Του Ευθύμη Γ. Λεκάκη
Πολλοί συνομιλητές μου στα ιστορικά θέματα, θα με έχουν ακούσει πολλές φορές να αναφέρω ότι στα 1924, στα χρόνια της ανταλλαγής, από δύο περιοχές της Ελλάδας, την Κρήτη και τη Δυτική Μακεδονία, δεν έγινε ανταλλαγή πληθυσμών, αλλά καθαρή ανταλλαγή θρησκειών. Για τη μεν Κρήτη έχω πολλές φορές αναφερθεί σε κείμενά μου, εννοώντας τους Κρητομουσουλμάνους, που οι ανιστόρητοι ονομάζουν Τουρκοκρητικούς. Σήμερα, θα προσπαθήσω να κάνω μια μικρή ιστορική αναφορά στου Μουσουλμάνους της Δυτικής Μακεδονίας, στους Βαλαάδες.
Στα νοτιοδυτικά της Μακεδονίας και συγκεκριμένα στο σαντζάκι των Σερβίων κατοικούσε ολιγάριθμος λαός ελληνικός, που όμως και σήμερα παραμένει άγνωστος στον ελληνισμό. Απ’ όσα έχω εγώ τουλάχιστον διαβάσει, κανείς από τους ημέτερους λαοδίφες ή ιστορικούς δεν έχει γράψει κάτι για τούτο τον λαό, κι αυτό είναι ακόμα πιο λυπηρό αν σκεφτούμε ότι πρόκειται για λαό ελληνικότατο, παρ’ όλο που πρεσβεύει τη μουσουλμανική θρησκεία, πράγμα που τον χωρίζει από εμάς. Είναι οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, γνωστοί στη Νότια Μακεδονία και τη Βόρεια Θεσσαλία με το όνομα Βαλαάδες.
Κατοικούσαν αποκλειστικά και μόνο στις δύο υποδιοικήσεις Γρεβενών και Νάσελιτς (σημερινή Νεάπολη Βοϊου) [Λειψίστα ή Ανασελίτσα] και ο πληθυσμός τους μόλις περνούσε τις 14 χιλιάδες. Τα χωριά στα οποία κατοικούσαν ήταν περί τα 25 του Καζά της Ανασελίτσας (Βοϊου) με 8.210 Έλληνες μουσουλμάνους και βρίσκονταν κυρίως στη δεξιά όχθη του ποταμού Αλιάκμονα, αν και υπήρχαν και μερικά χωριά στην αριστερή όχθη, καθώς επίσης και 25 χωριά του Καζά των Γρεβενών με 5.350 Έλληνες μουσουλμάνους . Πολλά από αυτά τα χωριά ήταν μικτά, κατοικούμενα και από δικούς μας χριστιανούς Έλληνες. Τα κυριότερα χωριά των Βαλαάδων, πέρα από τις κωμοπόλεις των Γρεβενών και της Νεάπολης ή Νάσελιτς, όπου επίσης κατοικούσαν, ήταν η Βρογγίστα (Καλονέρι), το Τσούρχλι (Άγιος Γεώργιος), Κρίβτσι (Κρίφτσι), Τσοτύλι, Πυλωροί, Λάια, Τίστα, κλπ.
Όλοι ανεξαιρέτως μιλούσανε τη ελληνική γλώσσα, και πολύ δύσκολα μάθαιναν την τουρκική, από την οποία μεταχειρίζονταν ορισμένες μόνο λέξεις, και κυρίως τη λέξη «Βαλαά» (Μα τον Θεό).
Εικάζεται ότι ονομάστηκαν Βαλαάδες επειδή χρησιμοποιούσαν κατά κόρον αυτή τη λέξη. Οι Έλληνες που κατοικούσαν κοντά τους τούς αποκαλούσαν επίσης «Μεσημέρηδες», επειδή τα παλιότερα χρόνια, και σπανιότερα στις προ της ανταλλαγής μέρες, οι Χοτζάδες των Βαλαάδων, αγράμματοι άνθρωποι που δεν γνώριζαν να ψέλνουν ούτε στα Αραβικά ούτε στα Τουρκικά, ανέβαιναν σε κάποιο ύψωμα ανακράζοντας «Μεσημέρι, μεσημέρι!»
Η άγνοιά αυτών των Ελλήνων Μουσουλμάνων σε σχέση με την τουρκική γλώσσα και η δυσκολία τους στην εκμάθησή της είναι παροιμιώδεις. Κυκλοφορούν ακόμα πολλά περίεργα ανέκδοτα σε βάρος των καημένων των Βαλαάδων, και τα επαναλαμβάνουν όχι μόνο οι δικοί μας αλλά και οι καθαυτό Τούρκοι, οι οποίοι τους περιφρονούν, θα λέγαμε, και δεν τους θεωρούν γνήσιους Μουσουλμάνους επειδή δεν ξέρουν τη γλώσσα. Αλλ’ ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, οι Βαλαάδες, αγαθότατοι κατά τα άλλα και ευφυείς άνθρωποι, είχαν γίνει φανατικότατοι, θρησκομανείς Μουσουλμάνοι. Έκαναν τα πάντα ώστε να φαίνονται έτσι, τόσο στους άλλους Τούρκους που κατοικούσαν στην περιοχή, όσο και στους Χριστιανούς.
Η κατατομή και τα χαρακτηριστικά τους ήταν τελείως ελληνικά. Οι γυναίκες τους, αν και κρύβονταν όπως οι μουσουλμάνες, ήταν τύποι ελληνικών καλλονών. Τα ήθη και τα έθιμά τους, εφόσον δεν σχετίζονται με τη θρησκεία είναι ελληνικότατα και ελάχιστα διαφέρουν από τα αντίστοιχα ελληνικά.
Ότι οι Βαλαάδες ήταν Έλληνες, γνησιότεροι από πολλούς άλλους Έλληνες της Μακεδονίας ή άλλων ελληνικών χωρών, δεν χωράει αμφιβολία, παρόλο που οι ίδιοι, επειδή διακατέχονταν από άκρατο θρησκευτικό φανατισμό και ήταν αμαθείς, ούτε που θα ήθελαν να ακούσουν κάτι τέτοιο. Άγνωστος είναι μόνο ο χρόνος του εξισλαμισμού τους, που πρέπει να είναι πολύ μεταγενέστερος της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης αλλά αρχαιότερος από τον Αλή πασά των Ιωαννίνων. Σε μερικά χωριά τους σώζονται λείψανα εκκλησιών και σε ένα από αυτά, υπάρχει κλειστή εκκλησία των Αγίων Αναργύρων και κάθε χρόνο, στις 30 Ιουνίου, οι Βαλαάδες κάτοικοι του χωριού άναβαν καντήλι και επέτρεπαν στους χριστιανούς των γύρω χωριών να τους επισκεφτούν.
Υπήρχε μια προφορική παράδοση στους Έλληνες της Ν. Μακεδονίας, σύμφωνα με την οποία κάποιος αρχιερέας αποστάτησε από τον χριστιανισμό και οι κάτοικοι της περιοχής του, ακολουθώντας το παράδειγμά του, εξισλαμίστηκαν. Αυτό όμως, εφόσον δεν είναι εξακριβωμένο, έχει απλώς το κύρος όπως ανάφερα προηγούμενα προφορικής λαϊκής παράδοσης. Το πιθανότερο είναι ότι ο εξισλαμισμός υπήρξε αποτέλεσμα βίας και πιέσεων κατά τους μαύρους χρόνους της δουλείας.
Πέρα από τη γλώσσα, εκείνο που αποδεικνύει προ πάντων τον ελληνικό χαρακτήρα του λαού τούτου είναι ο αταβισμός που παρατηρείται στην ονοματολογία των Βαλαάδων και στην τάση τους, που την έχουν θα λέγαμε ορμέμφυτη, να εξελληνίζουν τα τουρκικά ονόματα με ελληνικές καταλήξεις. Για παράδειγμα, ο Χασάν ονομάζεται Τσάνας, ο Χουσεΐν – Τσέγκος, ο Γαμαδάν – Δάνας, ο Αχμέτ – Μέτος, ο Μουρτεζά – Μούρτος, ο Αμπεντίν – Ντίνος. Αυτό το τελευταίο δεν φαίνεται σαν υποκοριστικό του «Κωνσταντίνος»;
Σε πολλά βαλαάδικα χωριά, τις μέρες των Χριστουγέννων τα παιδιά των Βαλαάδων έλεγαν στα Κάλαντα (κόλιαντα), άλλο ένα λείψανο της παλαιάς τους κατάστασης. Παρ΄ όλ΄ αυτά όμως, ο άγριος θρησκευτικός φανατισμός κρατούσε τον λαό αυτό σε απόσταση από τους χριστιανούς και κατά τον Μακεδονικό αγώνα οι Βαλαάδες προκάλεσαν μεγάλα προβλήματα, καταδιώκοντας λυσσασμένα και καταδίδοντας τα χριστιανικά σώματα.
Τελειώνοντας αυτές τις λίγες γραμμές, εύχομαι άλλοι αρμοδιότεροι από εμένα να εξετάσουν σοβαρότερα και πιο εμπεριστατωμένα, από ιστορική και λαογραφική άποψη, τα σχετικά με τον λαό αυτό, ο οποίος μόνο στη θρησκεία διαφέρει από τους υπόλοιπους χριστιανούς κατοίκους της Μακεδονίας, ενώ κατά τα άλλα είναι «οστούν εκ των οστών και σαρξ εκ της σαρκός» του Ελληνισμού.
Κλείνοντας, να παρατηρήσω ότι δεν με εντυπωσιάζει η “ορμέμφυτη” τάση των Βαλαάδων να εξελληνίζουν τα (μη ελληνικά) ονοματά τους, αφού το θεωρώ απόλυτα φυσιολογικό -το έκαναν άλλωστε και π.χ. οι εβραίοι ρωμανιώτες αλλά και οι τουρκογιαννιώτες. Να παρατηρήσω επίσης ότι Αμπεντίν Ντίνο (όχι Ντίνος) ονομαζόταν ένας πολύ γνωστός στον μεσοπόλεμο γελοιογράφος και βουλευτής Πρέβεζας, που ήταν από τους μουσουλμάνους της Ηπείρου, πιθανά Τσάμης.