Του Γιάννη Αγγελάκη
H συγκεκριμένη φωτογραφία είναι μια από τις αγαπημένες μου.
Με μια πρώτη όψη μοιάζει απλά με το πορτραίτο άλλης μιας οικογένειας. Υπάρχουν εκεί όλα τα στοιχεία. Ο πατέρας, τα παιδιά που χαμογελούν. Μπορεί να απουσιάζει η μάνα, άλλά είναι ένα πορτραίτο μίας οικογένειας, σαν αυτά που βλεπουμε συνήθως κρεμασμένα στους τοίχους των σπιτιών ή σε κάδρα πάνω σε κομοδίνα.
Στη φωτογραφία είναι ο Γιουσέφ και η οικογένειά του. Τη φωτογραφία την τράβηξα στις 4 Απριλίου του 2014, έξω από το Αστυνομικό Μέγαρο Χανίων. Ο Γιουσέφ, γιατρός στο επάγγελμα, ήταν ένας από τους 154 Σύρους πρόσφυγες που βρέθηκε στα Χανιά όταν το σαπιοκάραβο με το οποίο ταξίδευαν με προορισμό την Ιταλία κινδύνευσε να βυθιστεί.
Η γυναίκα του Γιουσέφ ήταν εκεί αλλά δεν ήθελε να βγει στη φωτογραφία. Είπε ότι ήταν πολύ ταλαιπωρημένη και η εμφάνισή της δεν ήταν κατάλληλη για φωτογραφίες. Έτσι, έκατσε σε μία γωνία και περίμενε.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν δείχνουν φοβισμένοι, δεν κρυώνουν, δεν ζητούνε βοήθεια. Τα παιδιά στη φωτογραφία χαμογελάνε. Και μπορεί το πρόσωπο του Γιουσέφ να είναι σοβαρό όμως δείχνει μια αποφασιστικότητα.
Συνήθως βλέπουμε τους πρόσφυγες σε φωτογραφίες εξαιρετικά ταλαιπωρημένους, σε συνθήκες άθλιας διαβίωσης, μέσα σε καθεστώτα ακραίας εξαθλίωσης. Με την επανάληψη αυτών των εικόνων, συνηθίζουμε και καταλήγουμε να ταυτίζουμε την εξαθλίωση με την προσφυγιά. Όμως δεν είναι έτσι. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι αυτοί που βλέπουμε να βγαίνουν από τις βάρκες ή να ζούνε σε αντίσκηνα κάπου στην Ειδομένη. Αυτό που βλέπουμε είναι απλά ένα στιγμιότυπο μιας ζωής που ήταν πολύ διαφορετική.
Αυτό το οικογενειακό πορτραίτο, δεν πάρθηκε από την ασφάλεια κάποιου σπιτιού, ή στο θάλαμο κάποιου φωτογραφείου ή σε κάποια εκδρομή. Δεν ετοιμάστηκαν τα μέλη της οικογένειας για τη φωτογράφηση, δε φόρεσαν τα καλά τους ρούχα. Το πορτραίτο πάρθηκε μετά από ένα παρολίγον ναυάγιο, έξω από ένα αστυνομικό μέγαρο σε ένα νησί σε μια ξένη χώρα που δεν είναι ο προορισμός τους, και στην οποία δε γνωρίζουν τη γλώσσα που μιλούν οι κάτοικοί της.
Είναι όμως οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν ένα σπίτι, που στα πλαίσια της οικογενειακής τους ζωής, οι γονείς εργαζόταν, τα παιδιά πήγαιναν σε σχολεία. Και η φωτογραφία του Γιουσέφ με την οικογένειά του νομίζω ότι αποτυπώνει αυτό ακριβώς: Τη σκιά της κανονικότητας ενός παρελθόντος που πλέον είναι η ελπίδα τους για το μέλλον. Αποτυπώνει μία υπόσχεση, ότι ότι η τωρινή κατάσταση είναι προσωρινή κι ότι όλα θα πάνε καλα: Την απόσταση μίας ζωής που δεν υπάρχει πια και πρέπει να ξανακτιστεί από την αρχή.
“Το μόνο που γνωρίζει ο Γιουσέφ είναι ότι, τώρα περισσότερο από κάθε άλλοτε, η οικογένειά του πρέπει να μείνει ενωμένη.
Για να το πετύχει αυτό, είναι αναγκαία μία αίσθηση κανονικότητας. Είναι αυτό που συνήθιζε να είναι κομμάτι μίας καθημερινότητας και που τώρα στην απουσία της, αυτή η συνήθεια που πλέον σπανίζει, αποκτά την εξαιρετική σημασία της: τώρα είναι ζήτημα επιβίωσης. Μία υπόσχεση ότι όλα κάποια στιγμή θα επιστρέψουν στο «κανονικό». Το «κανονικό» είναι αυτό: το πορτραίτο μίας «ευτυχισμένης» οικογένειας.”
Αφορμή για να ξανακοιτάξω αυτή τη φωτογραφία στάθηκε η επίσκεψη του αναπληρωτή Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιάννη Μουζάλα και η απόφαση για δημιουργία 4 σταθερών δομών υποδοχής προσφύγων στην Κρήτη με δυνατότητα φιλοξενίας έως και 2.000 ατόμων.
Στις δηλώσεις που έκανε μετά τη συνάντηση με δημάρχους του νησιού είπε:
“Δεν φέρνουμε δώρα, μοιράζουμε μια εθνική ευθύνη και κάνουμε προγραμματισμό και διαχείριση μιας κρίσης”.
Μια παρόμοια δήλωση είχε κάνει προ ολίγων ημερών, στα πλαίσια συνέντευξης τύπου των βουλευτών Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ και η Βάλια Βαγιωνάκη.
Είπε:
“Αυτό που απαιτούμε από τους ξένους – μια αναλογική αντιμετώπιση του ζητήματος – δε μπορούμε να μην το απαιτήσουμε από τον εαυτό μας”.
Προσωπικά, είμαι υπέρ της δημιουργίας δομών φιλοξενίας.
Η πλειοψηφία των κρητικών πιστεύω ότι δεν εναντιώνεται στη δημιουργία δομών στην Κρήτη. Ο αριθμός των 2.000 ανθρώπων δεν είναι μεγάλος. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι ο αριθμός, αλλά οι συνθήκες διαβίωσης.
Θεωρώ ότι θα αποτελέσει μεγάλο λάθος η αποδοχή της λογικής της αναλογικότητας στην Ελλάδα δίχως πιέσεις για εφαρμογή της ίδιας λογικής στην Ευρώπη, υπό το πρίσμα μίας πιθανής κατάρρευσης της Συμφωνίας Ευρώπης – Τουρκίας. Δίχως το δεύτερο σκέλος της εξίσωσης, δηλαδή, δίχως τη διατήρηση της κινητικότητας των προσφύγων προς τις χώρες της Ευρώπης, η λογική της δημιουργίας δομών σε όλη την Ελλάδα θα αποτελέσει ένα μηχανισμό διαμοιρασμού εγκλωβισμένων (πέρα από τη θέλησή τους) προσφύγων και γενίκευσης ενός καθεστώτος παράνομου εγκλεισμού τους υπό άθλιες συνθήκες διαβίωσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα δέχεται πιέσεις και από τις δύο πλευρές. Από την Ευρώπη που δεν αποδέχεται τις ευθύνες που έχει αναλάβει και την Τουρκία που εκβιάζει για προνόμια και οφέλη πάνω σε αυτή τη μη βούληση για αποδοχή της ευθύνης. Στο ενδιάμεσο βρίσκεται η Ελλάδα και οι πρόσφυγες οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως μοχλός πίεσης.
Η Ελλάδα φαίνεται αδύναμη να αλλάξει την στάση των ευρωπαϊκών χωρών, όμως γίνεται ο αποδέκτης του ρεύματος των προσφύγων, οι οποίοι, με κλειστά πλέον τα σύνορα, παραμένουν εγκλωβισμένοι στη χώρα. Με την απουσία ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, δομών και ανθρώπων για να προχωρήσουν οι διαδικασίες, ζούνε σε ένα καθεστώς παράνομου εγκλεισμού στη χώρα. Λογικά, οι εικόνες εξαθλίωσης πληθαίνουν, όπως και οι δίκαιες διαμαρτυρίες των προσφύγων για τον παράνομο εγκλεισμό τους. Η εξαθλίωση στις δομές που δημιουργεί διαμαρτυρίες, δημιουργεί μετά αντιδράσεις και στις τοπικές κοινωνίες που αισθάνονται ότι υποβαθμίζεται ο τόπος τους από την ύπαρξη τέτοιων δομών. Σε αυτό το έδαφος ανθίζει η ακροδεξιά. Αυτό το φαινόμενο δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε όλη τη χώρα, στα πλαίσια της εφαρμογής μίας αναλογικότητας δίχως εγγυήσεις.
Και ο προβληματισμός είναι πιο έντονος, εφόσον το σενάριο της κατάρρευσης της Συμφωνίας Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης για το προσφυγικό δεν είναι απλά ένα υπαρκτό αλλά ένα αρκετά πιθανό σενάριο.
Ζούμε σε μία Ευρώπη φοβική και φοβισμένη, που επικρατεί η λογική της λιτότητας που διατηρεί τα υπερκέρδη των λίγων, εξουθενώνει τους πολλούς και ευνοεί την άνοδο ακροδεξιών λογικών.
Όμως, εφόσον δεν υπάρχει σχέδιο διεξόδου ή εκφρασμένη θέληση εξόδου από την Ευρώπη οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα που είναι διαμορφωμένη και να πράξουμε ανάλογα με αυτή την πραγματικότητα και όχι με αυτό που θα θέλαμε να είναι η Ευρώπη.
Στην Ευρώπη των εκβιασμών και των απειλών, η Ελλάδα πρέπει να απαιτήσει ακόμα και να εκβιάσει την Ευρώπη με όπλο τη χορήγηση εγγράφων στους πρόσφυγες με αντάλλαγμα αυτά που όφειλε η Ευρώπη να δώσει δίχως εκβιασμούς. Δηλαδή, ουσιαστική χρηματοδότηση με βάθος χρόνου, υλικοτεχνική υποδομή και εκπαιδευμένο προσωπικό για την άρτια λειτουργία των δομών φιλοξενίας των προσφύγων, όπως ορίζει το Διεθνές Δίκαιο και οι κανόνες που ισχύουν ακόμα στην Ευρώπη. Για να λειτουργούν, δηλαδή, ως δομές φιλοξενίας και όχι ως στρατόπεδα εγκλεισμού.
Επίσης, η Ελλάδα θα πρέπει να λάβει ξεκάθαρες υποσχέσεις για αναλογική αντιμετώπιση ενός νέου πιθανού προσφυγικού ρεύματος από την Τουρκία μέσω της Ελλάδας για την Ευρώπη. Δε μπορεί να σηκώσει μόνη της η Ελλάδα το πιθανό κόστος μίας τέτοιας μετακίνησης.
Οποιαδήποτε άλλη λύση, ή η αποδοχή μιας κατάστασης και η υπερίσχυση λογικών διαχείρισης όπως ισχύει ως σήμερα, δε θα είναι εις όφελος της ελληνικής κοινωνίας, δε θα είναι εις όφελος των προσφύγων και σε σύντομο χρόνο θα δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα.
Η αξιοπρεπή διαβίωσή των προσφύγων, δεν είναι ζητούμενο μόνο για αυτούς τους ανθρώπους αλλά και για τις τοπικές κοινωνίες, για την ίδια τη χώρα.
Ναι λοιπόν σε δομές στην Κρήτη, όμως δομές όπως πρέπει να λειτουργούν, που θα δίνουν λύσεις.
Αυτή είναι η λύση που οφείλουμε πρώτ’ απ’ όλα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους σα τον Γιουσέφ και την οικογένειά του. Η λύση που ως κοινωνία πρέπει να απαιτήσουμε και για όλους τους συνανθρώπους μας που έχουν πληγεί από την κρίση.
Σημείωση: Ο Γιουσέφ με την οικογένειά του κατάφερε να φθάσει στη Γερμανία. Δουλεύει εκεί σα γιατρός σε νοσοκομείο, ενώ τα παιδιά του πηγαίνουν στο σχολείο. Στέλνει χαιρετισμούς σε όσους τον στήριξαν στα Χανιά.