O Μπέρνι Σάντερς, ανεξάρτητος γερουσιαστής από το Βερμόντ αυτοαποκαλούμενος «δημοκρατικός σοσιαλιστής», υποψήφιος για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος για την Προεδρία των ΗΠΑ, στις εκλογές του 2016 και στις εκλογές του 2020, πραγματοποιεί περιοδεία στις ΗΠΑ μαζί με την Αλεξάντρια Οκάζιο-Κορτές, με στόχο την ανασυγκρότηση του προοδευτικού κινήματος. Σε συνέντευξή του στον Guardian, καταφέρεται κατά των Δημοκρατικών για την αδυναμία τους να εμπνεύσουν ένα ουσιαστικό όραμα για τους εργαζόμενους και εξηγεί γιατί θεωρεί ότι οι Ρεπουμπλικανοί έχουν υποκύψει στον αυταρχισμό του Τραμπ.

Ο Σάντερς θεωρεί πως το φαινόμενο Τραμπ οφείλεται στην πραγματική αγωνία των εργαζομένων, την οποία ο πρώην πρόεδρος κ. Μπάιντεν εκμεταλλεύτηκε υποκριτικά: «Το σύστημα δεν δουλεύει για την εργατική τάξη. Ο Τραμπ το καταλαβαίνει αυτό, αλλά οι λύσεις που προτείνει του θα επιδεινώσουν τα πράγματα» λέει χαρακτηριστικά.

Ο ίδιος επαναλαμβάνει συχνά ένα βασικό του μότο: «Το 60% των Αμερικανών ζει με το άγχος του μισθού, δηλαδή από μισθό σε μισθό». Αυτή η ανισότητα αποτελεί, σύμφωνα με τον ίδιο, την έκφραση ενός διαρκούς ταξικού πολέμου στον οποίο «οι πλούσιοι έχουν κηρύξει πόλεμο στους από κάτω». Οι Δημοκρατικοί, αντί να αντιμετωπίσουν αυτήν την πραγματικότητα, αρκούνται στο να λένε ότι ο Τραμπ είναι επικίνδυνος και αυτό δεν είναι αρκετό, κατά τον Σάντερς.

Καθολική υγειονομική περίθαλψη, δωρεάν δημόσια παιδεία, κοινωνική στέγαση, στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

Ο Σάντερς είναι σφοδρός επικριτής της ηγεσίας των Δημοκρατικών, χωρίς όμως να επιτίθεται προσωπικά στον Μπάιντεν ή την Χάρις. Αντίθετα, δείχνει απογοήτευση για την καμπάνια του 2020 και του 2024. Το 2020, παρότι είχε κερδίσει τις πρώτες τρεις πολιτείες, το κόμμα ένωσε τις δυνάμεις του γύρω από τον Μπάιντεν. Το 2024 στήριξε ενεργά την Κάμαλα Χάρις, αλλά δηλώνει πικραμένος: «Παρακαλέσαμε να επικεντρωθεί η εκστρατεία στις ανάγκες των εργαζομένων, όμως οι σύμβουλοι προτίμησαν ένα πιο συντηρητικό αφήγημα. Η φωνή μου δεν εισακούστηκε».

Ο Σάντερς ανατρέχει στις ρίζες του – προέρχεται από μετανάστες Εβραίους γονείς, έχει βιώσει προσφυγιά από τα πογκρόμ της Ρωσίας και το Ολοκαύτωμα – και μιλά με υπερηφάνεια για την κληρονομιά του New Deal*. Το όραμά του είναι μια ανανεωμένη σοσιαλδημοκρατία: καθολική υγειονομική περίθαλψη, δωρεάν δημόσια παιδεία, καθολική παιδική φροντίδα, στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σχέδιο για την κοινωνική στέγαση. Όμως, όπως λέει, «κανένας Δημοκρατικός δεν τα υπερασπίζεται αυτά καθαρά».

Ποιοι στηρίζουν τα σχέδια Τραμπ και λογοκρίνουν τους αντιπάλους του;

Η ανησυχία του Σάντερς δεν περιορίζεται στον Τραμπ, αλλά στο πλαίσιο που τον ενισχύει. Η Heritage Foundation, δεξαμενή σκέψης των Ρεπουμπλικανών, εξέδωσε το Project 2025, ένα σχέδιο για το πώς θα ξηλωθεί το κράτος δικαίου και να εγκαθιδρυθεί ένα αυταρχικό καθεστώς. Σε αυτό περιλαμβάνονται προτάσεις για μαζικές απελάσεις μεταναστών χωρίς καν δίκη, κατάργηση δικαιωμάτων ΛΟΑΤΚΙ+, περιορισμός των αμβλώσεων, άρνηση της κλιματικής κρίσης και κατάργηση των εμβολίων. Ο Σάντερς τονίζει πως αυτή η τρομακτική προοπτική υποστηρίζεται από πολυεκατομμυριούχους, ανώνυμους χορηγούς και έναν στρατό από πρόθυμους τεχνοκράτες.

«Το πιο ανησυχητικό», λέει, «είναι το πόσο εύκολα και γρήγορα υπέκυψαν άνθρωποι του συστήματος». Φέρνει παραδείγματα όπως την Washington Post, όπου η συντακτική ομάδα εξαναγκάστηκε σε παραίτηση επειδή στήριζε την Χάρις, ή την ABC και την CBS, που συνθηκολόγησαν νομικά απέναντι σε μηνύσεις του Τραμπ. Ακόμα και πανεπιστήμια, όπως το Χάρβαρντ, δέχονται πιέσεις να σιωπήσουν, τονίζει.

Ο ρόλος του χρήματος στην πολιτική είναι, σύμφωνα με τον Σάντερς, καταλυτικός. Οι υποψήφιοι φοβούνται να μιλήσουν ανοιχτά για κρίσιμα ζητήματα – από τη Γάζα μέχρι τη φορολόγηση των πλουσίων – λόγω της επιρροής των Super PACs (Super Political Action Committees, είναι οργανισμοί πολιτικής χρηματοδότησης στις Ηνωμένες Πολιτείες που μπορούν να συγκεντρώνουν και να δαπανούν απεριόριστα ποσά χρημάτων για να επηρεάσουν εκλογικές αναμετρήσεις) και της απειλής πολιτικής «τιμωρίας» από δισεκατομμυριούχους όπως ο Ίλον Μασκ. Η AIPAC, για παράδειγμα, ξόδεψε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια ενάντια σε Δημοκρατικούς υποψηφίους που θεωρούσε πως δεν ήταν αρκετά φιλοϊσραηλινοί!

Το Ισραήλ κυβερνούν ακροδεξιοί ρατσιστές

Αναφορικά με τη Γάζα, ο Σάντερς είναι σαφής: «Το Ισραήλ σήμερα δεν είναι το Ισραήλ του παρελθόντος. Κυβερνάται από ακροδεξιούς ρατσιστές που παραβιάζουν τόσο το αμερικανικό όσο και το διεθνές δίκαιο». Αν και επικρίθηκε στο παρελθόν επειδή δεν χρησιμοποίησε τον όρο «γενοκτονία» ή δεν κάλεσε άμεσα σε κατάπαυση του πυρός, ο Σάντερς πλέον εκφράζεται δημόσια με σαφήνεια, χωρίς να αφήνει περιθώρια να κατηγορηθεί για ίσες αποστάσεις.

Από τον Μάρτιο, ο ίδιος και η Οκάζιο-Κορτές περιοδεύουν στις ΗΠΑ σε συγκεντρώσεις με μεγάλη συμμετοχή ακόμα και σε συντηρητικές περιοχές. «Δεν είναι εκστρατεία με στόχο τις εκλογές. Είναι ένα πολιτικό ράλι. Ο κόσμος, ακόμα και σε “κόκκινες” πολιτείες, δεν θέλει ολιγαρχία ή αυταρχισμό», λέει. Παρότι υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ τους συχνά επισημαίνει ότι  «η Αλεξάντρια έρχεται από τον ίδιο χώρο με εμένα».

Τονίζει ότι δεν προσπαθούν να ιδρύσουν τρίτο κόμμα, αλλά να οικοδομήσουν ένα μαζικό κίνημα βάσης, ιδιαίτερα ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών του 2026. Εκτός από την Οκάζιο-Κορτές, αναγνωρίζει και άλλες δυναμικές παρουσίες στο Κογκρέσο όπως η Ιλχάν Ομάρ, η Αϊάννα Πρέσλεϊ και η Ρασίντα Τλάιμπ.

Δηλώνει πως παραμένει αισιόδοξος γιατί έχει την τύχη να αλληλεπιδρά με ανθρώπους που «διψούν για αλλαγή». Όπως και στο βιβλίο του It’s OK to Be Angry About Capitalism (Είναι εντάξει να είσαι θυμωμένος με τον καπιταλισμό), παραμένει πιστός στις βασικές αρχές: «Ο πόλεμος, οι ανισότητες, ο ρατσισμός, η εκμετάλλευση των εργαζομένων δεν είναι καλά πράγματα». Στην πολιτική, δεν χρειάζεται να είναι κάτι καινούριο, λέει: «Αρκεί να είναι γνήσιο κι αληθινό».

Αναφέρεται στις πολιτικές, τα προγράμματα και τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που θεσπίστηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1930 υπό τον πρόεδρο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτ (Franklin D. Roosevelt), ως απάντηση στη Μεγάλη Ύφεση (Great Depression). Αυτές οι πρωτοβουλίες διαμόρφωσαν ριζικά τον ρόλο του κράτους στην οικονομία και την κοινωνία των ΗΠΑ και άφησαν διαχρονικό αποτύπωμα.

Πηγές: Guardian, El Diario

tvxs.gr