Ο Κώστας Ξυλούρης, επίτιμος πρόεδρος της Παγκρητίου Ενώσεως, μιλάει για την έκδοση όπου περιγράφονται η επίθεση των γερμανικών δυνάμεων στο νησί στις 20-21 Μαΐου 1941 και η σθεναρή αντίσταση των Συμμάχων και των κατοίκων του
«Η Μάχη της Κρήτης αντιπροσώπευε το μεγαλύτερο πλήγμα που είχε υποστεί η Βέρμαχτ από την έναρξη του πολέμου» γράφει ο κορυφαίος ιστορικός Αντονι Μπίβορ στο «Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος» (εκδ. Γκοβόστη, 2018, μτφ. Γιώργος Μπλάνας). Ο ίδιος άλλωστε έχει περιγράψει την αντίσταση των Κρητικών και των Συμμάχων στο «Κρήτη: η Μάχη και η Αντίσταση» (επίσης Γκοβόστης, 2004, μτφ. Παναγιώτης Μακρίδης). Την κομβική εκείνη στιγμή, που ξεκίνησε το διήμερο 20-21 Μαΐου 1941, έχει αποτυπώσει στην ειδική έκδοση «Η μάχη των αμάχων: Το μεγαλείο της κρητικής ψυχής» ο Κώστας Ξυλούρης, επίτιμος πρόεδρος της Παγκρητίου Ενώσεως.
«Με καταγωγή από τα Ανώγεια, τα οποία ισοπέδωσαν οι Γερμανοί, και τον θείο μου Μιχάλη Ξυλούρη, αρχηγό της αντιστασιακής ομάδας “Ψηλορείτης”, ήθελα να αφήσω κάτι που θα δικαιώνει τους ήρωες. Είναι βιωματική η εμπλοκή μου. Γεννήθηκα μέσα σε ένα κελί στη μονή της Παναγίας Αλμυρής στη Μεσαρά, εκεί όπου ο πατέρας μου μετέφερε την οικογένεια μετά τον βομβαρδισμό. Μεγάλωσα με μαυροφορεμένη μάνα και συγγενείς, και με τα μοιρολόγια που άκουγα».
Οπως διαβάζουμε στο ιστορικό της έκδοσης, εκείνος που έπεισε τον Χίτλερ να διατάξει αεροπορική εισβολή στο νησί ήταν ο αντιπτέραρχος των δυνάμεων αλεξιπτωτιστών Κουρτ Στούντεντ. Το επιχείρημά του ήταν ότι η κατάληψη της Κρήτης αποτελεί εύκολη επιχείρηση που σταθεροποιεί την αεροπορική κυριαρχία στη Μεσόγειο. Με τον τρόπο αυτό, ξεκίνησε η εφαρμογή του σχεδίου «Ερμής» (Merkur) το πρωί της 20ής Μαΐου, οπότε συντελείται η μεγαλύτερη επιχείρηση αερομεταφοράς στρατιωτικών δυνάμεων στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Από ελληνικής πλευράς, όπως σημειώνει ο Κώστας Ξυλούρης, οι δυνάμεις που αναλαμβάνουν την άμυνα του νησιού είναι στρατεύματα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας (Αγγλοι, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί), καθώς και οκτώ τάγματα νεοσυλλέκτων που μεταφέρονται από το Ναύπλιο και την Τρίπολη, «χωρίς όμως εκπαίδευση και οπλισμό». Η πιο αξιόμαχη τελικά δύναμη από ελληνικής πλευράς είναι εκείνη της Σχολής Χωροφυλακής, με την πρώτη τάξη της Σχολής Ευελπίδων (η εμπειροπόλεμη V Μεραρχία βρίσκεται αποκλεισμένη στην ηπειρωτική Ελλάδα).
Κατάλογος πεσόντων
Στις δυνάμεις αυτές προστίθενται φυσικά οι άοπλοι Κρητικοί.
Ως ελάχιστο φόρο τιμής, λοιπόν, ο Κώστας Ξυλούρης ανοίγει την έκδοση με τον κατάλογο πεσόντων και εκτελεσθέντων ανά νομό, χρησιμοποιώντας τις επιμέρους πηγές που έχουν δημοσιευθεί.
«Αναζητούσα τα ονόματα ένα προς ένα επί δέκα χρόνια, όσο ήμουν πρόεδρους της Παγκρητίου Ενώσεως, γυρίζοντας τα χωριά. Επιμέρους στοιχεία υπήρχαν, αλλά χρειαζόταν μια συγκεντρωτική καταγραφή».
Ολη την έκδοση, άλλωστε, διαπερνούν φωτογραφίες της εποχής: η σύλληψη Κρητικών στο Κοντομαρί και η εκτέλεση, ο θρήνος πάνω απ’ τους νεκρούς, ο Νίκος Καζαντζάκης με τον Μιχάλη Ξυλούρη, κατά την εκτίμηση της καταστροφής στα Ανώγεια, βομβαρδισμένα σπίτια στην Κάνδανο, Κρητικοί μαζί με Νεοζηλανδούς.
Η Αντίσταση
Ο αποφασιστικός ρόλος της Αντίστασης περιγράφεται σε ξεχωριστό κεφάλαιο, όπως και ένα γνωστό πλέον επεισόδιο της Μάχης: η απαγωγή του γερμανού στρατηγού Καρλ Κράιπε, στις 26 Απριλίου 1944.
Η ομάδα της απαγωγής θα μνημονεύεται έκτοτε συχνά, καθώς περιλαμβάνει έναν τουλάχιστον μεγάλο φιλέλληνα. Πρόκειται για τους: Πάτρικ Λη Φέρμορ (ταγματάρχης), Στρατή Σαβιολή, Στένλεϊ Μος (λοχαγός), Γρηγόρη Χναράκη, Μανώλη Πατεράκη, Λεωνίδα Παπαλεωνίδα, Γιώργο Τυράκη, Νίκο Κόμη. Η έκδοση ολοκληρώνεται με τη συνεισφορά της Εκκλησίας (εμβληματική μορφή εδώ ο ηγούμενος Διονύσης Ψαρουδάκης στη Μονή Αρκαδίου), τις «σιωπηλές ηρωίδες», τις μαρτυρίες, τις επετειακές εκδηλώσεις. Για το τέλος μένουν οι λογοτεχνικές σελίδες, που υπενθυμίζουν, όπως πάντα, τα ιστορικά τραύματα.
Γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης:
«Οι Κρητικοί, αδάμαστες ψυχές, χιλιάδες χρόνια τώρα, παλεύουν στα κακοτράχαλα βουνά του νησιού την πείνα, τη γύμνια, τους επιβουλείς, τους κατακτητές. Ούτε η μοίρα ούτε οι άνθρωποι μπόρεσαν ποτέ να τους γονατίσουν. Γενναίες ψυχές, που βρίσκουν τη λύτρωση ακόμη και στην έσχατη απελπισία».