Οι εκπτώσεις που ξεκίνησαν αρχές Ιανουαρίου, ολοκληρώνονται σήμερα 28 Φεβρουαρίου, αφήνοντας πίσω τους “πικρή” γεύση στους καταστηματάρχες, οι οποίοι είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στην περίοδο αυτή, αλλά δεν κύλησε, όπως ακριβώς την περίμεναν.
Αν και τα ποσοστά των εκπτώσεων από τις πρώτες κιόλας ημέρες της εκπτωτικής περιόδου ήταν «γενναία», οι καταναλωτές επιβαρυμένοι οικονομικά, με τις υποχρεώσεις να τρέχουν, δεν κατάφεραν να εξοικονομήσουν χρήματα και να κατέβουν στην αγορά.
Σύμφωνα με εμπόρους, ο τζίρος στα καταστήματα κατά τη διάρκεια των εκπτώσεων, σε σχέση με το τζίρο της αντίστοιχης περσινής χρονικής περιόδου ήταν μειωμένος, κατά 30%, αν και τα ποσοστά των εκπτώσεων ήταν σαφώς μεγαλύτερα από πέρυσι.
Οι καταναλωτές, όπως επισημαίνουν οι ίδιοι, λόγω της ανέχειας, αλλά και της ανασφάλειας που νιώθουν για τους νέους φόρους που έρχονται, δεν προχωρούν σε αγορές ενδυμάτων ή υποδημάτων, αλλά αρκούνται στο να καλύψουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις.
Όπως αναφέρει η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας σε ανακοίνωση της:
“Μία στις δύο επιχειρήσεις, στο σύνολο του δείγματος, επέλεξε να διαμορφώσει το ποσοστό των εκπτώσεων μεταξύ 21% και 40%, μία στις τέσσερις μεταξύ 41% και 50%, δύο στις δέκα μικρότερη του 20% και μία στις δέκα πραγματοποίησε εκπτώσεις μεγαλύτερες από 50%. Για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της ένδυσης – υπόδησης παρατηρείται διαφοροποίηση στο ύψος των εκπτώσεων σε σύγκριση με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις.
Συγκεκριμένα το ποσοστό των επιχειρήσεων που πραγματοποίησε εκπτώσεις μεταξύ 41% και 50% είναι μεγαλύτερο κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες.
Όσον αφορά τις πωλήσεις κατά την φετινή περίοδο των χειμερινών εκπτώσεων το 83% των επιχειρηματιών δήλωσε ότι ήταν σε χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, το 13% ότι κινήθηκε στα ίδια επίπεδα και 4% σε καλύτερα.
Οι επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών μικρότερο από 30.000 €, για το 2016, πραγματοποίησαν λιγότερες πωλήσεις το 2017 σε σύγκριση με το 2016, σε μεγαλύτερο βαθμό από τις επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 30.000 €”.