη μουσική ήταν μέσα μου ανέκαθεν. Εδώ λοιπόν πέρασα 4 χρόνια σπουδάζοντας, πηγαίνοντας στον Νάκα για θεωρητικά και χορωδιακά, μετά έμπλεξα και λίγο με τα τζαζ, συμμετείχα σε διάφορα σχήματα, πήρα μέρος και σε μια νεανική σειρά του Antenna τύπου “Fame”.
Προσπάθησα να πάω στη Βιέννη για κλασικό τραγούδι αλλά έδωσα για υποτροφία Κάλλας και δεν με πήρανε κι έτσι πήγα το 2009 στο Berklee που είχα την υποτροφία. Ευτυχώς! Γιατί αυτό μου άλλαξε τη ζωή. Ήταν το πιο ανοιχτό περιβάλλον που έχω βρεθεί ποτέ, με 5.000 φοιτητές απ’ όλο τον κόσμο. Τα δεκάδες διαφορετικά αντικείμενα που μπορούσες να σπουδάσεις και το πολυπολιτισμικό περιβάλλον με έφεραν εδώ που είμαι σήμερα.
Πήγα στο Berklee με ένα δυτικό και jazz υπόβαθρο αλλά απ’ όλους εκεί η ερώτηση ήταν “ποιος είναι ο ήχος στη χώρα σου;”. Κανείς δεν περίμενε από μία “σουδανοκρητικιά” να τους πει κάτι για την jazz. Με αυτό που λέμε “world music” εκεί πρωτοήρθα σε επαφή. Δούλευα και σ’ ένα ελληνικό εστιατόριο τα Σάββατα κι άρχισα να τραγουδάω λαϊκά, μέχρι και πολύ βαριά λαϊκά. Η πρώτη φορά βέβαια ήταν μια τραγωδία αλλά δεν τους ένοιαζε και πολύ. Είχαν τέτοιο καημό να ακούσουν ελληνικά. Συμμετείχα σε 2 σχήματα στο πανεπιστήμιο, ένα πιο world με μουσικούς από διάφορα μέρη του κόσμου που παίζαμε από λάτιν μέχρι ελληνικά και ιρλανδικά κι ένα άλλο πιο “μεσογειακό” που παίζαμε από αραβικά μέχρι ινδικά. Δούλεψα και με τον Bobby Mc Ferrin, που ήταν σπουδαίος δάσκαλος. Διάλεξε 10 άτομα από τη σχολή και περιοδεύαμε μαζί του ως φωνητικό σχήμα με a cappella αυτοσχεδιασμούς. Εκεί έμαθα να ακούω, γιατί επειδή δεν ήξερες τι θα συμβεί μετά, έπρεπε να είσαι συγκεντρωμένος απολύτως στους άλλους. Τι κάνουν και τι τραγουδάνε για να μπορέσεις να μπεις…
Επέστρεψα το 2012. Κατάθλιψη… χάλια… Καμία σχέση με αυτό που άφησα πίσω μου όταν έφυγα. Με ρωτάνε όλοι: “Και γιατί δεν κάθισες εκεί;” Η αλήθεια είναι ότι κώλωσα. Θα μπορούσα να αραδιάσω πολλές δικαιολογίες, αλλά αυτή είναι η αλήθεια.
Η μουσική με βοηθάει να εξελιχθώ σαν άνθρωπος, αλλά και η προσπάθεια που κάνω για να βελτιώσω τον εαυτό μου βοηθάει τη μουσική μου. Υπήρξε ένα διάστημα που ήμουν μπερδεμένη και προσδιοριζόμουν από τους άλλους. Πηγαίνοντας σε αμερικάνικο σχολείο για να κάνω αγγλικά (αλλά και αραβικά που ήθελε ο πατέρας μου), είχα στο μυαλό μου ότι είμαι κάπως Αμερικάνα. Μετά, στο Berklee, λόγω του χρώματός μου με θεωρούσαν λατινοαμερικάνα κι εγώ ήμουν αυτό που ήθελαν οι άλλοι. Ήταν και το χρώμα μου που με έκανε να θέλω να ενταχθώ. Το είχα κι εδώ αυτό, στο πανεπιστήμιο ήμουν λίγο “φυτό”. Αλλά η αλήθεια είναι πως είμαι από το Βόρειο Σουδάν που δεν είναι ακριβώς Αφρική, είναι μια αραβική ισλαμική χώρα (με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) κι ο πατέρας μου σπίτι άκουγε Φεϊρούζ και Ουμ Κουγιούμ. Μ’ αυτά μεγάλωσα. Όλα ήταν λίγο μπερδεμένα μέσα μου αλλά σιγά-σιγά τα ξεμπερδεύω.
Είχα πάντα μια αγωνία να ευχαριστήσω τους άλλους, τους δασκάλους μου, τους σκηνοθέτες, να κάνω πράγματα “σοβαρά”. Ήταν πάντα ένα απίστευτο βάρος. Αλλά δεν θέλω πια να είμαι τύπου “κουλτουριάρα”. Προσπαθώ να καταλάβω τις ανάγκες του εαυτού μου και να βρίσκω τρόπους να μου τις παρέχω. Δεν ντρέπομαι να πω ότι έκανα και ψυχανάλυση, “το ’καψα” μάλιστα λίγο μ’ αυτό το θέμα γιατί έπεσα με τα μούτρα, αλλά περισσότερο με βοήθησαν πράγματα που διάβασα, Χόρχε Μπουκάι, Ίρβιν Γιάλομ, αλλά και ο Αλαίν ντε Μποτόν με το βιβλίο του “Περί του κοινωνικού status” και ο Τομ Ρόμπινς που με τον τρόπο που γράφει με βοήθησε να καταλάβω πως δεν υπάρχει όριο στη φαντασία. Ούτε στα όνειρα.
Μπορεί να είναι χαριτωμένο, όταν είσαι νέος, να έχεις ταλέντο, αλλά να είσαι σαν να πηγαίνεις 5η δημοτικού. Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι. Και για μένα το βρήκα χαριτωμένο, αλλά αν μεγαλώνεις και συνεχίζεις έτσι, λέγεται κάπως αλλιώς.
Όταν ζούσα στην Κρήτη κι άκουγα την κρητική μουσική σε γάμους και πανηγύρια δεν μπορούσα να συνδεθώ. Όταν άκουσα τον Ψαραντώνη, κατάλαβα τι είναι αυτό.
Παλιά είχα ένα φόβο για ό,τι κι αν έκανα. Τώρα ανυπομονώ. Αυτό τον καιρό δουλεύω σε δύο διαφορετικά πράγματα. Δικά μου προσωπικά τραγούδια αλλά και τη συνέχεια του Marina Satti & Friends, που κάθε φορά θα συμμετέχουν και άλλοι κι ο καθένας θα φέρνει αυτό που θέλει, με μουσικές απ’ όλο τον κόσμο.
Ο πατέρας μου ήρθε στην Ελλάδα για να σπουδάσει ιατρική στη δεκαετία του ’80 και μου λέει η μητέρα μου πως και τότε περπατούσε στο δρόμο και του φωνάζαν από τα μπαλκόνια “ο ταμ-ταμ”. Πάντα υπήρχε ρατσισμός.
Οι πολιτικοί είναι από μας. Δεν είναι άλλοι, από μία “κακή” χώρα που μας τους έφεραν με το ζόρι. Είναι εμείς, είναι σαν κι εμάς.
Η εποχή που έρχεται είναι –νομίζω– η εποχή του απλού, του μίνιμαλ. Η εποχή του μπαρόκ τελειώνει. Κι εγώ προσπαθώ να το κάνω αυτό στη ζωή αλλά και στη μουσική.
[youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=l55LUEfnbX8″]