Προβληματισμό προκαλεί η παρέμβαση του καθηγητή Νευροανοσολογίας του Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ Δημήτρη Καρούση στην ΕΡΤ, όπου αναφερόμενος στο ενδεχόμενο τέταρτης δόσης του εμβολίου κατά του κορονοϊού και σχολιάζοντας την είδηση ότι η τέταρτη δόση αρχίζει ήδη να χορηγείται στο Ισραήλ, σημείωσε:
«Κάποιοι ανοσολόγοι συμπεριλαμβανομένου και εμού, έχουμε κάποιες επιφυλάξεις για το πολύ μικρό χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την τρίτη δόση και το κατά πόσο αυτό είναι αναγκαίο ή μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα δευτερογενή από πλευράς παρενεργειών στο μακροχρόνιο διάστημα.
Νομίζω ότι οι πολύ συχνές δόσεις εμβολιασμού, όταν υπερβάλλουμε προς αυτή την κατεύθυνση, εκτός του ότι προωθούμε τη δημιουργία μεταλλάξεων -και μπορεί να είναι καλό αυτό-, αλλά μπορεί να έχουμε μεγαλύτερους κινδύνους για αυτοάνοσες αντιδράσεις. Τη στιγμή που δίνουμε συνεχόμενα boosts στο ανοσολογικό μας σύστημα και δεν θα έλεγα ότι ξέρουμε απολύτως, πόσο αυτές οι συνεχόμενες δόσεις, όταν είναι πολύ συχνές, μπορούν να επηρεάσουν μακροχρόνια. Αυτή ήταν η επιφύλαξη των ανοσολόγων».
Προειδοποιεί παράλληλα ότι είναι σημαντικό να συνεκτιμηθεί για την τέταρτη ή και πέμπτη δόση (αναμένονται εξειδικευμένα εμβόλια κατά της Όμικρον την άνοιξη) η επίδρασή τους στον φυσικό μηχανισμό ανοσίας του οργανισμού, την πρωτογενή ανοσία του σώματος. Όπως αναφέρει, η πυκνή εμβολιαστική πολιτική μπορεί να έχει αποτελέσματα αντίστοιχα της υπερβολικής χρήσης αντιβιοτικών.
Για το θέμα μίλησε αναλυτικά στο iatronet o Έλληνας καθηγητής νευροανοσολογίας στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Hadassah της Ιερουσαλήμ Δημήτρης Καρούσης. Όπως τόνισε και στο Ισραήλ η χορήγηση της τρίτης δόσης θωράκισε τον πληθυσμό από την ταχεία επανεξάπλωση της Δέλτα τον περασμένο Αύγουστο και Σεπτέμβριο. Διστάζει ωστόσο να πει πως το ίδιο θα συμβεί και στη χώρα μας, όταν οι εμβολιασμένοι με τρίτη δόση ξεπεράσουν το 30% του πληθυσμού (κάτι που αναμένεται ως το τέλος της χρονιάς, με βάση τους τρέχοντες ρυθμούς εμβολιασμού). Ο λόγος είναι ο αστάθμητος παράγοντας της Όμικρον.
«Το γεγονός ότι πάνω από το 90% όσων μολύνονται με τον κορωνοϊό το περνάνε ήπια οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πρωτογενή ανοσία. Για να δημιουργηθούν ειδικά αντισώματα χρειάζονται τουλάχιστον 3 εβδομάδες. Επομένως όσοι έχουν περάσει την ασθένεια σε 2 και 3 εβδομάδες και ανάρρωσαν ή είχαν πολύ ήπια συμπτώματα, το έκαναν λόγω της πρωτογενούς ανοσίας … Γιατί όμως αυτή πολλές φορές δεν δουλεύει καλά; Γιατί έχουμε κάνει μεγάλη χρήση αντιβιοτικών, έχουμε πολλή ακτινοβολία, πάρα πολύ στρες και έχουμε ελαττώσει την πρωτογενή ανοσία. Έτσι και τώρα αν δίνουμε συνεχώς ερεθίσματα και έτοιμα αντισώματα με τους εμβολιασμούς σε υπερβολικό βαθμό, θα αρχίσει να ατροφεί η πρωτογενής ανοσία».
Επαναλαμβάνει παράλληλα ότι είναι σαφώς υπέρ της χορήγησης της τρίτης δόσης και οι επιφυλάξεις που διατυπώνει αφορούν την μείωση της χρονικής της απόστασης από τη δεύτερη στους 3 μήνες, δηλαδή την επιλογή και της ελληνικής κυβέρνησης, μεταξύ άλλων. «Δεν λέω γενικότερα όχι στην 3η δόση, αλλά λέω ότι π.χ. θα προτιμούσα να μη γίνεται σε τόσο κοντινό διάστημα όπως σε 3, 4 και 5 μήνες, αλλά ίσως πάνω από τους 6 μήνες είναι ασφαλές με τα στοιχεία που έχουμε. Ναι μεν βραχυπρόθεσμα θα έχει δράση –αν πάρουμε τώρα ας πούμε στους 3 μήνες θα έχει αποτέλεσμα- αλλά πρέπει να κοιτάμε λίγο και το μακροπρόθεσμο. Αυτό πρέπει να το σκεφτούμε καλά πριν αποφασίσουμε 4η και 5η δόση».