Του Σταύρου Τομπάζου | Τα κυρίαρχα ΜΜΕ παρουσιάζουν την ποσοτική χαλάρωση του Μάριο Ντράγκι ως τον από μηχανής θεό που θα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις αποπληθωριστικές τάσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία για να την οδηγήσει σε μια νέα περίοδο ανάπτυξης. Αυτή η αισιόδοξη προοπτική λειτουργεί και ως μοχλός πίεσης στην ελληνική κυβέρνηση που καλείται να μη χάσει το τρένο της ανάπτυξης συγκρουόμενη με τους δανειστές.
Ωστόσο, τα 60 δισ. ευρώ το μήνα που η ΕΚΤ θέλει να ρίξει στην οικονομία δεν είναι το πρώτο μέτρο στην κατεύθυνση μιας επεκτατικής νομισματικής πολιτικής. Μέσα στο 2014, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ γινόταν όλο και πιο επεκτατική, πράγμα που ελάχιστα επέδρασε στην πραγματική οικονομία.
Το επιτόκιο δανεισμού της ΕΚΤ μειώθηκε στο 0,15% μέσα στον Ιούνιο του 2014 (από 0,25%) και τον Σεπτέμβριο στο 0,05%. Παράλληλα, το καταθετικό επιτόκιο πέρασε στο -0,10% τον Ιούνιο και στο -0,20% τον Σεπτέμβριο.
Η ΕΚΤ ανέπτυξε ένα πρόγραμμα 400 δισ. ευρώ που προορίζονται για τις τράπεζες, υπό μορφή μακροχρόνιου δανεισμού με επιτόκιο μόλις 0,15%, με τον όρο οι τελευταίες να δανείσουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Δέχτηκε επίσης οι τράπεζες να τιτλοποιούν τα δάνειά τους στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (τίτλοι ABS: Asset Backed Securities) και να τα πουλούν στην ΕΚΤ.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ΕΚΤ αναλαμβάνει η ίδια τον κίνδυνο μη εξυπηρέτησης των χρεών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων απαλλάσσοντας τις ιδιωτικές τράπεζες. Τα ABS είναι μια γενική κατηγορία παράγωγων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, στα οποία ανήκουν και τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα στεγαστικών δανείων όπως τα CDO και τα MBS, από τα οποία ξεκίνησε η κρίση το 2007-2008 στις ΗΠΑ. Επιπλέον, μέσα στο 2014, καταργήθηκε η πολιτική για ακύρωση της επιπλέον ρευστότητας που η ΕΚΤ δημιουργεί στην οικονομία όταν αγοράζει δημόσιους τίτλους χρέους στη δευτερογενή αγορά. Προηγουμένως, η ΕΚΤ επιδίωκε οι ιδιωτικές τράπεζες να καταθέτουν στην ίδια το ποσό που εισέπρατταν έναντι των δημόσιων τίτλων που της πουλούσαν.
Όλα αυτά τα προαναφερθέντα μέτρα δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, πράγμα που αποδεικνύεται και από την ίδια την πρόθεση της ΕΚΤ για την «ποσοτική χαλάρωση» των 60 δισ. το μήνα.
Αυτοτροφοδοτούμενη κρίση
Είναι, όμως, το πρόβλημα της ευρωπαϊκής οικονομίας πρόβλημα ρευστότητας των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα; Τα δεδομένα καταδεικνύουν ότι οι τελευταίες κολυμπούν κυριολεκτικά στα μετρητά. Στην ευρωζώνη, η ρευστότητά τους από 13% του ΑΕΠ το 2000 έφθασε στο 23% το 2014!
Οι επιχειρήσεις έχουν θεωρητικά τρεις πηγές χρηματοδότησης: τον κλασικό δανεισμό, την έκδοση μετοχών και την αυτοχρηματοδότηση από ίδια κέρδη. Στην περίπτωση της ευρωζώνης το ποσοστό αυτοχρηματοδότησής τους έφθασε το 2014 στο100%: Η παγκόσμια τάση στον ανεπτυγμένο κόσμο δεν είναι η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων ούτε μέσω δανεισμού, ούτε μέσω έκδοσης μετοχών, αλλά η αυτοχρηματοδότηση πέραν του 100%, που σημαίνει κυρίως μείωση των υφιστάμενων χρεών στις τράπεζες. Στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιαπωνία το ποσοστό αυτοχρηματοδότησης ξεπερνά το 100%.
Πού οφείλονται, λοιπόν, οι αποπληθωριστικές τάσεις και η οικονομική στασιμότητα αν όχι στην έλλειψη ρευστότητας; Οφείλονται στη μείωση της δημόσιας και ιδιωτικής ζήτησης και στην άρνηση των παραγωγικών επιχειρήσεων να επενδύσουν λόγω έλλειψης επενδυτικών ευκαιριών που να υπόσχονται ψηλό ποσοστό κέρδους.
Το πρόβλημα δεν είναι λοιπόν η ρευστότητα, αλλά οι ίδιες οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται, σε διαφορετικό βέβαια βαθμό, στις χώρες με ή χωρίς μνημόνιο. Συνεπώς, η Ελλάδα δεν θα επιβιβαστεί στο ευρωπαϊκό τρένο της ανάπτυξης που κινείται με το ρευστό του Ντράγκι, διότι τέτοιο τρένο δεν υπάρχει. Η Ελλάδα ήταν και θα παραμείνει εγκλωβισμένη στην «αυτοτροφοδοτούμενη κρίση», όσο η διαπραγματευτική δυνατότητα των εργαζομένων, που υπονόμευσαν οι μνημονιακοί νόμοι, παραμένει ασθενής.
Υπερσυσσώρευση κεφαλαίου
Το 25% του κατά κεφαλή εισοδήματος που χάθηκε τα τελευταία χρόνια στη Ελλάδα είναι απλώς ένας μέσος όρος που αποκρύβει το γεγονός ότι η εργασία πλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος αυτός της απώλειας. Μεταξύ 2009 και 2014, η μισθωτή εργασία έχασε πέντε μονάδες στο ΑΕΠ: Από 53,8% του ΑΕΠ το 2009 πέρασε στο 48,9% το 2014. Αντίθετα, το ποσοστό κέρδους παρουσιάζει αυξητική τάση από το 2013, ενώ ο λόγος Εισοδημάτων Ιδιοκτησίας (επιχειρησιακά κέρδη, τόκοι, μερίσματα και ενοίκια) και Εισοδημάτων Εργασίας (μισθοί και εισόδημα αυτοαπασχολούμενων) παρουσιάζει αύξηση από το 2011 και έφθασε στα προ της κρίσης επίπεδα: Από 0,58 το 2010 έφθασε στο 0,83 το 2014.
Από το 2008 το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου που εκδηλώνεται ποσοτικά ως μια αύξηση του λόγου Παγίου Κεφαλαίου και Προϊόντος: Αυτός ο λόγος πέρασε από το 3,61 το 2007 στο 4,79 το 2014. Αυτό σημαίνει ότι, με την υφιστάμενη αξία του παγίου κεφαλαίου, το κεφάλαιο απαιτεί την ιδιοποίηση ενός μεγαλύτερου μέρους του ΑΕΠ για να θεωρήσει μια καπιταλιστική επένδυση ως επαρκώς επικερδή.
Με άλλα λόγια, η δραστική μείωση του μεριδίου του μισθού στο ΑΕΠ είναι αναγκαίος όρος για τις καπιταλιστικές επενδύσεις. Και δεν υπάρχει διέξοδος από αυτήν την κατάσταση χωρίς απαξίωση του κεφαλαίου, δηλαδή διαγραφή μέρους της αξίας του. Το δίλημμα είναι απλό: ή απαξίωση του κεφαλαίου ή σύγχρονες ανθρωποθυσίες όπως τις ζήσαμε τα τελευταία χρόνια.
Ρυθμίσεις στο τραπεζικό σύστημα
Η απαξίωση του κεφαλαίου δεν γίνεται όμως μόνη της: Προϋποθέτει σύγκρουση με τις λεγόμενες αγορές, διαμέσου μιας πολιτικής που υπάρχει στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης αλλά δύσκολα επιβάλλεται στο πλαίσιο της υφιστάμενης συμφωνίας με τους δανειστές.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήρθε με άδεια χέρια από τις Βρυξέλλες. Απέφυγε τη λήψη νέων υφεσιακών μέτρων, όπως η μείωση των συντάξεων και η αύξηση του ΦΠΑ, επέβαλε την ασάφεια σχετικά με τους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος, διασφάλισε τη διαχείριση της ανθρωπιστικής κρίσης προς όφελος των θυμάτων, καθώς και μια ευνοϊκή διαχείριση των κόκκινων δανείων για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Με τις αδιαμφισβήτητες παραχωρήσεις της, η κυβέρνηση κέρδισε κυρίως χρόνο.
Το θέμα είναι να αξιοποιηθεί αυτός ο χρόνος για να προετοιμαστούμε κατάλληλα για την επερχόμενη μάχη: Η αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων, ο κατώτατος μισθός, η δημιουργία θέσεων εργασίας και η απομείωση του δημόσιου χρέους είναι οι κύριοι στόχοι για κάθε πολιτική που θέλει να αμφισβητήσει αποτελεσματικά το ακραίο, νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα. Και αυτοί οι στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν σε μια διαπραγματευτική προσπάθεια με αχίλλειο πτέρνα ένα ανεξέλεγκτο τραπεζικό σύστημα, χωρίς περιορισμούς και ρυθμίσεις στη διεθνή ροή των κεφαλαίων.
* O Στ. Τομπάζος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου