Το 1990, στη Συναγωγή μιας μικρής πόλης της Μασαχουσέτης, μια μεσήλικη γυναίκα διηγήθηκε πώς επέζησε από τη λαίλαπα του Ολοκαυτώματος, χάρη σε μια αγέλη λύκων.
Το ακροατήριο είχε βουβαθεί. Η ιστορία είχε πολλή συγκίνηση, δράση, αθωότητα, πίστη, και κυρίως την επιβίωση ενός μικρού κοριτσιού στα μαύρα χρόνια του Ναζισμού, με φόντο την εξόντωση των Εβραίων και το Ολοκαύτωμα.
Η ιστορία ξεκινούσε από το Βέλγιο, όπου η μικρούλα Μίσα Ντεφονσέκα είχε δοθεί σε μια οικογένεια Καθολικών για να επιζήσει.
Οι γονείς της μικρής δεν κατόρθωσαν να διαφύγουν από τη Γερμανία και συνελήφθησαν. Η 7χρονη Μίσα δεν περνούσε καλά με την οικογένεια αυτή και το έσκασε, προκειμένου να βρει τους γονείς της στη Γερμανία.
Εφοδιασμένη με μια πυξίδα και λίγες προμήθειες αποφάσισε να φτάσει περπατώντας στη Γερμανία για να συναντήσει τους γονείς της διασχίζοντας δάση, και πιστεύοντας ότι θα τους βρει ζωντανούς.
Στην πορεία της συνάντησε λύκους. Έμαθε να ζει μαζί τους και έγινε και εκείνη μέρος της αγέλης τους. Και σώθηκε.
Περπατούσε -όπως αφηγείται- ένα βήμα τη φορά, έμαθε να μην εμπιστεύεται κανέναν και όταν αφηγήθηκε σε κοινό για πρώτη φορά την ιστορία, επέστρεψε, όπως έλεγε, πάλι, στην κόλαση.
Η Ντεφονσέκα, είπε ότι δεν γνώριζε τη γενέτειρά της ή τα επώνυμα των γονιών της και είπε ότι το όνομα De Wael της είχε δοθεί από την ανάδοχη οικογένειά της μετά τον χωρισμό της από τους πραγματικούς της γονείς στις αρχές της δεκαετίας του 1940.
Η απίστευτη αυτή ιστορία έφτασε στ’ αυτιά της Τζέιν Ντάνιελ, που είχε έναν μικρό εκδοτικό οίκο. Η Ντάνιελ, έπεισε την Μίσα Ντεφονσέκα να εκδώσει σε βιβλίο αυτή την περιπέτεια, και τελικά το 1997, κυκλοφόρησε το βιβλίο Misha: A Memoire of the Holocaust Years, το οποίο είχε τρομερή εκδοτική επιτυχία.
Όχι μόνο οι εισπράξεις ήταν ιλιγγιώδεις, αλλά και ο εκδοτικός οίκος απέκτησε κύρος, ακόμη και εκτός ΗΠΑ, από την έκδοση ενός τέτοιου βιβλίου.
Το βιβλίο μεταφράστηκε σε 18 γλώσσες!
Μάλιστα η γαλλική έκδοση του βιβλίου, έμελλε να γίνει ταινία. Ήταν ένα παράγωγο έργο βασισμένο στο πρωτότυπο με τον τίτλο «Survivre avec les loups» (Επιβιώνοντας με τους λύκους) που εκδόθηκε το 1997 από τις εκδόσεις Robert Laffont. Σε αυτή τη δεύτερη εκδοχή βασίστηκε η ομώνυμη γαλλική ταινία του 2007, με τον τίτλο: «Survivre avec les Loups» ή τον αγγλικό «Surviving With Wolves».
Διένεξη με την εκδότη
Η Μίσα Ντεφονσέκα, είχε όμως παράπονα με την εκδότη του βιβλίου στις ΗΠΑ. Πίστευε πως της απέκρυπτε κέρδη, και πως δεν προωθούσε αρκετά το βιβλίο.
Η Ντεφονσέκα απέφυγε να πάει στην εκπομπή της Όπρα, που θα απογείωνε τις πωλήσεις και τη φήμη του βιβλίου, και τελικά έκανε μήνυση στην εκδότη της για διαφυγόντα κέρδη. Η δικαστική μάχη ήταν κόλαφος για την εκδότη Τζέιν Ντάνιελ.
Το δικαστήριο συγκινήθηκε από την ιστορία της Μίσα Ντεφονσέκα, και θεωρώντας την εκδότη Τζέιν Ντάνιελ μια «στυγνή εκμεταλλεύτρια», της επέβαλλε να αποζημιώσει την Ντεφονσέκα με 22 εκατομμύρια δολάρια. Η εκδότης είχε καταστραφεί.
Μέσα στην απελπισία της, προσπάθησε να γυρίσει πίσω το χρόνο και να δει τί συνέβαινε με την Μίσα Ντεφονσέκα.
Άρχισε να ερευνά κάθε χαρτί, κάθε ντοκουμέντο. Άρχισε να ψάχνει το πραγματικό επίθετο της Ντεφονσέκα, και επιστράτευσε την Βελγίδα ερευνήτρια γενεαλόγο και επιζώσα του Ολοκαυτώματος Έβελιν Χέντελ, που αρχίζει να ξετυλίγει το νήμα της καταγωγής της Ντεφονσέκα, οκτώ χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου.
Η πρωτότυπη, απίστευτη ιστορία, και το πάθος για μια εκδοτική επιτυχία είχαν αποτρέψει την εκδότρια να ψάξει εξονυχιστικά τα στοιχεία της Ντεφονσέκα.
Το μόνο πρόσωπο που αμφισβήτησε δημόσια την αυθεντικότητα της ιστορίας ήταν ο κριτικός Χένρικ Μπρόντερ, ο οποίος έγραψε ένα άρθρο για την Ντεφονσέκα το 1996 για τη γερμανική εφημερίδα Der Spiegel. Φυσικά δεν τον άκουσε κανένας.
Απάτη
Με βάση της έρευνα της Βελγίδας γενεαλόγου, το 2008, αποκαλύφθηκε ότι η Ντεφονσέκα λεγόταν Monique De Wael, ήταν καθολική στο θρήσκευμα και είχε βαπτισθεί σε μια εκκλησία των Βρυξελλών ενώ βρέθηκαν τα ίχνη της και σε ένα μητρώο μαθητών δημοτικού σχολείου κοντά στο σπίτι της.
Δείχνουν ότι γράφτηκε εκεί το Σεπτέμβριο του 1943 – δύο χρόνια αφότου η Ντεφονσέκα ισχυρίστηκε ότι έφυγε από τις Βρυξέλλες.
Η εκδότης έγραφε στο μπλογκ της για την πορεία των ερευνών και τα νέα στοιχεία που προέκυπταν.
Η Ντεφονσέκα έγινε πρωτοσέλιδο σε όλο το Βέλγιο, και τελικά στις 29 Φεβρουαρίου 2008, παραδέχτηκε στην βελγική εφημερίδα Le Soir ότι είχε κατασκευάσει το παραμύθι και ότι η ιστορία της ήταν ψευδής.
Τελικά, η μικρή «Μίσα», λεγόταν Μονίκ και δεν είχε ζήσει μαζί με μια αγέλη λύκων. Ούτε είχε περιπλανηθεί σ’ όλη την Ευρώπη ψάχνοντας για τους γονείς της. Ούτε ήταν Εβραία.
Ο πατέρας είχε συμμετάσχει στην Αντίσταση, συνελήφθη, δεν άντεξε τα βασανιστήρια και πρόδωσε τους συντρόφους του. Η συμφωνία που έκανε με τους Ναζί δεν τηρήθηκε, κι έτσι συνελήφθη και η γυναίκα του. Μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία, κι εκεί πέθαναν.
Η Μονίκ, δεν μπορούσε να ζήσει ως «κόρη του προδότη», και επινόησε την ιστορία της «επιζώσας του Ολοκαυτώματος» για να απελευθερωθεί από το βάρος του παρελθόντος.
Το 2014, ένα αμερικανικό δικαστήριο, εξετάζοντας τα νέα στοιχεία, διέταξε την Ντεφονσέκα να επιστρέψει στην Αμερικανίδα εκδότη τα 22 εκατομμύρια δολάρια που της είχαν επιδικαστεί στη νομική αγωγή εναντίον της.
Η ιστορία -που πρόσφατα έγινε ντοκιμαντέρ για το BBC, από τον σκηνοθέτη Σαμ Χόμπκινσον- κατέληξε να έχει μόνο θύματα.
Ο εκδότης, μπορεί τελικά να μην καταστράφηκε οικονομικά, αλλά έχασε την αξιοπιστία της ανεπανόρθωτα.
Η Ντεφονσέκα, υπέργηρη πλέον, έχασε τη θέση της αγνής ηρωίδας που είχε επινοήσει. Έγινε ένα ακόμη «τραγικό» πρόσωπο που προσπάθησε να καπηλευτεί την ιστορία του Ολοκαυτώματος.
Κι όπως λέει ο σοφός λαός: «Τα στερνά, τιμούν τα πρώτα».