Του Νικόλαου Σεβαστάκη
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ την κοινωνική κουζίνα «Ο άλλος άνθρωπος» και τον ιδρυτή της Κωνσταντίνο Πολυχρονόπουλο –η ανακάλυψη λογαριασμών, οι καταγγελίες και η υποψία σκανδάλου– έδωσε πάλι τον πικρό καρπό της: ένα κύμα σκληρής απομυθοποίησης τέτοιων εγχειρημάτων, μια απογοητευμένη και θυμωμένη απόρριψή τους.
Κάποιοι επανέλαβαν το γνωστό ρητό «δεν υπάρχει τσάμπα γεύμα» («Τhere is no free lunch»), θέλοντας να πουν ότι κάθε προσπάθεια κοινωνικής αλληλεγγύης και βοήθειας κρύβει, αναπόφευκτα, πίσω της ένα πονηρό κίνητρο. Μοναδική αξιόπιστη βάση για φιλάλληλη δράση γίνεται έτσι ο ιδιώτης επιχειρηματίας είτε το κεντρικό κράτος και οι υπηρεσίες του, όλα τα υπόλοιπα –πρωτοβουλίες, συλλογικές δράσεις κ.λπ– θεωρούνται κάλπικα και ύποπτα. Γιατί; Διότι, όπως λένε πολλοί, κανείς δεν είναι ανιδιοτελώς «φιλάνθρωπος».
Όπως συμβαίνει και με τις ΜΚΟ ή άλλες πιο μικρές πρωτοβουλίες, τα κρούσματα αναξιοπιστίας και διαφθοράς γίνονται αφορμή για να αμφισβητηθεί η ίδια η έννοια της εθελοντικής εργασίας ή της κοινωνικής προσφοράς. Κάτι ύποπτο υπάρχει πίσω από το Καλό, κάτι βρόμικο «παίζεται πάντα» πίσω από τέτοιες πρωτοβουλίες.
Αυτή η αποκαρδιωμένη παραδοχή ξεχνάει όμως κάποια σημαντικά πράγματα: ότι οι άνθρωποι έχουν πάθη και δεν είναι εκ φύσεως ούτε φαύλοι ούτε ευσπλαχνικές και αλληλέγγυες ψυχές.
Τα άτομα έχουν κουσούρια («είμαστε τα κουσούρια μας», θα έλεγε ο Κωστής Παπαγιώργης) αλλά και οι θεσμοί, επίσημοι ή ανορθόδοξοι, κρατικοί ή εκτός κράτους, έχουν τρύπες και σκοτεινά σημεία.
Ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, ας πούμε, μπορεί να ήταν όμηρος του τζόγου. Ό,τι έφτιαξε όμως βοηθώντας χιλιάδες εδώ και χρόνια δεν μηδενίζεται ούτε μπορεί να θεωρηθεί εξ ολοκλήρου απάτη.
Δεν είναι λογικό συμπέρασμα από το κουσούρι του ενός (ή περισσότερων) να ισχυρίζεται κανείς πως οι κοινωνικές κουζίνες ή αντίστοιχες πρακτικές είναι διεφθαρμένες, ανυπόληπτες ή λάθος. Δεν είναι λογικό συμπέρασμα όσο μια πολιτικά προκατειλημμένη απόφανση.
Ας συμφωνήσουμε για τα όρια, τις αδυναμίες, τα ρίσκα που έχει κάθε ανάλογη δράση. Και ότι δεν λύνεται έτσι το πρόβλημα, όπως άλλωστε δεν θα έλυνε το πρόβλημα των αστέγων η δημιουργία ενός ή περισσότερων κοινωνικών ξενώνων. Ο όρος «κοινωνικός» δεν είναι από μόνος του εγγύηση για κάτι καλύτερο ή δικαιότερο. Παρ’ όλα αυτά, δίχως σχήματα έμπρακτης αλληλεγγύης, καμία αφηρημένη έκκληση και δέηση δεν έχει σώμα. Και μάλλον είναι καλύτερα να κάνει κανείς λάθος, προσπαθώντας, παρά να απολαμβάνει απλώς το δίκιο του απέχοντας.
Ο μηχανισμός της απογοήτευσης μπορεί να γίνει πρόφαση αδιαφορίας και σκληρότητας, κι αυτό θα ήταν χειρότερο από τα πάθη και τα λάθη ενός ανθρώπου.