Έντονες αντιδράσεις προκαλεί η απόφαση της Περιφέρειας Κρήτης να αποκλείσει επιτυχούσα του διαγωνισμού ΑΣΕΠ – άτομο με αναπηρία – από τον διορισμό της στη Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας. Η απόφαση, που βασίστηκε σε γνωμάτευση της πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής και επικαλείται ως λόγο την κινητική αναπηρία της υποψήφιας, χαρακτηρίζεται ως «απάνθρωπη» και «προκλητική» από τον περιφερειακό σύμβουλο της «Λαϊκής Συσπείρωσης» Κρήτης και πρόεδρο του Σωματείου Εργαζομένων στο ΠΑΓΝΗ, Δημήτρη Βρύσαλη.
Η υπόθεση αγγίζει τον πυρήνα των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία στην εργασία, σε μια συγκυρία που το κοινωνικό αίτημα για ισότητα και πρόσβαση παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ.
Το χρονικό της Απόφασης: Όταν τα κριτήρια του ΑΣΕΠ αναιρούνται στην σράξη
Η επιτυχούσα κοινωνική λειτουργός είχε καταταγεί στους πίνακες διοριστέων του διαγωνισμού 6Κ/2024 του ΑΣΕΠ, που απευθυνόταν αποκλειστικά σε άτομα με αναπηρία άνω του 50%. Ωστόσο, η Περιφέρεια Κρήτης, αποδεχόμενη μια «διάτρητη» γνωμάτευση, ενημέρωσε την υποψήφια ότι «δεν δύναται να προχωρήσει τη διαδικασία διορισμού» εξαιτίας της κινητικής της αναπηρίας.
Η επίσημη αιτιολογία, ότι η εργαζόμενη δεν μπορεί να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους ή επισκέψεις, πυροδότησε κύμα αντιδράσεων. «Κυριολεκτικά ‘ντρέπεται και η ντροπή’ με την πραγματικά απάνθρωπη αυτή στάση!», σημειώνει ο κ. Βρύσαλης, επισημαίνοντας πως ο συγκεκριμένος ρόλος περιλαμβάνει πλήθος άλλων καθηκόντων που η υποψήφια μπορούσε να επιτελέσει επαρκώς, όπως είχε αποδείξει και σε προηγούμενη δημόσια θέση.
Στο επίκεντρο της κριτικής τίθεται η ευθύνη της Περιφέρειας και του Θεματικού Αντιπεριφερειάρχη Κοινωνικής Πολιτικής – ο οποίος είναι ταυτόχρονα πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου – καθώς και η γενικότερη εφαρμογή της αντεργατικής πολιτικής που, σύμφωνα με τη «Λαϊκή Συσπείρωση», «ξεχαρβαλώνει κάθε νομική προστασία» και «αποκλείει με αισχρό τρόπο μία από τους ελάχιστους ανάπηρους που μπόρεσαν να πιάσουν δουλειά».
Παράλληλα, στηλιτεύεται η υποκρισία της διοίκησης, που ενώ διοργανώνει καμπάνιες για «συμπεριληπτική κοινωνία», στην πράξη «ποδοπατά το δικαίωμα των ΑμεΑ στην εργασία». Ο αποκλεισμός εργαζομένης λόγω αναπηρίας, τονίζουν οι συντάκτες της παρέμβασης, ανοίγει επικίνδυνο δρόμο για γενίκευση τέτοιων πρακτικών, υπονομεύοντας τις ήδη περιορισμένες θέσεις εργασίας για άτομα με αναπηρία.
Το εύθραυστο τοπίο για τα Άτομα με Αναπηρία στην Ελλάδα
Η παρέμβαση φωτίζει τις συστημικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα ΑμεΑ στην Ελλάδα: περικοπές, ανεργία άνω του 95%, υψηλή φτώχεια και συχνές απολύσεις λόγω χρόνιας πάθησης ή αναπηρίας, αξιοποιώντας αντεργατικές νομοθεσίες. Παράλληλα, οι ελλείψεις σε δημόσιες δομές αποκατάστασης (όπως το ΚΕΦΙΑΠ Ρεθύμνου), η ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας και η συνολική απαξίωση των υποδομών επιδεινώνουν την κατάσταση των ατόμων με αναπηρία και των οικογενειών τους.
«Γύρω στο 50% των ΑμεΑ ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας», αναφέρεται χαρακτηριστικά, ενώ το δικαίωμα στην εργασία βρίσκεται υπό διαρκή απειλή, είτε λόγω των νομοθετικών ρυθμίσεων είτε λόγω διακρίσεων που μετατρέπουν την αναπηρία σε εμπόδιο και όχι σε δικαίωμα για ένταξη.
Η «Λαϊκή Συσπείρωση» Κρήτης και ο Δημήτρης Βρύσαλης ζητούν την άμεση ανάκληση της απόφασης αποκλεισμού της εργαζόμενης ΑμεΑ, καλώντας την Περιφέρεια να δώσει δημόσιες εξηγήσεις και να διασφαλίσει ότι θα τηρηθούν τα στοιχειώδη δικαιώματα.
«Απαιτούμε να σταματήσει αυτή η κατάντια, να ανακληθεί εδώ και τώρα η απαράδεκτη απόφαση αποκλεισμού της από τον διορισμό της, που κατάφερε δίκαια ως επιτυχούσα του ΑΣΕΠ!», καταλήγει η ανακοίνωση.
Η υπόθεση αυτή εγείρει καίρια ερωτήματα για την εφαρμογή της νομοθεσίας, την κοινωνική ευαισθησία και τη θεσμική αποτελεσματικότητα. Η προστασία των δικαιωμάτων των ΑμεΑ δεν μπορεί να είναι μόνο ρητορική, αλλά πρέπει να γίνεται πράξη στην καθημερινή λειτουργία του κράτους και της αυτοδιοίκησης.
Σε μια χώρα που διακηρύσσει την ισότητα και τη συμπερίληψη, η δικαίωση της εργαζόμενης ΑμεΑ στην Κρήτη αποτελεί δοκιμασία για το αν αυτές οι αρχές έχουν ουσιαστικό αντίκρισμα ή παραμένουν απλά λόγια χωρίς αντίκρισμα. Η κοινωνία, τα συνδικάτα και η τοπική αυτοδιοίκηση καλούνται να δώσουν τη δική τους απάντηση.



