Η ψυχολόγος και μόνιμος κάτοικος και πολίτης Γερμανίας Τριανταφυλλιά Thiesing-Κωστοπούλου εξηγεί σε αυτό το κατατοπιστικό κείμενο γιατί οι αναφορές στο ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας απωθούνται από τον γερμανικό λαό και πού οφείλεται η «συναισθηματική ακαμψία» μπροστά στην ολοκληρωτική καταστροφή που προκάλεσαν οι ναζί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η ίδια «συναισθηματική ακαμψία» που και σήμερα μετατρέπει τον Γερμανικό λαό σε τόσο αποδοτικό αλλά και τόσο τυφλό στον πόνο και στην καταστροφή που προκαλούν οι πολιτικές λιτότητας που επιβάλλουν οι ηγεσίες τους σε άλλους λαούς. Όπως στον Ελληνικό λαό.
Διαβάστε το κείμενο που έχει μεγάλο ενδιαφέρον:
Η υπέρβαση και η απώθηση του ναζιστικού παρελθόντος στη Γερμανία
– μια ψυχολογική προσέγγιση –
της Τριανταφυλλιάς Thiesing-Κωστοπούλου
Πριν αρχίσω θέλω να τονίσω, πως πεποίθηση μου είναι, πως τα δίκαια αιτήματα ως προς της γερμανικές οφειλές προς την Ελλάδα στερούνται πολιτικής βούλησης τόσο από μεριάς της Γερμανικής κυβέρνησης, όσο και της ελληνικής.
Θέλω σήμερα να περιγράψω κάτι που πιστεύω πως μπορεί να είναι χρήσιμο, αν το λάβουμε υπόψη, έστω στο πίσω μέρος του μυαλού μας, στις διαπραγματεύσεις ή συνομιλίες μας με τους Γερμανούς, όταν προβάλλουμε τα δίκαια αιτήματα των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα.
Πέρυσι το Μάιο, ο Μανώλης Γλέζος απευθύνθηκε με μια συγκλονιστική επιστολή στους αναγνώστες της μεγάλης σε κυκλοφορία γερμανικής εφημερίδας “die Welt“, που συγκίνησε κάθε Έλληνα που τη διάβασε.
Ωστόσο, τα σχόλια των Γερμανών αναγνωστών ήταν ως επί το πλείστων επικριτικά και σε κάποιο βαθμό, εμετικά. Διαβάζοντας τα σχόλια, έρχονταν συνεχώς στο νου μου, τα λόγια του εβραίου, Γερμανού ζωγράφου Μαξ Λίμπερμαν, που στις 30 Ιανουαρίου του 1933, στο αντίκρισμα των πυρσοφόρων, υμνητών του Χίτλερ, ξεστόμισε: «Μου είναι αδύνατο να φάω τόσο, όσο για να ξεράσω».
Κατά την προσωπική μου κρίση, η επιστολή του Μανώλη Γλέζου μίλησε στην ψυχή του μέσου Έλληνα. Μίλησε, όμως, και στην ψυχή του μέσου Γερμανού;
Εικάζω πως όχι, δεν μίλησε στην ψυχή του μέσου Γερμανού. Αντιθέτως, κινητοποίησε αντανακλαστικά άμυνας, τα οποία εκφράστηκαν με επίθεση, μείωση της προσωπικότητας του Έλληνα και με κατηγορίες ενάντιων του. Σε κάποια σχόλια μάλιστα, μού δημιουργήθηκε η εντύπωση πως δεν συγχωρούν στο Μανώλη Γλέζο ότι ακόμη ζει.
(Σχετικά με τις κατηγορίες ενάντια στους Έλληνες, έχω να πω πως δυστυχώς εκτός από την εξαιρετική δουλειά που έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν τα Γερμανικά ΜΜΕ και η γερμανική κυβέρνηση προς αυτή την κατεύθυνση, μπορούν οι Γερμανοί να στηρίξουν τις κατηγορίες τους και στην πλέον έγκυρη πηγή, τον πρώην Έλληνα πρωθυπουργό, Γιώργο Παπανδρέου, που μίλησε με την τότε ιδιότητά του, με τα πλέον απαξιωτικά σχόλια για τους Έλληνες.)
Επιστρέφοντας στην επιστολή Γλέζου, αναρωτήθηκα: γιατί δεν άγγιξε τη ψυχή του μέσου Γερμανού; Για την απάντηση, θα βασιστώ στους δυο μεγάλους, Γερμανούς ψυχαναλυτές, την Margarete και τον Alexander Mitscherlich.
(Στο σημείο αυτό, να σας πω πως ο Alexander Mitscherlich κατέθεσε στη Δίκη της Νυρεμβέργης εναντίον συναδέλφων του ναζιστών, με αποτέλεσμα στη μεταπολεμική Γερμανία, που εννοείται πως προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της, να μην τον αφήσουν να πάρει έδρα στο πανεπιστήμιο της Χαϊλδεβέργης, όπου δίδασκε. Τελικά κατόρθωσε να πάρει έδρα στη Φρανκφούρτη, καθώς ήταν φίλος των Αντόρνο και Χορκχάιμερ, αλλά και πάλι όχι ως καθηγητής ιατρικής, αλλά φιλοσοφίας)
Τη δεκαετία του ’60, δεν μπορούσε να βγει από το νου του Alexander Mitscherlich το ερώτημα:
Πώς μπορούν οι Γερμανοί, μετά από αυτά τα εγκλήματα να συνεχίζουν να ζουν κανονικά, σαν να μην είχαν οι ίδιοι καμία σχέση με τα όσα συνέβησαν;
Ως ψυχαναλυτής, είχε πάντα να κάνει με ασθενείς που ήταν αξιωματικοί των ναζί ή μέλη των SS.
Αυτό που τον απασχολούσε ήταν πως δεν φαινόταν να έχουν κανένα ίχνος τύψης, ενοχής ή ντροπής. Δεν μπορούσε να επεξηγήσει την έκταση της απάθειας και της ηθικής αδιαφορίας, μπροστά στη φρίκη της γενοκτονίας, επικεντρώνοντας στον αυταρχικό χαρακτήρα του γερμανικού λαού και στη λατρεία του προς την τάξη και την εξουσία.
Κατέληξε μάλιστα στο συμπέρασμα, πως αυτοί οι ασθενείς ήταν αντιπροσωπευτικοί για αυτό που χαρακτηρίζει το σύνολο της γερμανικής κοινωνίας και όχι μόνο μεμονωμένα περιστατικά. Τα αποτελέσματα όλης αυτής της εμπειρίας τους, το ζεύγος Mitscherlich τα δημοσίευσε το 1967, σε ένα βιβλίο που συγκλόνισε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλο τη μεταπολεμική γερμανική κοινωνία και που έγινε μπεστ σέλερ. Τίτλος του βιβλίου: «Η ανικανότητα του να πενθείς».
Στο βιβλίο αυτό οι Mitscherlich λένε:
«Ο πόλεμος είχε χαθεί. Τεράστιες οι καταστροφές στη Γερμανία και βουνό τα συντρίμμια. Και όμως το γεγονός αυτό δεν διείσδυσε πλήρως στη συνείδησή μας. Αμέσως, με τα πρώτα σημάδια επανενδυνάμωσης της πολιτικής μας επιρροής και της οικονομικής μας δύναμης, άρχισε να εκδηλώνεται όλο και περισσότερο πλέον ελεύθερα μια φαντασίωση για το τι συνέβη και όχι το τι πραγματικά συνέβη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέσα από αυτή την άρνηση του τι συνέβη στο τρίτο Ράιχ, απαλλαχτήκαμε την ίδια στιγμή και από το να αναγνωρίσουμε τις συνέπειες!
Από ένα επιθετικό έθνος, υπό τον οπισθοδρομικό εθνικοσοσιαλισμό, μετατραπήκαμε φαινομενικά σε ένα απολιτικό, συντηρητικό έθνος. Ένα έθνος που ανέπτυξε πάρα πολύ μικρό ψυχολογικό ενδιαφέρον για τα κίνητρα που το έκαναν υποστηρικτή ενός ηγέτη όπως ο Χίτλερ, που το οδήγησε στη μεγαλύτερη υλική και ηθική καταστροφή. Εξίσου μικρό ήταν και το ενδιαφέρον μας για την αναδιοργάνωση της κοινωνίας μας.
Τι κάναμε λοιπόν; Συγκεντρώσαμε όλη μας την ενέργεια στην αποκατάσταση των καταστροφών και στην επέκταση της βιομηχανικής δύναμης.
Η αποκατάσταση της οικονομίας ήταν το αγαπημένο μας παιδί. Η αγαπημένη μας ασχολία.
Αντί μιας πολιτικής επεξεργασίας του παρελθόντος, ως μια μικρή προσπάθεια επανόρθωσης, πραγματοποιήσαμε μια εκρηκτική ανάπτυξη της γερμανικής βιομηχανίας και μόνο!
Από την άλλη, είναι σαφές ότι η δολοφονία εκατομμυρίων ανθρώπων δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί. Ωστόσο, η απόκρουση της συλλογικής ενοχής, είτε ως ενοχή της πράξης είτε ως ενοχή της ανοχής, έχει αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη της στο χαρακτήρα μας.
Αυτό που παρατηρείται είναι πως όποτε παίζουν σημαντικό ρόλο ψυχολογικοί μηχανισμοί απόκρουσης, όπως άρνηση και απώθηση, στην επίλυση συγκρούσεων – είτε πρόκειται για άτομο είτε πρόκειται για συλλογικότητες – τότε σχεδόν πάντα περιορίζεται η αντίληψη της πραγματικότητας και εξαπλώνονται στερεοτυπικές προκαταλήψεις. Οι προκαταλήψεις αυτές προστατεύουν τη διαδικασία άρνησης και απώθησης, η οποία με τη σειρά της ενισχύει τις προκαταλήψεις.
Η υπέρβαση του παρελθόντος προϋποθέτει μια σειρά γνωστικών σταδίων. Ο Freud κατονομάζει τα στάδια αυτά ως «Ανάμνηση, επανάληψη, επεξεργασία»…
Αυτό που συμβαίνει είναι πως το περιεχόμενο μιας μοναδικής μνήμης, ακόμα κι αν συνοδεύεται από έντονα συναισθήματα, ξεθωριάζει γρήγορα. Γι’ αυτό είναι αναγκαίες οι επαναλήψεις εσωτερικών συγκρούσεων και η κριτική μελέτη αυτών, για να ξεπεραστούν οι δυνάμεις της αυτοπροστασίας, που λειτουργούν ενστικτωδώς και ασυνείδητα μέσω της λήθης, της άρνησης, της προβολής και άλλων παρόμοιων αμυντικών μηχανισμών.»
Η αλήθεια είναι πως για τη μεγάλη πλειοψηφία των Γερμανών, η περίοδος του ναζισμού αντιμετωπίζεται ως μια… ίωση, που πέρασε στην παιδική ηλικία, παρόλο που αρχικά υπό τη φροντίδα του «ηγέτη» ζούσε μια συλλογική ευχαρίστηση. Ήταν θαυμάσιο να πιστεύεις πως είσαι μέλος ενός εκλεκτού λαού, να πιστεύεις στην ιδέα του εαυτού σου ως υπερανθρώπου!
Αυτή η πίστη δεν κλονίστηκε οπωσδήποτε αργότερα.
Απόδειξη πως δημοσιεύσεις σε βιβλία και εφημερίδες με απόψεις πως ό, τι έγινε στο ναζιστικό παρελθόν, έγινε υπό την πίεση κακόβουλων εξωτερικών παραγόντων, βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση στη μεταπολεμική Γερμανία. Τέτοια δημοσιεύματα συνέβαλαν στο να καταπραΰνουν πιθανές ενοχές ή και πιθανό αίσθημα ντροπής που πηγάζουν από το ναζιστικό παρελθόν.
Μια τέτοια στάση σημαίνει πως επιλέγουμε να μένουν στη μνήμη μας μόνο τα… κατάλληλα για μας κομμάτια του παρελθόντος. Γεγονότα, στα οποία εμπλεκόμαστε ενοχικά απωθούνται, η σημασία τους αναθεωρείται, η ευθύνη καταλογίζεται σε άλλους και σε καμία περίπτωση δεν δεχόμαστε πως συνδέονται με την ταυτότητά μας. Απεναντίας, οι νικηφόρες επιδρομές δοξάζονται, σπάνια μνημονεύεται η ανευθυνότητα απέναντι στη μεγαλομανία, που στο βωμό της θυσιάστηκαν εκατομμύρια άνθρωποι, ακόμη και Γερμανοί.
Στο διαχωρισμό σε ευχάριστα και μη ευχάριστα μνημονευμένα, καταναλώνεται πολύ σημαντική ποσότητα ψυχικής ενέργειας. Ψυχική ενέργεια που βοηθάει στην προστασία του εαυτού από σοβαρές, βαριές τύψεις, αλλά και αμφιβολίες ως προς την αυτοεκτίμηση. Και φυσικά δεν υπολείπεται αρκετή ψυχική ενέργεια και για την υπέρβαση του παρελθόντος. Το ότι στη μεγάλη μάζα του πληθυσμού παρατηρήθηκαν μόνο λίγα σημάδια μελαγχολίας ή θλίψης ή πένθους, αποδίδεται σε αυτή ακριβώς τη συλλογική άρνηση και απώθηση του παρελθόντος.
Αν θέλουμε να μιλήσουμε για ψυχολογικά συμπτώματα, μπορούμε ίσως να ερμηνεύσουμε το πείσμα με το οποίο άρχισε άμεσα η απομάκρυνση των συντριμμιών ως μια μανιακή κατάσταση. Το πείσμα, όμως, αυτό δεν ερμηνεύτηκε ως μανιακή κατάσταση, αλλά αποδόθηκε περισσότερο στην εργατικότητα των Γερμανών. Πάλι δηλαδή έχουμε αντιστροφή μιας δυσάρεστης αλήθειας σε προτέρημα.
Από τη μεριά μας, ίσως μπορούμε με αυτή τη μανιακή κατάσταση άμυνας να εξηγήσουμε το πώς η πληροφορία για το μεγαλύτερο έγκλημα στην ιστορία, δεν προκαλεί, ακόμη και σήμερα, την συγκίνηση ή παρόμοια συναισθήματα.
Αυστηρά μιλώντας, μπορούμε να πούμε πως οι Γερμανοί, για να διατηρούσουν μακριά από τον εαυτό τους το συντριπτικό φορτίο της ενοχής, αντέδρασαν κατ’ αρχάς, με συναισθηματική ακαμψία. Μ’ αυτή ακριβώς τη συναισθηματική ακαμψία αντίκρισαν τα βουνά των πτωμάτων, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, την εξαφάνιση Γερμανών στρατιωτών στην αιχμαλωσία, τις πληροφορίες για τη δολοφονία εκατομμυρίων Εβραίων, Πολωνών Ρώσων, τη δολοφονία των πολιτικών αντιπάλων από τις τάξεις των ίδιων των Γερμανών. Με αυτή την ακαμψία μπόρεσαν να αποστραφούν συναισθηματικά το παρελθόν. Ένα παρελθόν, που προβάλλεται πλέον ως κάτι εξωπραγματικό, σαν ένα όνειρο. Αυτή η στάση, έθεσε αυτόματα σε λειτουργία το μηχανισμό της εξουδετέρωσης και του σχεδόν ακόμη ορατού Γ΄ Ράιχ και στη συνέχεια επέτρεψε στους Γερμανούς, χωρίς σημάδια πληγωμένης περηφάνιας, να ταυτιστούν εύκολα με τους νικητές. Επιπρόσθετα, η αλλαγή ταυτότητας συνέβαλε στην αποτροπή της επιρροής των συναισθημάτων και οδήγησε στη μανιακή αναίρεση του παρελθόντος και την στροφή σε τεράστιες συλλογικές προσπάθειες προς την ανοικοδόμηση.
Αλλά και το ζεύγος Mitscherlich τονίζει πως αν οι Γερμανοί δεν καταφέρουν να απαλλαγούν από τις ιστορικές στερεοτυπικές προκαταλήψεις, θα μείνουν παγιδευμένοι σε ψυχοκοινωνική ακινησία, όπως ένας ασθενής με σοβαρή παράλυση. Και μέσα από αυτή την ψυχοκοινωνική ακινησία θα αντιμετωπίζουν τους ζώντες και επιζώντες. Όσο η συνεχής λογοκρισία της συνείδησής τους δεν επιτρέπει να ξεπηδήσει η οδυνηρή μνήμη, και όσο το παρελθόν δεν αντιμετωπίζεται στην αλήθεια του, δεν είναι δυνατό να αναπτυχθεί πένθος. Αντιθέτως, αναγκαία είναι μια συστημική και μακρόχρονη απελευθέρωση από αντικειμενικές σχέσεις με ανθρώπους και ιδανικά του παρελθόντος. Αν δεν γίνει αυτό, τότε θα συνεχίσουν να επιδρούν ασυνείδητα τα παλιά ιδανικά, που στον εθνικοσοσιαλισμό είχαν προκαλέσει την μοιραία στροφή της γερμανικής ιστορίας.
Οι Mitscherlich διατυπώνουν πως δεδομένης της ισχυρής ταύτισης με τον Χίτλερ, μετά τον πόλεμο και λόγω αυτής της απώλειας, οι Γερμανοί θα είχαν κάθε λόγο να πέσουν συλλογικά στην μελαγχολία ή να αναπτύξουν σοβαρές ψυχικές ασθένειες. Το ίδιο ισχύει και για το τεράστιο χρέος, που, το αργότερο το 1945, ήταν ορατό σε όλους. Ωστόσο, αυτό δε συνέβη.
Για τους Mitscherlich, ο λόγος είναι πως οι Γερμανοί συμπεριφέρθηκαν σαν μικρά παιδιά που έκαναν ένα λάθος. Και έτσι απλά, απώθησαν την ενοχή τους.
Και συνεχίζουν: Όπου υπάρχει χρέος, ενοχή , περιμένουμε μετάνοια και την ανάγκη για αποκατάσταση, για επανόρθωση. Όποιος υποστεί απώλεια, θρηνεί. Όταν τραυματίζεται το ιδανικό μας, είναι η ντροπή η φυσική συνέπεια. Ωστόσο, αυτό που έγινε ήταν πως η άρνηση επεκτάθηκε στις περιπτώσεις ενοχής, θλίψης και ντροπής. Οι Mitscherlich παρατηρούν πως η μνήμη χρησιμοποιείται μόνο ως εργαλείο συμψηφισμού της δικής τους ενοχής κατά την ενοχή του άλλου και όλα τα υπόλοιπα απωθούνται από αυτή.
Το συμπέρασμα των Mitscherlich είναι πως το κίνητρο γι’ αυτό που παρατήρησαν στη γερμανική κοινωνία, αποδίδεται καθαρά στην ανάγκη της αυτοπροστασίας. Αλλά οποίος δεν είναι σε θέση να θρηνήσει για την απώλεια του ηγέτη από τη μία πλευρά και για τα εκατομμύρια των θυμάτων από την άλλη, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε το παρόν ούτε το μέλλον. Μένει εγκλωβισμένος στην ψυχολογική του ακαμψία.
Αν και το βιβλίο των Mitscherlich είναι από το 1967, μπορώ με ήσυχη τη συνείδηση να διατυπώσω πως ακόμη και σήμερα η πλειοψηφία της γερμανικής κοινωνίας είναι άκαμπτη ως προς το ναζιστικό παρελθόν και το χρέος που απορρέει από αυτό. Και δεν έχει αναπτύξει την ικανότητα να πενθεί. Έτσι εξηγώ και τα σχόλια των αναγνωστών στη Welt, σε σχέση με την επιστολή του Μ. Γλέζου.
Ο ρόλος των ΜΜΕ και της γερμανικής πολιτικής ως προς την κληρονομιά και το χρέος απέναντι στην Ελλάδα είναι γνωστός και δεν θα τον σχολιάσω. Θέλω μόνο να αναφερθώ στο ρόλο της παιδείας: Μέχρι σήμερα, μετά από 12 χρόνια σχολικής εκπαίδευσης, ο Γερμανός δεν διδάσκεται τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σε όλο του το φάσμα. Το μάθημα της ιστορίας στα σχολεία περιλαμβάνει: άνοδο του φασισμού, αίτια κλπ., εισβολή στην Πολωνία, Στάλινγκραντ, εξόντωση των Εβραίων, ίσως και για πολιτικούς αντιπάλους των Ναζί, και το επόμενο κεφάλαιο είναι ο ψυχρός πόλεμος. Ο μέσος Γερμανός δεν γνωρίζει τίποτα για την κατοχή άλλων κρατών, όπως η Ελλάδα.
Ακόμη παρατηρώ πως η ελλιπής ενασχόληση με το ναζιστικό παρελθόν, η απώθηση οποιουδήποτε ίχνους λύπης ή μετάνοιας συνοδεύεται πλέον και με απόλυτη αδιαφορία. Χαρακτηριστικά αναφέρω το εξής παράδειγμα: λίγο πριν την επιστολή του Μανώλη Γλέζου, υπήρξε στην ίδια εφημερίδα μια συνέντευξή του. Σε αυτήν, ο Γλέζος αναφερόταν στον Μαξ Μέρτεν, τον Γερμανό υπεύθυνο για την εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης – γνωστό και ως «ο χασάπης της Θεσσαλονίκης». Υποθέτω πως ο δημοσιογράφος δεν άκουσε καλά το όνομα του σφαγέα «Μέρτεν», καθώς στο κείμενο έγραψε «Μέρτελ» και μάλιστα πολλές φορές. Φαίνεται, λοιπόν, πως ούτε ήξερε αλλά ούτε είχε καν την παραμικρή, έστω και δημοσιογραφική, περιέργεια να μάθει για ποιον Μέρτεν μιλούσε ο Γλέζος. Και έτσι ο Μέρτεν… έγινε Μέρτελ.
Και κλείνω λέγοντας πως η ενασχόληση με το ναζιστικό παρελθόν δεν επιφέρει πάντα μόνο θετικά αποτελέσματα: άνθρωποι που ασχολήθηκαν και πρωτοπόρησαν το Μάη το ’68 ενάντια στους ναζί πατεράδες τους ή υπήρξαν δριμείς κατήγοροι της δράσης τους, όπως ο ευρωβουλευτής Ντανιέλ Κον Μπεντιτ (γνωστός τότε και ως ο «κόκκινος Ντάνι») και ο πρώην υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας, Γιόσκα Φίσερ, χρησιμοποίησαν το ναζιστικό παρελθόν για να πείσουν το γερμανικό λαό να πάρει μέρος ξανά σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Τον πόλεμο ενάντια στη Γιουγκοσλαβία. Το επιχείρημα;… «Ως Γερμανοί έχουμε χρέος να μην επιτρέψουμε άλλο Άουσβιτς». Και έτσι, το «μετά το 45 ποτέ πια πόλεμος», μετατράπηκε από κεί και πέρα στο «κανένας πόλεμος χωρίς τη Γερμανία!». Και μάλιστα στο όνομα της αποφυγής ενός ακόμα Άουσβιτς.
(Ελπίζω να μην δημιουργήθηκε η εντύπωση πως κάνω διαχωρισμό σε κακούς Γερμανούς και καλούς Έλληνες. Θέλω απλώς να επιστήσω την προσοχή στο ότι είμαστε διαφορετικοί, χωρίς καμιά περαιτέρω αξιολόγηση.
Από τη δουλειά μου με ομάδες διαφόρων εθνικοτήτων γνωρίζω πως η άγνοια της διαφορετικής πολιτισμικής ταυτότητας του άλλου μπορεί εύκολα να σταθεί εμπόδιο στις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, με αποτέλεσμα να μην επιτευχθεί τελικά η λύση που και οι δυο μεριές επιδιώκουν.)