Αποδομείται η υπερασπιστική γραμμή του 61χρονου κατηγορούμενου για τον φόνο της 6χρονης Στέλλας, περί «κακιάς ώρας», με την έρευνα των αρχών να οδηγεί σε σοβαρές ενδείξεις για σχετική «προμελέτη» του εγκλήματος.
Σύμφωνα με το «Βήμα», η αστυνομία εκτιμά ότι ο 61χρονος πρώην αστυνομικός είχε σκεφθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα μια εγκληματική ενέργεια σε βάρος της 6χρονης υπό την «πίεση» του προβλήματος υγείας της αλλά και της έντονης κριτικής που δεχόταν για «λάθη» που έγιναν στην γέννηση των δίδυμων παιδιών του, ύστερα από αλλεπάλληλες προσπάθειες του ζευγαριού.
Στελέχη της ΕΛ.ΑΣ αναφέρουν ότι ίσως υπάρχει υπερεκτίμηση των «ψυχολογικών προβλημάτων» του δράστη και ότι όλες οι κινήσεις του δείχνουν ότι είχε αναλύσει από πριν τις ενέργειές του σε μία περίπτωση που προχωρούσε στην αποτρόπαια πράξη. Συμπληρώνοντας ότι «στην θητεία του στην ΕΛ.ΑΣ υπηρετούσε σε υπηρεσίες γραφείου (στην Αμεση Δράση, στο κέντρο της Αθήνας και στα δυτικά προάστια). Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γνώριζε μεθόδους παραπλάνησης των αρχών και εξαΰλωσης των ιχνών των δραστών και τα οποία παρουσιάζονται στις σχολές της αστυνομίας. Εξ άλλου η εικόνα που έχουμε από πολλούς συναδέλφους του – στην διάρκεια της υπηρεσιακής θητείας του – ήταν ότι η συμπεριφορά του ήταν απολύτως φυσιολογική».
Οι αρχές στέκονται σε έξι σημεία που πρέπει να επαναδιερευνηθούν σε σχέση με τις προθέσεις του δράστη κι ότι προηγήθηκε της δολοφονίας της 6χρονης.
Πρώτον: Σε στοιχεία που άρχισαν να συγκεντρώνονται για το «παρελθόν» του ζευγαριού, τα προβλήματα που υπήρχαν με την γέννηση του 6χρονου παραπληγικού κοριτσιού που δολοφονήθηκε και άλλα σχετικά.
Δεύτερον: Ότι ο φόνος του κοριτσιού έγινε τις ημέρες που η μητέρα -που μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά- νοσηλευόταν σε νοσοκομείο για χειρουργική επέμβαση
Τρίτον: Οι μεθοδικές ενέργειες του 61χρονου για να εξαϋλώσει τα ίχνη του. Το γεγονός ότι δημιούργησε το σκηνικό «διάρρηξης» και της «απαγωγής» της 6χρονης, ότι πέταξε τα υποτίθεται κλαπέντα χρυσαφικά σε διαφορετικούς κάδους απορριμμάτων, ότι «δασκάλεψε» τον 6χρονο γιό του ώστε να επιβεβαιώσει αυτή τη θεωρία, ότι έσπευσε να παραπλανήσει τους αστυνομικούς του οικείου τμήματος, είναι για τα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ δείγμα της «προεργασίας» που πιθανόν υπήρχε στο έγκλημα του. Καθώς και ότι δεν βρέθηκε προ δραματικού απροόπτου. Οι αστυνομικοί αναφέρουν ότι και σε άλλες περιπτώσεις ανθρωποκτονιών στην διάρκεια ενός επεισοδίου ή εν «βρασμώ ψυχής» υπήρχαν σπασμωδικές προσπάθειες ρίψης του σώματος σε κάδους απορριμμάτων κλ.π ή εξαφάνισης της σορού. Όχι όμως τόσο μεθοδικές ενέργειες, μέσα σε λίγη ώρα, για να συγκαλυφθεί το έγκλημα, δημιουργίας άλλοθι .
Τέταρτον: Ότι ο δράστης επέμεινε για ώρες στην θεωρία του για τη διάρρηξη και την υποτιθέμενη αρπαγή του παιδιού του και κάθε άλλο παρά φερόταν επηρεασμένος από τον θάνατο του παιδιού του σε μία υποτίθεται «κακιά στιγμή». Με αστυνομικούς να προσθέτουν ότι «η εξιχνίαση αυτού του εγκλήματος ήταν πολύ πιο δύσκολη από ό,τι φαινόταν, γιατί ο δράστης επέμεινε στην εκδοχή του και ελλόχευε ο κίνδυνος να μην βρισκόταν το πτώμα του άτυχου κοριτσιού. Κάτι που θα υποβοηθούσε το σενάριο και τη σκηνοθεσία του δράστη. Και ίσως τότε να μην ομολογούσε ποτέ το έγκλημά του και η υπόθεση να έμενε εκκρεμής για χρόνια»
Πέμπτον: Όπως λένε δικαστικοί «με βάση την περιγραφή του δράστη αλλά και την ιατροδικαστική εξέταση το «φράξιμο» του στόματος – επειδή το κοριτσάκι έκλαιγε ή διαμαρτυρόταν – αν δεν ήταν επίμονο δεν θα οδηγούσε σε θάνατο λόγω …κακού υπολογισμού ή ατυχήματος».
Εκτον: Στην επίκληση ψυχολογικών προβλημάτων από τον δράστη που παραμένουν «ασαφή» και τα οποία αμφισβητεί η πλευρά της συζύγου του, η οποία του αποδίδει «σκόπιμη ενέργεια».