Για τις παραδοσιακές κοινωνίες της προ βιομηχανικής εποχής, τα Χριστούγεννα αποτελούσαν ορόσημο χρονικό και θρησκευτικό, καθώς τελείωνε μια μακρά περίοδος νηστείας και άρχιζε μια καινούργια, με κύριο χαρακτηριστικό την κρεοφαγία και το πλούσιο εορταστικό τραπέζι.

Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Λαϊκές Τελετουργίες στην Κρήτη – Έθιμα στον κύκλο του χρόνου» ο βραβευμένος συγγραφέας και δημοσιογράφος Νίκος Ψιλάκης, ο κόσμος κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων «περνούσε σε μια καινούργια εποχή, αφού άρχιζε το φως να «αβγαταίνει» και ο «ανίκητος ήλιος» της αρχαίας λατρείας, να ξεκινά την πορεία προς τον ολοκληρωτικό θρίαμβο του φωτός, διαδικασία που οδηγούσε και πάλι στην Άνοιξη, στη βλάστηση και στην περίοδο παραγωγής αγαθών».

Ένα από τα έθιμα που τηρούνταν στην Κρήτη τα Χριστούγεννα, ήταν το έθιμο του τηγανισμένου συκωτιού στις εκκλησίες.

Μόλις τελείωνε η λειτουργία των Χριστουγέννων, γυναίκες παρατάσσονταν στην πόρτα της εκκλησίας με πανέρια ή πιατέλες στα χέρια, για να μοιράζουν το τηγανισμένο συκώτι του χοίρου, μαζί με ένα ποτήρι κρασί.

Η προετοιμασία είχε ξεκινήσει από την προηγούμενη νύχτα, με τις γυναίκες να απλώνουν κεντημένες πετσέτες, να βάζουν πήλινες γαβάθες ή πιάτα μέσα στα πανέρια, στολίζοντάς τα με φύλλα λεμονιάς και κλωνιά δεντρολίβανου.

Το κέρασμα στηνόταν είτε πλάι στην Ωραία Πύλη, είτε πάνω σε κάποιο τραπέζι.

«Όσες γυναίκες δεν κατάφερναν να φτάσουν το τηγανισμένο συκώτι μέχρι την εκκλησία, φρόντιζαν να το μοιράζουν στα διπλανά και παραδιπλανά σπίτια» αναφέρει ο Νίκος Ψιλάκης, προσθέτοντας, ότι το έθιμο αυτό, μπορεί να αποτελούσε κατάλοιπο των εθιμικών απαρχών.

«Από την αρχαιότητα οι άνθρωποι φρόντιζαν να προσφέρουν στους θεούς τους τα πρώτα Γεννήματα της γης. Γιατί όχι και το πρώτο μαγειρεμένο κομμάτι του χριστουγεννιάτικου χοιρινού»;

Δεν είναι γνωστό αν το έθιμο ήταν διαδεδομένο σ’ ολόκληρο το νησί ή μόνο σε κάποιες περιοχές, ωστόσο αν και τηρούνταν σε αρκετά χωριά όπως του Οροπεδίου Λασιθίου, άρχισε να φθίνει στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, για να ξεχαστεί περίπου την δεκαετία του 1950 και του 1960.