του Νίκου Μπουνάκη*
Η αυτοδιοίκηση είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος της εφαρμοσμένης πολιτικής. Στην πραγματικότητα, αποτελεί δείκτη του βαθμού ανάπτυξης και ευημερίας. Οι αποκεντρωμένοι θεσμοί μιας πολιτείας προσδίδουν ουσιαστική διάσταση στη λειτουργία της. Και το σημαντικότερο, ενισχύουν περαιτέρω την κοινωνία των πολιτών.
Η υστέρηση της χώρας μας -παραγωγική, οικονομική, αναπτυξιακή- συνυπάρχει με τις στρεβλώσεις, τις ανεπάρκειες και την ατροφία των δήμων και των περιφερειών. Το μοντέλο οργάνωσης και διοίκησης που ακολουθήσαμε επί πολλές δεκαετίες βρισκόταν σε δυσαρμονία με τις ζωτικές ανάγκες του τόπου μας. Περισσότερο εξυπηρετούσε τις επιδιώξεις και τους σχεδιασμούς πολιτικών και κομματικών επιτελείων και των εκπροσώπων τους, οι οποίοι ασκούσαν διαμεσολαβητικό ρόλο.
Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν από τις αρχές του ’80 και έπειτα αποτέλεσαν μεγάλη τομή στην τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και στη συνέχεια στη νομαρχιακή και περιφερειακή. Κοινή διαπίστωση είναι ότι η αναβάθμιση του θεσμού δεν συνοδευόταν από πρακτικές που θα τον καθιστούσαν ισχυρή, πολιτική και αναπτυξιακή υποδομή.
Μολονότι υπήρχαν οι προϋποθέσεις, στην πράξη επικράτησαν εκείνες οι παθογένειες που απομείωναν τις δυνατότητες της αυτοδιοίκησης να γίνει ατμομηχανή της τοπικής ανάπτυξης. Το αποτέλεσμα ήταν η απονεύρωση των δήμων και η μετατροπή τους είτε σε «ντουντούκα διαμαρτυρίας», είτε σε «τροχονόμο» εξυπηρέτησης συμφερόντων – κεντρικών και μη. Και στις δύο περιπτώσεις η αυτοδιοίκηση υπήρξε δέσμια κομματικών μηχανισμών και προσωπικών στοχεύσεων και σκοπιμοτήτων.
Άλλωστε, δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι ο θεσμός λειτουργεί πρωτίστως ως φύτρα παραγόντων, όπου βέβαια σχεδόν όλοι τους ενδύονται τον μανδύα του ανεξάρτητου. Με την ψευδεπίγραφη αυτή σήμανση προσπαθούν να ανταποκριθούν στην εκφρασμένη επιθυμία των δημοτών να στηρίξουν προσωπικότητες με κριτήρια τα κοινωνικά, επαγγελματικά και επιστημονικά τους ένσημα. Ως εκ τούτου, σήμερα στην αυτοδιοίκηση αναμετριόνται δύο διαμετρικά αντίθετες αντιλήψεις.
Η πρώτη, που διαχρονικά κυριαρχεί, αντιμετωπίζει τους δήμους σαν εργαλείο εξουσίας για την προώθηση φιλοδοξιών – πολιτικών και προσωπικών. Οι ενέργειες των εκπροσώπων αυτής της αντίληψης αποσκοπούν στην επίτευξη του παραπάνω στόχου. Μάλιστα, καταφεύγουν σε κάθε μέσο, αδιαφορώντας για τη μετατροπή της αυτοδιοίκησης σε κακέκτυπο του πελατειακού κράτους. Με βασικά χαρακτηριστικά τον λαϊκισμό και τις κοντόφθαλμες πολιτικές, το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η συντήρηση της απήχησής τους. Έτσι ερμηνεύεται και το γεγονός ότι αρκετοί δήμαρχοι νοιάζονται κυρίως για τη διασφάλιση της πολιτικής τους περιουσίας. Μέλημά τους, η επένδυση και η αναπαραγωγή του κεφαλαίου που έχουν κατακτήσει.
Η δεύτερη αντίληψη συνιστά στρατηγική μακράς πνοής. Στο επίκεντρό της βρίσκεται η μεγάλη εικόνα. Δεν αναλώνεται σε μικροπολιτικές διευθετήσεις. Δεν παγιδεύεται σε πρόσκαιρες και εφήμερες στοχεύσεις. Οι φορείς αυτής της στρατηγικής αντιμετωπίζουν τον δήμο ως θεσμικό αντίβαρο στην κεντρική διοίκηση. Προτάσσουν την υλοποίηση ολοκληρωμένων σχεδίων για τη μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό της αυτοδιοίκησης, τα οποία συνδέουν τα μικρά με τα μεγάλα, προσδίδοντάς της ισχυρή πολιτική, κοινωνική και αναπτυξιακή διάσταση.
Η δημαρχιακή θητεία του Βασίλη Λαμπρινού αναμφίβολα αποδεικνύει τη χρησιμότητα μιας τέτοιας στρατηγικής. Ο δήμαρχος Ηρακλείου, διαθέτοντας το απαιτούμενο διανοητικό και πολιτικό βάθος, την ηγετική στιβαρότητα και προπαντός την υπευθυνότητα, αποφεύγει τις μεγαλόστομες διακηρύξεις που επιδιώκουν τον εντυπωσιασμό χωρίς να έχουν πρακτικό αντίκρισμα. Με πυξίδα του τον πραγματισμό, ακολουθεί με συνέπεια, τεσσεράμισι χρόνια τώρα, πολιτικές που βρίσκονται στον αντίποδα του λαϊκισμού και των μικροδιευθετήσεων, υπηρετώντας την πολιτική αναβάθμιση και αναζωογόνηση της πόλης μας.
* Επιχειρηματίας, Γεωπόνος BSc, Αγροοικονομολόγος MSc Marketing &Communication, MBA