Τις έλεγαν και τους κοροϊδεύαμε! Έλεγαν, πως άμα τις δεις πεθαίνει δικός σου άνθρωπος. Μ’ αυτές τις δοξασίες μεγαλώσαμε. Τον φόβο που μας περνούσαν υποσυνείδητα τον ανατρέπαμε, κοροϊδεύοντας!
Κι όμως, δεν ξέρω, να ήταν σύμπτωση; Πριν τέσσερα χρόνια μπήκε στο γραφείο μας, μια μεγάλη ψυχάρα. Λίγο πιο μικρή από παλάμη χεριού, σαν μικρό πουλί. Το κεφάλι της έμοιαζε μ’ ανθρώπου. Πρώτη φορά τρόμαξα με ψυχάρα.
Κάθισε στο τραπεζάκι, απέναντι από το γραφείο μου και ήταν σαν να με κοίταξε. Ένοιωσα να με διαπερνά ένας τρόμος. Σαχλαμάρες, σκέφτομαι! Είναι το υποσυνείδητο, που μας το πέρασαν οι γονείς μας και οι γιαγιάδες μας. Και η Κρητικιά και η Σμυρνιά!
Καλού κακού όμως την βγάλαμε έξω. Φύγαμε, κλειδώσαμε το γραφείο. Την άλλη μέρα, Παρασκευή, την ξαναβρήκαμε μέσα. Έλα, Παναγία μου λέω, λες να ‘χουν δίκιο οι παλιοί; Παίρνω τηλέφωνα τα παιδιά. Άντε, λέω μετά, επηρεάζομαι από βλακείες.
Πέρασε το Σαββατοκύριακο χωρίς να την σκεφτώ αυτήν την μεγάλη ψυχάρα που έμοιαζε με άνθρωπο. Την Δευτέρα, αχ αυτή η Δευτέρα, σκοτώθηκαν σε τροχαίο δύο αγαπημένα μου πρόσωπα.
Αργυρώ Κοκολάκη