Γράφει η Ροδάνθη Κουμή | Ο Θεός είναι “ακατάληπτος και μόνο ένα μπορούμε να καταλάβουμε γι’ αυτόν, την ακαταληψία του” – Ιωάννης Δαμασκηνός
Η ψυχή βαδίζει ..προς το άπλετο φως.
Εκείνο, την βλέπει, την ρωτάει:
«Που οδεύεις;»
«Σε εσένα ..! Έχω ανάγκη την ζεστασιά σου, ξεπάγιασα στα σκοτάδια».
«Ψυχή εμείς οι δυο έχουμε να διανύσουμε μεγάλη απόσταση. Στην ολοκλήρωση σου, θα φτάσουμε στη Κορυφή του Βουνού, που λέγεται Αθανασία. Εκεί θα βρεις την Τέλεια ηρεμία. Ο αγώνας σου δύσκολος, ανηφορικός αντέχεις;
«Αντέχω!»
«Από τι υλικό είσαι πλασμένη; Φαντάζεις ισχυρή» .
«Aπό ένα αθάνατο υλικό που λέγεται Θεός.»
«Θεός; Ακούγεται παντοδύναμη τούτη η λέξη. Σύντριψε μου την και δως μου, το νόημα, με τα δικά σου μάτια.»
«Θεός είναι Εκείνος που κάνει την μυγδαλιά να ανθίζει καταχείμωνο και εμείς να ψάχνουμε το τέλειο μπουμπούκι στα κλαδιά της.
Θεός είναι Εκείνος ,που σε ρίχνει στο σκοτάδι, για να μάθεις να παλεύεις το περίσσιο φως . Θεός είναι Εκείνος, που κάνει το ορατά αόρατα, την ελπίδα αναπνοή μας, το θάνατο συνοδοιπόρο μας. Θεός είναι Εκείνος, που κάνει όλα τα Τραγικά Τραγούδια, το Ανέφικτο Εφικτό, και το Εφήμερο Αθάνατο. Μα για να αγγίξεις αυτή την δύναμη πρέπει, πρώτα να αγγίξει η ψυχή την άλλη δύναμη που στέκει δίπλα της, το Σκοτάδι. Με αυτά παλεύει να αναδυθεί στην επιφάνεια και να έρθει στο δρόμο σου.
Μην με ρωτάς άλλα, εγώ γνωρίζω καλά, πως ξέρεις ότι Φως και Θεός είστε Ένα.
Εσύ είσαι ο Θεός- το Φως- που λούζει και ζεσταίνει όλους εμάς που ξεπαγιάσαμε στα παγωμένα νερά της ύπαρξη μας. Με παγιδεύεις για να δεις- με τι τρόπο- θα μπω στην θεϊκή σου στράτα και αν θα σε γνωρίσω. ΣΥ είσαι το δροσερό νερό που ζητάμε και αλίμονο μας αν ξεδιψάσουμε γιατί μπαίνουμε στην Κόλαση της αλαζονείας.
Τον είδες ένα αετό εκεί ψηλά ;ζεσταίνεις τα φτερά του. Το άπλετο φως χρειάζεται για να απλώσει περήφανα την λευτεριά του στον άνεμο και να Πετάξει.
Το είδες ένα παιδί; Φωνάζει ,γελάει ,παίζει και απλώνει τα χέρια του να σε υμνήσει .Αναρωτιέται μέσα του τι χρώμα έχεις; Εκείνο το κίτρινο που αδειάζει στα μάτια και τυφλώνει;. Η το χρώμα της φλόγας το κόκκινο, που σαν πέσει επάνω σου, σε καίει αιώνια. Τα παιδιά είναι, η γεννήτορες σου. Εκείνα έχουν τα μάτια σου, και βλέπουν όλο τον κόσμο, λουσμένο από εσένα με όλες τις αντανακλάσεις σου!
Μα γιατί μου λες πως έχεις και εσύ ,δύσβατο ανηφορικό δρόμο να ανέβεις; Θεός είσαι. Γιατί να λαχανιάζεις να φτάσεις στην κορυφή; Έχεις το Αλάνθαστο της Τελειότητας δεν είσαι σαν εμένα.»
«Μα εγώ σε δημιούργησα. Μέσα σου έχεις μισή θεϊκή ψυχή, και Εγώ μισή ανθρώπινη. Ένα είμαστε. Δεν υπάρχω χωρίς εσένα, δεν υπάρχεις χωρίς Εμένα!. Μαζί κάνουμε τα πάντα. Ας ξεκινήσουμε δρόμο να χαράζουμε. Μαζί! Όπου φτάσεις, αρκεί να φτάσεις. Μην προσπαθήσεις όμως να με ξεπεράσεις, θα δεις το χάος, τρόμος θα σε κυριεύσει . Τότε είναι που θα στηθεί η κόλαση της αλαζονείας- που δεν αντέχεις – μπροστά σου, εκεί είναι που θα χαθείς. Δως”μου το χέρι σου . Συνοδοιπόροι στις δροσερές φλόγες της Αθανασίας. Tην πολυπόθητη δική σου ελευθερία να ανασάνουμε!…»