Του Γιάννη Μυλόπουλου *
Ο πλανήτης πλήττεται από μια πρωτόγνωρη κλιματική κρίση. Πρωτόγνωρη όχι με την έννοια ότι δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ στο παρελθόν κλιματική αλλαγή. Κάθε άλλο. Η ιστορία της γης βρίθει παραδειγμάτων με εκτεταμένες περιόδους που δοκιμάστηκαν από κλιματικές αλλαγές, είτε επί το υγρότερο και ψυχρότερο, είτε και επί το ξηρότερο και θερμότερο.
Το πρωτόγνωρο της σημερινής κλιματικής κρίσης έχει να κάνει με το σύντομο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο αυτή εξελίχθηκε. Καθώς ο ανθρωπογενής χαρακτήρας της, σε συνδυασμό με τη συνεχή επιδείνωση των γενεσιουργών αιτίων της, επιταχύνει κατά τρόπο πρωτοφανή την εξέλιξή της.
Το κακό είναι ότι η επιδείνωση της κλιματικής κρίσης και των συνεπειών της, ως αποτέλεσμα κερδοσκοπικών πολιτικών επιλογών, τελευταία και με τον μανδύα δήθεν «πράσινων» πολιτικών, συνεχίζεται με μεγαλύτερη ένταση, αντί να υποχωρεί.
Φτάσαμε, λοιπόν, φέτος, εν έτει 2024, στο σημείο να παρατηρείται αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της γης σε σχέση με τους προηγούμενους αιώνες της τάξης των 1,65 βαθμών Κελσίου.
Πολύ μεγαλύτερη, δηλαδή, από το άνω όριο κινδύνου του 1,5 βαθμού που είχε τεθεί αρχικά, όταν για πρώτη φορά, πριν αρκετά χρόνια, διαγνώστηκε η επιδείνωση του φαινομένου του θερμοκηπίου και άρχισαν να γίνονται αντιληπτές οι επιπτώσεις του στο κλίμα.
Σύμφωνα με τους μετεωρολόγους, η φετινή χρονιά και συγκεκριμένα από τον Ιούνιο του 2023 μέχρι και σήμερα, κάθε μήνας που πέρασε χαρακτηρίστηκε ως ο θερμότερος μήνας για την εποχή του.
Γεγονός που προδίδει την επιμονή, αλλά και τη διαρκή επιδείνωση του φαινομένου.
Στη δική μας περιοχή της Μεσογείου ειδικότερα, η κλιματική κρίση γίνεται αισθητή μέσω της εμφάνισης ακραίων φαινομένων. Περίοδοι έντονης ανομβρίας και ξηρασίας εναλλάσσονται με υγρές περιόδους ισχυρών πλημμυρικών φαινομένων.
Οι περίοδοι ξηρασίας και ανομβρίας, σαν και αυτήν που περνούμε τα τελευταία χρόνια, με τις ελάχιστες βροχές και τη σχεδόν μηδενική χιονόπτωση τον φετινό χειμώνα, έχουν ως αποτέλεσμα τη λειψυδρία. Οι δεξαμενές νερού αφενός δεν ανανεώνονται ή ανανεώνονται περιορισμένα στο πλαίσιο του υδρολογικού κύκλου, ενώ η ζήτηση του νερού εξακολουθεί να παραμένει στα ίδια υψηλά ή και ακόμη υψηλότερα, λόγω μεγάλων θερμοκρασιών, επίπεδα που βρίσκονταν κατά τις υγρές περιόδους.
Με αποτέλεσμα τα ισχυρά αρνητικά ισοζύγια προσφοράς και ζήτησης νερού στις λεκάνες απορροής και τη μείωση, μέχρι μηδενισμού, των υδατικών αποθεμάτων στις δεξαμενές νερού.
Από την άλλη μεριά, οι συνθήκες ξηρασίας, σε συνδυασμό και με τους ασυνήθιστης διάρκειας καύσωνες που φέρνει η κλιματική κρίση, επιτείνουν τις δασικές πυρκαγιές τα καλοκαίρια. Οι οποίες, ως γνωστό, πάντοτε υπήρχαν στη Μεσόγειο, αλλά τώρα με την κλιματική κρίση έγιναν πολύ περισσότερες και πολύ φονικότερες.
Στο σημείο αυτό θα περίμενε κανείς ότι οι ανθρώπινες παρεμβάσεις, από τη στιγμή που η κλιματική κρίση έχει γίνει πλήρως αντιληπτή, είτε με τη μορφή των πολιτικών προσαρμογής στις συνθήκες της κλιματικής κρίσης, είτε με τη μορφή των πολιτικών αντιμετώπισής της, θα βελτίωναν σημαντικά την κατάσταση.
Συμβαίνει, όμως, το παράδοξο, στο όνομα των πολιτικών προσαρμογής και αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, στο όνομα, δηλαδή, «πράσινων» πολιτικών, αυτή να ανατροφοδοτείται και οι συνέπειές της στη λειψυδρία και τις πλημμύρες να επιδεινώνονται, αντί να παρατηρείται βελτίωση.
Οι τεράστιες καταστροφές που αφήνουν πίσω τους οι δασικές πυρκαγιές τα καλοκαίρια, πολύ μεγαλύτερες πάντως στην Ελλάδα από τις γειτονικές της χώρες με τις ίδιες ακραίες κλιματικές συνθήκες, αφού η χώρα μας έχει τριπλάσιες καμένες δασικές εκτάσεις σε σχέση με την αμέσως επόμενη σε καταστροφές από εμάς Ισπανία, κάνουν διπλό κακό.
Η εξαφάνιση της δασοκάλυψης και της φυτοκάλυψης στις ορεινές λεκάνες απορροής περιορίζει δραστικά την ανανέωση των υδατικών αποθεμάτων στους υπόγειους υδροφορείς, επιδεινώνοντας τα φαινόμενα της λειψυδρίας. Κι ακόμη, περιορίζει και την ανάσχεση των πλημμυρικών απορροών, οδηγώντας σε μεγάλες πλημμυρικές καταστροφές στα κατάντι.
Η μη εφαρμογή πολιτικών έγκαιρης πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, δηλαδή έγκαιρου καθαρισμού των δασών και διάνοιξης αντιπυρικών ζωνών και δασικών δρόμων, σε συνδυασμό με την πολιτική της μη υποχρεωτικής αναδάσωσης του συνόλου των καμένων και των γύρω περιοχών, αλλά αντίθετα, της ιδιωτικοποίησής τους με σκοπό την κερδοφορία συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων και με πρόσχημα τη δήθεν καλύτερη προστασία τους, είναι ασφαλώς οι κύριοι υπεύθυνοι για την επιδείνωση τόσο της λειψυδρίας, όσο και των πλημμυρικών καταστροφών.
Αν σε αυτή την ήδη επιβαρυμένη κατάσταση, προστεθεί και το κερδοσκοπικό φαινόμενο, στο όνομα της «πράσινης» ανάπτυξης, να εγκαθίστανται ανεξέλεγκτα και άμετρα βιομηχανικής κλίμακας αιολικά πάρκα στις ορεινές λεκάνες, καταστρέφοντας το αυθεντικό πράσινο των βουνών, γίνεται φανερό γιατί τα φαινόμενα της λειψυδρίας και των πλημμυρικών καταστροφών επιδεινώνονται ακόμη περισσότερο, στο όνομα μάλιστα μιας δήθεν «πράσινης» μετάβασης.
Κι εδώ πρέπει να σημειωθεί με έντονα γράμματα ότι για την επιδείνωση της κλιματικής κρίσης και των συνεπειών της δεν φταίνε αυτές καθ΄εαυτές οι «πράσινες» πολιτικές και τα αιολικά πάρκα.
Εκείνο που ευθύνεται είναι η κερδοσκοπική τους αντιμετώπιση από το κράτος. Που αντί να κατανείμει τις ανεμογεννήτριες ισόρροπα στον χώρο, αξιοποιώντας και πεδινές περιοχές και το θαλάσσιο περιβάλλον, αφού υπάρχει πια η σχετική τεχνολογία, όπως κάνουν οι βόρειοι ευρωπαίοι κι ακόμη, αντί το κράτος να δώσει έμφαση στην πολιτική των αποκεντρωμένων ενεργειακών κοινοτήτων, σύμφωνα με την οποία δήμοι ή κοινότητες ή ομάδες ανθρώπων θα επιτραπεί να παράγουν την ενέργειά τους από μόνες τους, συγκεντρώνει τη δραστηριότητα σε λίγα μεγάλα ενεργειακά μονοπώλια, στα οποία εκχωρεί, μάλιστα, δημόσια γη στις κάποτε πράσινες βουνοκορφές.
Όσο η κλιματική κρίση είναι ανθρωπογενής, άλλο τόσο είναι ανθρωπογενή και τα ακραία φαινόμενα και οι φυσικές καταστροφές που αυτή προκαλεί. Με κύρια αιτία την κερδοσκοπική θεώρηση της οικονομικής ανάπτυξης, που θέλει την καταστροφή της φύσης, στο όνομα του πλουτισμού συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων.
Τώρα, μάλιστα, που βρέθηκε τρόπος εκμετάλλευσης της φύσης με το άλλοθι των δήθεν «πράσινων» επενδύσεων, που στο όνομά τους καταστρέφεται το αυθεντικό πράσινο της φύσης, η καταστροφή που συμβαίνει και που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, χτυπάει κόκκινο.
Δεν φταίει, λοιπόν, η κλιματική κρίση για τις δασικές πυρκαγιές, για τη λειψυδρία και για τις πλημμύρες. Φταίει η κερδοσκοπική ανάπτυξη, στο όνομα της οποίας καταστρέφεται τόσο η οικολογική, όσο και η κλιματική ισορροπία.
Προϋπόθεση για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, στο όνομα της οποίας καταστρέφουν τη φύση και την ισορροπία της, είναι η ύπαρξη «κοινών αγαθών». Η ύπαρξη, δηλαδή, δημόσιων αγαθών και όχι ιδιωτικοποιημένων δασών, βουνοκορφών, οικοσυστημάτων, ακτών και νερών.
Γιατί ο στόχος της Βιώσιμης Ανάπτυξης είναι μια ήπια ανάπτυξη, που θα επιτρέψει αποδοτικές οικονομικές δραστηριότητες, διατηρώντας συγχρόνως αυξημένη κοινωνική προστασία και διασφαλίζοντας την περιβαλλοντική ακεραιότητα.
Κερδοσκοπικές οικονομικές δραστηριότητες χωρίς κοινωνικό πρόσημο και χωρίς διασφάλιση της περιβαλλοντικής ακεραιότητας δεν είναι βιώσιμες, ακόμη και αν βαφτίζονται σαν «πράσινες».
Η λειψυδρία που άρχισε να απειλεί τη χώρα, οι φονικές πλημμύρες που ήδη έχουν χτυπήσει τη Θεσσαλία και άλλες περιοχές και οι δασικές πυρκαγιές που καταστρέφουν κάθε χρόνο εκατομμύρια στρέμματα δημόσιας γης, που την επόμενη χρονιά εμφανίζονται με τον τίτλο «πράσινες» επενδύσεις, δεν είναι ούτε βιώσιμη, ούτε πράσινη ανάπτυξη.
Είναι η συνέχιση του «πράσσειν άλογα» που είναι η ίδια γενεσιουργός αιτία και της κλιματικής κρίσης.
*Ο Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι Καθηγητής Τομέα Υδραυλικής & Τεχνικής Περιβάλλοντος Πολυτεχνικής Σχολής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ
tvxs.gr