Του Νίκου Νικιτίδη *
Αυτή την εποχή αρχίζουν το ταξίδι τους με τα κύματα της θάλασσας τα σπέρματα του κρίνου της θάλασσας.
Ο κρίνος της θάλασσας ενώνει τη σημερινή με την προϊστορική φύση του Αιγαίου. Είναι πασίγνωστος από τις «μινωικές» εικονογραφήσεις της Κρήτης, κυρίως στο ανάκτορο της Κνωσού και από τις μεσοκυκλαδικές τοιχογραφίες της Σαντορίνης.
Ενδιαφέρον έχει ο τρόπος αναπαραγωγής του. Τα μαύρα ανάλαφρα σπέρματά του, που μοιάζουν με κομμάτια κάρβουνου, διασκορπίζονται με τον αέρα στη θάλασσα από τον Νοέμβριο. Οι σπόροι επιπλέουν πάνω στα κύματα και τα ρεύματα τούς διασπείρουν σε άλλες αμμουδιές, όπου θα δώσουν νέα φυτά.
Η κάθε περιοχή στην οποία φύεται ο θαλασσόκρινος του έδωσε και το δικό της όνομα: Στην Αττική, είναι (ήταν δηλαδή) ο «κρίνος του Φαλήρου», στη Χίο ο «κρίνος της Αγίας Μαρκέλλας» και στην Κρήτη το «κρινάκι του Πρίγκηπα».
Ο «θαλασσόκρινος» ή «κρίνος της θάλασσας», είναι πολυετές φυτό, αμμόφιλο και ηλιόφιλο, που χρειάζεται όμως και τη δροσιά που του προσφέρουν οι ψεκάδες της θάλασσας. Το συναντάμε στις αμμώδεις παραλίες και τις αμμοθίνες της Μεσογείου. Τα μακριά, γκριζοπράσινα, γραμμοειδή φύλλα του εμφανίζονται γύρω στον Ιανουάριο και συνήθως ξεραίνονται την εποχή της ανθοφορίας που διαρκεί από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου, ανάλογα με την περιοχή.
Τα μεγάλα, πάλλευκα άνθη του είναι αρωματικά και ανοίγουν από το απόγευμα και μετά, όταν αρχίζει να δροσίζει, προσκαλώντας τη νυχτοπεταλούδα Agrius convolvuli που τα επικονιάζει. Από τον κάθε βλαστό, βγαίνουν από 3 έως 5 άνθη. Είναι βολβόρριζο φυτό και το ριζικό του σύστημα μπορεί να φτάσει και το 1,5 μέτρο βάθος, για να αντλεί υγρασία μέσα από την καυτή άμμο. Οι βαθιές και μακριές ρίζες του βοηθούν στη συγκράτηση της άμμου ενάντια στους ανέμους και τα κύματα. Τα σπέρματά του, που μοιάζουν με μικρά καρβουνάκια, είναι πολύ ελαφριά και παρασύρονται από τον άνεμο και τα κύματα δημιουργώντας αποικίες και σε άλλες παραλίες.
Ο Θεόφραστος τον ονομάζει «βολβό εριοφόρο» επειδή ο δεύτερος χιτώνας του βολβού περιέχει ένα «μαλλί», από το οποίο κατασκεύαζαν παλιά «ποδοπάνια» και ενδύματα. Ο Διοσκουρίδης το ονομάζει «παγκράτιο» (παν+κραταιό) λόγω των φαρμακευτικών του ιδιοτήτων. Λέει πως ο βολβός του είναι πικρός και καυστικός στη γεύση και πως ο χυμός του, όταν προστίθεται σε αλεύρι από ρόβι, πλάθεται σε ψωμάκια και ωφελεί όσους πάσχουν από τη σπλήνα τους και από υδρωπικία.
Οι σύγχρονες έρευνες έχουν αποδείξει ότι περιέχει αλκαλοειδή που, σε μικρές ποσότητες εμφανίζουν αντικαρκινική, αντιική, αντιβιοτική, αναλγητική, αντιχολινεργική δράση καθώς και ιδιότητες φυτορμονών. Όμως, σε μεγάλες ποσότητες θεωρούνται τοξικά για τον ανθρώπινο οργανισμό, μέχρι και δηλητηριώδη.
Ίσως, όμως, να ονομάστηκε «παν+κραταιό» λόγω της μεγάλης του αντοχής και του σθένους των σπερμάτων του που διανύουν συχνά μεγάλες αποστάσεις μέσα στη θάλασσα και που, όταν βρουν το κατάλληλο έδαφος, μπορούν να παραμείνουν θαμμένοι έως και 4 χρόνια μέχρι να βλαστήσουν.
Η πρώτη παράσταση του Παγκράτιου αναφέρεται από τον Έβανς, ο οποίος την ανακάλυψε το 1896 στις ανασκαφές που έκανε στο κτιριακό συγκρότημα της Κνωσού. Στην Κνωσό συναντάμε παραστάσεις του σε τοιχογραφίες του ανακτόρου και σε μια λεπίδα μινωικού ξίφους του 19ου αιώνα π.Χ.
Αργότερα, αναφέρθηκε και από τον Μαρινάτο (1967 – 1972) κατά τις ανασκαφές στο Ακρωτήρι της Θήρας, όπου απεικονίζεται σε μια τοιχογραφία της «οικίας των γυναικών».
Στις ελληνικές παραλίες, σχηματίζει μεγάλους, πανέμορφους πληθυσμούς. Προστατεύεται με Προεδρικό Διάταγμα της δεκαετίας του ’80, που όμως δεν έχει αναθεωρηθεί σύμφωνα με τις συνθήκες που επικρατούν στις ελληνικές παραλίες τα τελευταία χρόνια. Λόγω της τουριστικής τους «αξιοποίησης», οι βιότοποί του κινδυνεύουν σοβαρά και αρκετοί έχουν καταστραφεί ήδη.
Η φωτογραφία με τον ανθισμένο θαλασσόκρινο είναι από την Αττική και οι άλλες δύο από την Αμοργό.
Pancratium maritimum L. 1753
Ετυμολογία:
Pancratium > παν (πας, πάσα) + κρατέω ==> επειδή υπερνικά τις ακραίες συνθήκες του οικοτόπου του, (ξηρές και υφάλμυρες αμμουδιές) και παραμένει πάντα κραταιό.
maritimum > mare (λατιν.) θάλασσα = παραθαλάσσιο.