Εύκολα ξεχνάμε τα λάθη μας όταν είμαστε οι μόνοι που τα ξέρουμε, υποστήριζε ο Γάλλος συγγραφέας Φρανσουά Ντε Λα Ροσφουκό πριν από περίπου 3,5 αιώνες. Προφανώς όταν υπάρχουν πολλοί που τα γνωρίζουν, ή, ακόμα χειρότερα, όταν είναι καταγραμμένα σε έγγραφα και συμφωνίες που φέρουν την υπογραφή μας, το να παριστάνουμε ότι τα αγνοούμε, θεωρώντας ότι έτσι δεν θα τα βρούμε μπροστά μας, είναι -μιλώντας επιεικώς- αδιέξοδη στάση.
Πολλοί, λόγου χάριν, εξέχοντες παράγοντες της πολιτικής ζωής του τόπου, μεταξύ των οποίων και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θεώρησαν ότι η λύση στο διαφαινόμενο αδιέξοδο με την αξιολόγηση ήταν η απομάκρυνση του ΔΝΤ “καθώς την αποστολή του μπορεί να την αναλάβει ο ESM που έχει διαμορφωθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση”, οπότε η Συμφωνία του περσινού καλοκαιριού μπορεί να υλοποιηθεί “ανεμπόδιστα”, χωρίς πρόσθετα ή έκτακτα μέτρα και δίχως τις “εμμονές” του Ταμείου.
Προφανώς όμως, όσοι τόσο εύκολα θεώρησαν ότι βρήκαν “λύση” έχουν λησμονήσει ένα απλό γεγονός: Τα πρόσθετα ή έκτακτα μέτρα, πέραν αυτών δηλαδή που ψηφίστηκαν το καλοκαίρι, προβλέπονται ήδη από το 3ο Μνημόνιο!
Όπως ρητά αναφέρεται σε αυτό, που ως γνωστόν είναι ήδη νόμος του κράτους, για να στηριχτεί ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018, «Οι αρχές δεσμεύονται να λάβουν περαιτέρω διαρθρωτικά μέτρα τον Οκτώβριο του 2016, αν κριθούν αναγκαία για να διασφαλιστούν οι στόχοι του 2017 και του 2018. Τα εν λόγω μέτρα θα περιλαμβάνουν τις αμυντικές δαπάνες, την προγραμματισμένη μεταρρύθμιση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και το πάγωμα των υποχρεωτικών δαπανών”.
Και δεν περιλαμβάνει μόνο αυτό. Επειδή το “πάγωμα υποχρεωτικών δαπανών”, η φορολογική “μεταρρύθμιση” αλλά και οι επιπτώσεις άλλων μέτρων από αυτά που λαμβάνονται, μπορεί να οδηγήσουν σε προσφυγές στη δικαιοσύνη και να προκαλέσουν ευνοϊκές για τους πολίτες αποφάσεις, οι “εταίροι” μας έχουν ήδη προνοήσει, καθώς των… φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Έτσι το 3ο Μνημόνιο προβλέπει ακόμα την υποχρέωση της ελληνικής κυβέρνησης “να παρακολουθεί τους δημοσιονομικούς κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών αποφάσεων, και να λάβει αντισταθμιστικά μέτρα, στο βαθμό που αυτό απαιτείται, για την εκπλήρωση των δημοσιονομικών στόχων».
Σε αυτό το πλαίσιο οι παρατηρήσεις της Λαγκάρντ ότι για τις όποιες καθυστερήσεις και τα όποια προβλήματα ευθύνονται οι ελληνικές κυβερνήσεις που δεν έκαναν “ιδιοκτησία” τους τις μεταρρυθμίσεις δεν ήταν απλώς σχήμα λόγου. Γιατί το Μνημόνιο του καλοκαιριού έχει και… ιδεολογικές απαιτήσεις. Όπως ρητώς αναφέρεται, “Για την επιτυχία [της Συμφωνίας] απαιτείται ο ενστερνισμός του προγράμματος μεταρρυθμίσεων από τις ελληνικές αρχές”.
Οπότε, η όποια -κατά τους δανειστές- ολιγωρία όχι μόνο δεν συγχωρείται αλλά τιμωρείται, καθώς πάραυτα επιβάλλονται… ποινές. Γιατί, και σε αυτό, το 3ο Μνημόνιο είναι σαφές: “Η κυβέρνηση (μετά από κάθε επανεξέταση του προγράμματος) είναι έτοιμη να λάβει οποιαδήποτε μέτρα ενδέχεται να κριθούν κατάλληλα για τον σκοπό αυτόν, καθώς οι περιστάσεις μεταβάλλονται”.
Τα “έκτακτα μέτρα” λοιπόν δεν είναι διόλου… έκτακτα αλλά απολύτως προγραμματισμένα. Απλώς (;) λαμβάνονται όποτε οι δανειστές εκτιμήσουν ότι “πρέπει”, γιατί “μεταβλήθηκαν” οι συνθήκες, και είναι “οποιαδήποτε” θελήσουν οι “Θεσμοί” και όχι όποια θελήσει η κυβέρνηση. Αυτό που αλλάζει μέσα από τη σκηνοθετημένη “διαφωνία” Ευρώπης – ΔΝΤ είναι ότι -δια του Τόμσεν- ο Σόιμπλε άνοιξε τον δρόμο για να έρθει πιο γρήγορα και πιο οργανωμένα ο επόμενος “λογαριασμός”.
Όπως και να το ονομάσουμε λοιπόν, ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες επικοινωνιακές ανάγκες, ένα ακόμη Μνημόνιο είναι επί θύραις. Αυτή που δεν είναι επί θύραις αλλά ούτε στον… δρόμο, είναι η “βιώσιμη ανάπτυξη” και ιδίως οι “βιώσιμες θέσεις εργασίας”, που για την ώρα ούτε αχνοφαίνονται στον ορίζοντα.
*Ο Βαγγέλης Δεληπέτρος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.