Του Παντελή Καψή
Η ιστορία είναι αληθινή. Ξεκινά το 1940 όταν η μεγάλη αδελφή της οικογένειας δίνει εξετάσεις και πετυχαίνει να προσληφθεί σε μεγάλη Τράπεζα. Από μια ευτυχή συγκυρία αναλαμβάνει τα καθήκοντά της λίγα εικοσιτετράωρα πριν την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Έτσι η Κατοχή την βρίσκει με την σιγουριά της θέσης στο δημόσιο. Είναι ένα από εκείνα τα γυρίσματα της τύχης που μπορεί να κάνει την διαφορά ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Γιατί βέβαια όλη η οικογένεια καταφέρει να επιβιώσει στη μεγάλη πείνα του 1942, χάρη στις περιοδικές διανομές τροφίμων που η Τράπεζα καταφέρνει να εξασφαλίζει για τους υπαλλήλους της. Μια εμπειρία που χαράχτηκε ανεξίτηλα σε όλα τα μέλη της οικογένειας.
Μετά τον πόλεμο στην Τράπεζα προσλαμβάνεται και η μικρότερη αδελφή κι αυτή με εξετάσεις, οι οποίες όμως αυτή την φορά γίνονται μεταξύ συγγενών ήδη υπαλλήλων στην Τράπεζα. Έτσι σε μια περίοδο που εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες φεύγουν μετανάστες στην Γερμανία, αυτή καταφέρνει να διεκδικήσει μια θέση στην θαλπωρή του δημοσίου με αυξημένες πιθανότητες. Και οι δύο αδελφές έκαναν οικογένεια κι έζησαν μια σχετικά άνετη ζωή, με την έννοια ότι ποτέ δεν πέρασαν την αγωνία όσων δυσκολεύονται να θρέψουν τα παιδιά τους. Οι μισθοί στα πρώτα χρόνια ήταν μισθοί επιβίωσης. Με την ανάπτυξη της οικονομίας ωστόσο βελτιώθηκαν κι όταν βγήκαν στη σύνταξη, κάποια στιγμή στη δεκαετία του 70, ένιωθαν μέσα τους ότι ανήκαν στη μεσαία τάξη. Ποτέ δεν ξέχασαν ότι την οικονομική τους άνοδο και την ασφάλεια την χρωστούν στην Τράπεζα. Έτσι όταν δόθηκε η ευκαιρία η μεγάλη αδελφή σχεδόν υποχρέωσε την κόρη της να δώσει εξετάσεις, μεταξύ συγγενών πάντα, και να προσληφθεί κι αυτή στην Τράπεζα. Ήξερε ότι δεν θα γινόταν ποτέ πλούσια, θα είχε ωστόσο πάντα ένα εξασφαλισμένο εισόδημα. Κι ας μην αξιοποιούσε ποτέ το μεταπτυχιακό στις ανθρωπιστικές σπουδές που δεν είχε καμία σχέση με τα τραπεζικά.
Η ιστορία της οικογένειας δεν είναι η εξαίρεση. Αποτελεί, αντίθετα, μια ευρύτατα διαδεδομένη στρατηγική των ελληνικών νοικοκυριών, τόσο των αστικών όσο και των αγροτικών. Το να καταφέρει να μπει ένα μέλος της οικογένειας στο δημόσιο ήταν μια εξασφάλιση για όλους και ταυτόχρονα ένα «μέσο» που μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμο στις δύσκολες στιγμές που η οικογένεια είχε να αντιμετωπίσει την αδυσώπητη ελληνική γραφειοκρατία. Πρόκειται για μια στρατηγική εγγεγραμμένη στο ελληνικό οικογενειακό DNA η οποία φυσικά επικαιροποιήθηκε στα χρόνια της κρίσης. Όσοι βρέθηκαν στο δημόσιο μπορεί να υπέστησαν μειώσεις, τίποτα ωστόσο δεν συγκρίνεται με την αβεβαιότητα και το τεράστιο οικονομικό και ψυχολογικό κόστος της ανεργίας.
Έχει ενδιαφέρον ότι ανάλογες εμπειρίες υπάρχουν και σε ευρωπαϊκές χώρες. Πρόσφατα μια Αμερικανίδα δημοσιογράφος, γαλλικής καταγωγής, επέστρεψε στην γενέτειρά της στην γαλλική επαρχία, για να καλύψει την μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών που αντιδρούσαν στα εκσυγχρονιστικά σχέδια του Μακρόν. Αναγνωρίζει πολύ καλά ότι το καθεστώς των προνομίων που απολάμβαναν δεν μπορεί να συνεχιστεί, όπως αναγνωρίζει και την ανάγκη προσαρμογής των σιδηροδρόμων στη νέα ανταγωνιστική πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης. Με χρέος σχεδόν 50 δισεκατομμυρίων εξακολουθούσαν να χάνουν σχεδόν 3 δισεκατομμύρια κάθε χρόνο. Την ίδια στιγμή ωστόσο επισημαίνει την τεράστια συμβολή των κρατικών σιδηροδρόμων στην ανάπτυξη της περιοχής. Κατ αρχήν επειδή την ένωσαν με τα αστικά κέντρα οδηγώντας στην άνοδο των αγροτικών εισοδημάτων. Εξ ίσου όμως επειδή προσέφεραν απασχόληση στην περιοχή: ο πατέρας της, ο Θείος της ακόμα και τα ξαδέλφια της είναι ή ήταν όλοι «cheminots», υπάλληλοι των σιδηροδρόμων. Σε αυτούς χρωστά η οικογένεια το πέρασμα της στη μεσαία τάξη και την σταθερότητα στον τρόπο ζωής τους. Κάποιοι από αυτούς θα είναι σίγουρα σήμερα στους δρόμους μαζί με τα κίτρινα γιλέκα.
Είναι εύκολο να αποδείξει κάποιος την υπεροχή μιας ανταγωνιστικής ανοιχτής οικονομίας απέναντι σε μια κρατικοδίαιτη, όπου μια ισχυρή μειοψηφία προσδεδεμένη στο δημόσιο απολαμβάνει προνόμια. Είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο να πείσει τους πολίτες να το αποδεχθούν, ιδίως όταν η εναλλακτική λύση μοιάζει να είναι η μερική απασχόληση των 400 ευρώ. Αυτή φυσικά είναι η δουλειά των πολιτικών. Όχι μόνο να πείσουν αλλά πρωτίστως να καταλάβουν το πρόβλημα και να προτείνουν ρεαλιστικές λύσεις. Να καταλάβουν δηλαδή ότι δεν μιλάμε απλώς για μια «συμφεροντολογική» σχέση αλλά για κάτι βαθύτερο, σχεδόν υπαρξιακό. Διαφορετικά όσο φιλόδοξα σχέδια κι αν έχουν, όσο ορθολογικές οι θέσεις τους, οι πιθανότητες είναι ότι θα παραμείνουν στα χαρτιά.