Είναι ξεκάθαρο ότι τόσο ο κ. Σπυροπουλος όσο και ο κ. Φιλιππίδης, μέσω της τρομοκράτησης των μέσων ενημέρωσης επιθυμούν τη φίμωση όσων προχωρούν σε αποκαλύψεις. Εφόσον επιτύχουν να τρομάξουν όσους δημοσιοποιούν τις καταγγελίες θα έχουν δημιουργήσει ένα παράδειγμα.
Μετά, ο καθένας που θα κινδυνεύει θα μπορεί να απειλεί όσους θέλουν να προχωρήσουν στη δημοσιοποίηση των καταγγελιών ότι η αποκάλυψή τους παραβιάζει την προστασία των προσωπικών τους δεδομένων και του τεκμήριου της αθωότητάς τους που βρίσκεται στον πυρήνα της απόδοσης δικαιοσύνης.
Τα θύματα που θέλουν να καταγγείλουν τον θύτη θα μετατραπούν σε θύτες. Θα μπουν στο στόχαστρο και θα κινδυνεύσουν επειδή αποκαλύπτουν, όπως και όσοι δημοσιοποιούν τις καταγγελίες που κάνουν.
Πρόκειται για κατάργηση της ουσίας της Δικαιοσύνης εις το όνομα της απόδοσης “ορθής” Δικαιοσύνης.
Βλέπετε, συμβαίνει συχνά, οι θύτες να είναι ισχυροί. Και όταν υποθέσεις όπως αυτές καταλήγουν στα δικαστήρια, τότε, έχοντας πίσω τους πανίσχυρες γνωριμίες και διασυνδέσεις και τη δυνατότητα της καλύτερης δυνατής εκπροσώπης, είναι πιθανό να μην υποστούν καμία συνέπεια ενώ τα θύματα μπορεί να βρεθούν στη θέση του κατηγορούμενου. Γνωρίζουν ότι η ζημιά μπορεί να περιοριστεί εφόσον επιβληθεί η σιωπή.
Και δεν είναι η σιωπή που επιβάλλεται μόνο στα μέσα ενημέρωσης αλλά και σε ολους και ολες αυτές που θέλουν να προβούν σε καταγγελίες και βλέποντας το κλίμα φόβου που διαμορφώνεται κάνουν πίσω, οπισθοχωρούν. Και αυτό δημιουργεί μεγαλύτερο κίνδυνο και γι’ αυτούς που ήδη ξεκίνησαν τις αποκαλύψεις. Ξαφνικά βρίσκονται μόνοι.
Το είχαμε επισημάνει κι εμείς σε άρθρο μας (Η σιωπή ΔΕΝ ειναι χρυσός) λίγες μέρες μετά την μαρτυρία Μπεκατσώρου ότι υπάρχει ο κίνδυνος όσοι καταγγέλουν να βρεθούν στη θέση του “τρελού” που τα βάζει με τους ισχυρούς μόνο και μόνο για να βρει απέναντί του μια στρατιά δικηγόρων κι ένα ολόκληρο σύστημα έτοιμο να τους κατασπαράξει, δίχως κανέναν να έχει το θάρρος να πάρει τη σκυτάλη και να συνεχίσει ή να τους στηρίξει.
Γράφαμε πιο συγκεκριμένα ότι:
“Πολλές φορές όσοι αγωνίζονται για το δίκαιο και το σωστό, μπλέκουν. Κι όσο μπλέκουν και τιμωρούνται επειδή μιλούν, όσο οι θύτες βγαίνουν θριαμβευτές και τα θύματα υπόκεινται τις συνέπειες, τόσο οι πολίτες μαθαίνουν τον φοβο, μαθαίνουν οτι το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να σιωπούν. Μαθαίνουν ότι όσοι μιλούν είναι “τρελοί”. “
Μαθαίνουν στη βία να επιλέγουν τη σιωπή.
Αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνος που αφορά τον πυρήνα της απόδοσης δικαιοσύνης.
Και αναρωτιόμαστε, άραγε, με τι λογική μπορεί να αποσιωπηθεί μια καταγγελία που γίνεται δημόσια από ένα δημόσιο πρόσωπο; Και πώς μπορεί να επιβληθεί στα μέσα ενημέρωσης σιωπητήριο, όταν ένα πρόσωπο δημόσια θέλει να καταγγείλει;
Αν ένας βουλευτής προχωρούσε σε καταγγελία εις βάρος ενός άλλου βουλευτή για διαφθορά θα μπορούσε ο βουλευτής να απαιτήσει από τα μέσα ενημέρωσης να σιωπήσουν όσον αφορά το πρόσωπό του εφόσον δεν είχε επαληθευτεί η δημόσια καταγγελία; Και αν η καταγγελία αυτή ενός βουλευτή εις βάρος ενός άλλου αφορούσε βιασμό, θα μπορούσαν τα μέσα ενημέρωσης να σιωπήσουν; Θα έπρεπε να σιωπήσουν; Θα εξυπηρετούσε η σιωπή την απόδοση δικαιοσύνης;
Θα εξυπηρετούσε η σιωπή την απόδοση δικαιοσύνης για την Καμίλ Κούσνερ όταν πλέον στην ηλικία των 45 ετών και λέκτορας νομικής αποφάσισε να μιλήσει για τον βιασμό του δίδυμου αδελφού της όταν ήταν 14 ετών από τον πατριό της Ολιβιέ Ντιαμέλ, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας, γνωστό πολιτικό και διανοούμενο και μέχρι προχθές επικεφαλής των Πολιτικών Επιστημών στη Γαλλία, οταν πλέον το έγκλημα είχε παραγραφεί;
Τι είδους δικαιοσύνη θα μπορούσαν να αποδώσουν τα δικαστήρια για ένα έγκλημα που συνέβη πριν 30 χρόνια για το οποίο όμως ποτέ δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη και πώς γίνεται εις το όνομα της μη απόδοσης δικαιοσύνης όταν έπρεπε, να επιβάλλεται δια παντός η προστασία του θύτη και η σιωπή του θύματος;
Όλα αυτά αποτυπώνουν και τη δυσκολία που υπάρχει στο να μιλήσουν οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, για υποθέσεις κακοποιητικών συμπεριφορών. Γιατί πέραν του ψυχολογικού βάρους και του διασυρμού όλων αυτών που αναρωτιούνται γιατί δε μίλησαν τα θύματα νωρίτερα – λες και δικαιοσύνη πρέπει να αποδίδεται μόνο σε αυτούς που μιλούν εξαρχής και όλοι οι υπολοιποι που λόγω θέσης αδυναμίας, έλλειψης θάρρους ή πραγματικών λόγων για να φοβούνται δε μίλησαν, πρέπει για πάντα να σιωπούν – υπάρχει και η απειλή των δικαστηριων που μετατρέπονται στο όπλο για τη μη απόδοση δικαιοσύνης. Το όπλο για την επιβολή της σιωπής.
Ας ελπίσουμε ότι θα διαψευστούμε κι ότι αυτη τη φορά, η σιωπή δε θα επικρατήσει. Ότι τα θύματα δε θα βρεθούν στη θεση του κατηγορούμενου λες και ειναι οι θύτες. Γιατί πρώτα και πάν’ απ’ όλα, και πέρα από τα θύματα, το έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία. Είναι ανάγκη για να προοδεύει η κοινωνία μας οι πολιτες αυτής της χώρας να μάθουν να μιλούν εξαρχής και χωρίς φόβο.
Για να μάθουν όλοι ότι οι πρώτοι που θα πρέπει να φοβούνται για τις πράξεις τους ειναι οι θύτες, όχι τα θύματα πρέπει να μάθουμε να μιλάμε.